Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
13.6°C18.5°C
1 BF 53%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
15 °C
12.6°C16.7°C
2 BF 70%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
12.0°C14.4°C
2 BF 75%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
15 °C
14.3°C16.6°C
2 BF 66%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
10 °C
9.9°C14.6°C
0 BF 87%
Ο μελίρρυτος Ορφέας
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ο μελίρρυτος Ορφέας

Στις απαρχές κάθε μελλοντικής modernité, δηλαδή στο πρώτο κιόλας Ειδύλλιο του Θεόκριτου, το κατεξοχήν «βουκολικό» και πάντως προγραμματικό (μαζί με το έβδομο: «Θαλύσια»), το «Θύρσις ή Ωδή», ο ποιμήν και τραγουδιστής Θύρσις προσκαλείται από ανώνυμον αιπόλο να τραγουδήσει, εκεί, επί τόπου (καταμεσίς, δηλαδή, σε μια σκηνογραφία: σ’ έναν ήσυχο, παραδείσιο, διαχωρισμένο τόπο), τα πάθη του μυθικού ερωτευμένου Δάφνη – και θα λάβει ως αντίδωρο ένα ξυλόγλυπτο κισσύβιον. Και τι θα τραγουδήσει υποδειγματικά; Τον θάνατο του Δάφνη – σε μια ποιητική φόρμα που τείνει προς τη μουσική… Έτσι μετασχηματίζεται μετά τον διαχωρισμό η πρωταρχική σκηνή που έρχεται στο νου καθενός μας όταν μιλάμε για ποίηση-και-μουσική: η ιστορία του μελίρρυτου Ορφέα – και της Ευρυδίκης του, βέβαια. Πάνω σ’ αυτόν τον πρότυπο μετασχηματισμό, που λειτουργεί ως κάνναβος, θα αναπτύξω μια διαδοχή περαιτέρω μετασχηματισμών – και θα δούμε ποια θα είναι η έκβαση.

Στο πρώτο λοιπόν «ειδύλλιο» του Θεόκριτου, συγκροτείται μια εκτός κοινωνίας τάξη, που θυμίζει την άψογη κοινωνία των μελισσών· και μια παράδοση που έρχεται από τον Ησίοδο θέλει τον αοιδό μελίρρυτο και το τραγούδι του γλυκό σαν το μέλι. Θα μου άρεσε, αν είχαμε χρόνο, να παρακολουθήσω αυτό το Μοτίβο του Μελιού καθώς μετασχηματίζεται – δίχως να παραλείψω τη στιγμή που ο ποιητής το γεύεται υπό μορφήν βιβλίου κι ευφραίνεται, πικραίνονται όμως τα σωθικά του. Ωστόσο, εδώ, στην ελίτ των νεοτερικών Αλεξανδρινών ποιητών (που γενάρχης της είναι ο Φιλητάς, ηγέτης και θεωρητικός της αναμφισβήτητα ο Καλλίμαχος), αυτό το μοτίβο απαλλοτριώνεται από τον αναστοχασμό κι έτσι οργανώνεται μια ποιητική που θ’ αποτελέσει εφεξής τον Κανόνα: η «λιβάς άκρον άωτον» είναι μια σταγόνα μέλι – κι αρκεί… Κι έπειτα, καθώς η σταγόνα σταλάζει στα νερά της Στυγός, ανοίγονται ομόκεντροι κύκλοι, αποδεικνύοντας πως η μετάφραση υπήρχε ζήτημα μετασχηματισμών εξαρχής: μέσω του Ευφορίωνος, τελευταίου –ας πούμε– της σχολής των Αλεξανδρινών, επιμολύνονται γενιές Ρωμαίων ποιητών, που ο Κάτων θα τους ονομάσει συλλλήβδην και σαρκαστικά «οι neoteroi»· ο Κάτουλλος κι η παρέα του· ο Κορνήλιος Γάλλος κι ο κύκλος του· ο Βιργίλιος κι η ομάδα των ποιητών που θα συγγράφουν στα χρόνια του Αυγούστου… Κι ενώ η Ελεύθερη Πολιτεία καταρρέει, από εμφύλιο σε εμφύλιο, κι οδηγείται να εκπνεύσει στο Άκτιο, δημιουργούνται σε κάθε είδος τα πρότυπα που θα καθορίσουν τη μετέπειτα ευρωπαϊκή ποίηση, καθώς ένα-ένα τα αντίστοιχα ελληνικά είδη ενοφθαλμίζονται και μετασχηματίζονται ώστε να λειτουργούν στο καινούργιο αδρανειακό πεδίο. Το αποκορύφωμα είναι η γένεση, μέσω μετασχηματισμών, ενός είδους που ανάλογό του δεν έχει να επιδείξει η ελληνική ποίηση: της ρωμαϊκής ελεγείας.

«Από τους Ρωμαίους προδρόμους της ελεγείας, ξεχωρίζει ο Κάτουλλος με την ελεγεία του Αλλίου, ποίημα 68 [στην πραγματικότητα, πρόκειται για το δεύτερο μέρος του 68: την παλινωδία, αν το δούμε ενιαίο] και με το ποίημα 76... Επειδή όμως ο Κάτουλλος δεν έχει δημοσιεύσει “βιβλίο” ελεγειών και δεν καθιστά προγραμματικούς κάποιους συγκεκριμένους και τυπικούς για την ερωτική ελεγεία “τόπους”, αναφέρεται ο Κορνήλιος Γάλλος ως ο κατεξοχήν θεμελιωτής του είδους» (τα αποσπάσματα που παραθέτω είναι από το: Michael von Albrecht, Ιστορία της Ρωμαϊκής Λογοτεχνίας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). «Είναι, άλλωστε, ο πρώτος που εγκαταλείπει τον διαχωρισμό του Κάτουλλου» (ο οποίος επέμενε ακόμη πως «ο ποιητής-Ιεροφάντης / πρέπει ν’ αποφεύγει την ακολασία, μα μες στο / Έργο του δεν είν’ ανάγκη να νηστεύει», σε μετάφραση Νίκου Σπάνια). […] «Φαίνεται πως δικαίως ο Οβίδιος τον χαρακτηρίζει ιδρυτή του είδους – και ορίζει ως διαδόχους του τον Τίβουλλο, τον Προπέρτιο και τον ίδιο του τον εαυτό. Φαίνεται δηλαδή πως στον Γάλλο οφείλεται το μοτίβο της υποδούλωσης στην αγαπημένη (servitium amoris) και της ολοκληρωτικής υποταγής του εραστή (obsequium) – και ίσως επίσης το μοτίβο της χρησιμότητας» (ένα αντίβαρο στην άρση του διαχωρισμού, που λέγαμε): Η ποίηση πρέπει να πείθει – και ν’ αλλάζει την πραγματικότητα...

Κι ωστόσο – από το έργο του Γάλλου δεν απέμειναν καν «δέκα μονάχα στίχοι»· έναν γνωρίζαμε· κι έπειτα η Τύχη φύσηξε στις άμμους της Αιγύπτου κι αποκάλυψε κάποια ακόμη σπαράγματα:

tristia nequit[ia . . .]a, Lycori, tua.

Fata mihi, Caesar, tum erunt mea dulcia, quom tu

maxima Romanae pars eris historiae,

postque tuum reditum multorum templa deorum

fixa legam spolieis deivitiora tueis.

. . . . .]. . . . . tandem fecerunt c[ar]mina Musae

quae possem domina deicere digna mea.

. . . . . . . . . . . .]. atur idem tibi, non ego, Visce,

. . ]. . . . . . . . l . Kato, iudice te vereor.

] .

] . Tyria

] .


Σ’ αυτό το άγνωστο καβαφικό ποίημα σχεδιάζεται με μονοκοντυλιά ολόκληρη η ζωή του Κορνήλιου Γάλλου: η πολιτική του σταδιοδρομία, η στρατιωτική του καριέρα, οι μεγαλόσχημοι φίλοι του – και η Λυκωρίς που υμνήσαν οι ελεγείες του, η Λυκωρίς που δεν άξιζε την αγάπη του, η ωραία, η άπιστη Λυκωρίς… Όλα τ’ άλλα τα σάρωσε η επιβεβλημένη λήθη· γιατί ο Κορνήλιος Γάλλος «ως Ρωμαίος ιππέας» και πρωτεργάτης της νίκης του Οκταβιανού επί του Αντώνιου «πετυχαίνει να γίνει ο πρώτος έπαρχος της Αιγύπτου και απαθανατίζει το έργο του σε υψηλόφρονες επιγραφές. Μια απ’ αυτές βρίσκεται στον οβελίσκο που σήμερα στολίζει την πλατεία του Αγίου Πέτρου. Μετά από καταγγελία αυτοκτονεί (26 π.Χ.) και γίνεται έτσι πρώιμο θύμα του αυτοκρατορικού
φθόνου». Το προγραμμένο έργο του δεν το λησμόνησαν όμως οι μαθητές και ομότεχνοί του.

Τον μετασχηματισμό του Θεόκριτου τον ανέλαβε ο Βιργίλιος, υιός μελισσοκόμου από τη Μάντοβα, υφαίνοντας αργά και επίπονα το πρώτο του, πρώιμο αριστούργημα: τις δέκα Εκλογές. Για τον συλλογισμό που αναπτύσσψ απατείται, στην πραγματικότητα, η λεπτομερής ανάγνωσή τους – όμως τώρα θα δείξω μόνον τα κρίσιμα σημεία:

Ο Βιργίλιος διχάζει ευθύς εξαρχής τον κόσμο του Θεόκριτου, αφήνοντας να εισρεύσει και να τον απορρυθμίσει η Ιστορία – «όπως από ραγισματιάν αιφνίδιαν το κύμα σε καράβι που ολοένα βουλιάζει». Στην πρώτη και στην ένατη Εκλογή, η Αρκαδία είναι συγχρόνως κι ο πραγματικός τόπος (η Κρεμόνα, η πατρώα Μάντοβα) που απαλλοτριώνει ο Οκταβιανός για να τον αποδώσει στους βετεράνους του· τα τοπία είναι διπλοτυπίες, καθώς αποτυπώνονται εδώ ταυτοχρόνως οι συμβάσεις του είδους και οι αναμνήσεις του ποιητή· οι αρχαίοι σχολιαστές υπαινίσσονται πως κάθε ποίημα απηχεί το έργο κάποιου από τους φίλους που συγκροτούν τον ποιητικό κύκλο του νεαρού Βιργίλιου – όμως οι Εκλογές εν συνόλω είναι ένα συμφωνικό ποίημα· στην έκτη Εκλογή, εμφανίζεται μεταξύ φανταστικών προσώπων ο Κορνήλιος Γάλλος (που φαίνεται πως ήταν ένας από τις τρεις αξιωματούχους τους οποίους όρισε ο Καίσαρ υπεύθυνους για τις απαλλοτριώσεις και ίσως έσωσε το κτήμα και την πατρίδα του Βιργίλιου)· εντέλει, η δέκατη, σπαρακτική Εκλογή είναι ολόκληρη αφιερωμένη «στον Γάλλο μου», που αργοπεθαίνει σαν τον Δάφνη από έρωτα – κι ο Βιργίλιος τον καλεί να εγκαταλείψει τον ελεγειακό τόπο που τον αρρωσταίνει και να προσχωρήσει στη δική του ευτοπία (ιδρύοντας έτσι μια συνθήκη κατεξοχήν ειρωνική):

Ένα μου μένει να κάνω – κι αυτό σου ζητάω, Αρέθουσα:

στίχους να πλέξω του Γάλλου μου – λίγους, μα να τους διαβάζει

κι η Λυκωρίς του ακόμη· θ’ αρνιόσουν του Γάλλου τραγούδι;

Αν το αλμυρό της Δωρίδας νερό δεν νοθεύει το νάμα σου

όταν βαθύτερα απ’ της Σικελίας το κύμα κυλάς,

έναυσμα δώσε κι ας πούμε του Γάλλου τους δύσκολους έρωτες

όσο με μύτη μασούν πλακουτσή τα κατσίκια στους θάμνους.

Δεν τραγουδώ για κουφούς· σ’ ό,τι πούμε τα δάση αποκρίνονται.

Πού, σε ποια άλση, ποια ξέφωτα, αγνές Ναϊάδες, συχνάζατε,

όταν τον Γάλλο μου έλιωνε ο δίχως απόκριση έρωτας;

Δεν σας μαγέψαν της Πίνδου ή του Παρνασσού οι πλαγιές

κι ούτε κοντά της σας κράτησε κάποια πηγή του Ελικώνα.

Ώς και η δάφνη τον πόνο του θρήνησε, ώς κι η μυρίκη·

ώς και τα πεύκα του Μαίναλου, οι χαράδρες του Λύκαιου θρήνησαν

βλέποντας μόνος να κείτεται κάτω απ’ τον έρημο βράχο.

Στέκουν τριγύρω τα πρόβατα – διόλου ακατάδεχτα· βλέπεις;

Ούτε κι εσύ ακατάδεχτος να ’σαι, θεϊκέ ποιητή.

Πρόβατα ποίμαινε ο όμορφος Άδωνις πλάι στο ποτάμι.

Κι ήρθε ο ποιμένας· κι ακόμη, των χοίρων αργά ο βοσκός·

κι ήρθε όλος στάζοντας απ’ τα χειμέρια δάση ο Μαινάλκας·

κι όλοι ρωτούν τι λογής ο έρωτάς σου· και ήρθε ο Απόλλων,

«Γάλλε», σου λέει, «τι τρέλα να νοιάζεσαι αφού η Λυκωρίς

μ’ άλλον πηγαίνει, στα χιόνια και μες τα τραχιά τα στρατόπεδα»·

κι ήρθε κι ο Υλαίος με όλα τα κάλλη του αγρού γα στεφάνι του·

κρίνα κραδαίνει πελώρια, μάραθα μόλις που ανθίσαν·

κι ήρθε κι ο Παν, ο θεός των Αρκάδων, κι εμείς με τα μάτια μας

είδαμε σαν μες στο αίμα από μούρα και βύσσινα να ’ναι.

«Τέλος δεν έχει; » του φώναξε. «Λες ότι νοιάζεται ο Έρωτας;

Δάκρυα δεν χόρτασε ο Έρωτας ούτε νεράκι το χόρτο

ούτε τριφύλλι η μέλισσα και φυλλωσιές η κατσίκα».

«Κι όμως, Αρκάδες, αυτοί οι καημοί, είπε εκείνος θλιμμένος,

«θα ’ναι τραγούδι για σας στα βουνά σας· μονάχα εσείς ξέρετε

πώς τραγουδούν. Τα οστά μου γλυκά θ’ αναπαύονται αν πάρει

σ’ άλλους καιρούς ο αυλός σας να λέει τους δικούς μου τους έρωτες.

Ω, πόσο θα ’θελα να ’μαι όμοιός σας, μαζί σας να ζω

κάποιο κοπάδι ποιμαίνοντας, ώριμο αμπέλι τρυγώντας.

Τότε η Φυλλίς, ο Αμύντας, η αγάπη μου, όποια και να ’τανε

(κι αν μελαψός ο Αμύντας, ποιος νοιάζεται; μήπως δεν είναι

μαύρη η βιολέττα κι ο υάκινθος μαύρος;), μαζί μου θα πλάγιαζε·

θα ’ριχνε ίσκιο η ιτιά και το κλίμα επάνω μας θα ’γερνε·

θα ’πλεκε κάποιο στεφάνι η Φυλλίς κι ο Αμύντας τραγούδι.

Άλση εδώ είναι, πηγές δροσερές και λιβάδια απαλά.

Να ’σουν κι εσύ, Λυκωρίς μου, εδώ! Μόνο ο χρόνος θα μ’ έφθειρε.

Τώρα με δένει στου Άρη τα έργα παράφορος έρωτας

κι είναι η κλαγγή των αρμάτων τριγύρω κι αντίκρυ ο εχθρός·

κι είσαι (ας γινόταν να μην το πιστέψω) μακριά και δεν νοιάζεσαι,

βλέπεις τα χιόνια στις Άλπεις, τον Ρήνο που πάγωσε – κι είσαι

μόνη σου, δίχως εμένα· φυλάξου απ’ το κρύο εκεί πέρα,

πρόσεχε, κόβει ο πάγος εκεί που απαλά περπατάς.

Φεύγω – και όσα ως εδώ στης Χαλκίδας τα μέτρα έχω γράψει

τώρα τ’ αλλάζω για του Σικελιώτη βοσκού τον αυλό.

Μες στις σπηλιές των θηρίων, στα δάση ας ηχήσει ο θρήνος μου·

πάνω στους νέους κορμούς να χαράξω τους έρωτες λέω·

ναι, να ψηλώνουν τα δέντρα κι εσείς, έρωτές μου, μαζί.

Κι όλον αυτόν τον καιρό θα γυρνώ με τις νύμφες στο Μαίναλο

ή θα θηρεύω αγριόχοιρους – κι όσο κι αν σφίγγει το κρύο,

πλήθος σκυλιά μου θα φτιάχνουν κλοιό στους δρυμούς του Παρθένιου.

Ήδη στο νου μου βαδίζω σε βράχια, σε δάση που ηχούν

κι είναι χαρά μου το Πάρθιο τόξο, τα βέλη απ’ την Κρήτη –

σαν να γινόταν να βρει γιατρειά σ’ όλα τούτα η τρέλα μου

ή ο θεός να καμφθεί απ’ την άφατη θλίψη του ανθρώπου!

Τώρα για μένα των δέντρων οι νύμφες και, ναι, τα τραγούδια

σβήνουν και πάλι· κι εσείς, κι εσείς, δάση – καιρός να χωρίσουμε!

Δεν μεταστρέφεται τέτοιος θεός όσο κόπο κι αν κάνουμε·

έστω κι αν πιούμε απ’ τον Έβρο ενώ περονιάζει το κρύο

ή μες στον άγριο χειμώνα της Θράκης τα χιόνια αντικρίσουμε

κι όταν στεγνώσει ο φλοιός της φτελιάς τα κοπάδια μας πάμε

στων Αιθιόπων τη γη ενώ πάνω μας λάμπει ο Καρκίνος.

Όλα τα νίκησε ο Έρωτας· ας του δοθούμε κι εμείς».

Τέτοια, θεές μου, που μοιάζει ν’ αρκούν, τραγουδούσε ο βάρδος σας

πλέκοντας βέργες ιτιάς για να φτιάξει καλάθι μικρό.

Τώρα κι εσείς μεριμνήστε να λάμψουν στα μάτια του Γάλλου,

α, ναι, του Γάλλου· που ώρα την ώρα αγαπώ πιο πολύ –

όπως ψηλώνει το νέο βλαστάρι όταν έρθει η άνοιξη.

Τώρα, ας πηγαίνουμε· δεν ευνοεί τα τραγούδια η σκιά·

είναι του Δία βαριά η σκιά· τα χωράφια βουλιάζουν στους ίσκιους.

Πάμε, αρνάκια μου, πάμε στο σπίτι· ο Έσπερος φάνηκε.

Ο Σέρβιος επέμενε πως η δεκάτη Εκλογή είναι κέντρων: πως συντίθεται εξ ολοκλήρου με στίχους του Γάλλου – και η αφιερωμένη στον Γάλλο και πάλι ελεγεία 1.8Α του Προπέρτιου επιμαρτυρεί… Κι όμως· η Ιστορία δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη.

Στα Γεωργικά, το πρότυπο δεν είναι πια ο Θεόκριτος αλλά ο Ησίοδος· στην ευτοπία υποκαθίσταται ένας κόσμος που μοιάζει πραγματικός – τραχύς, εχθρικός κι εντούτοις προτιμότερος από το πολύβουο άστυ. Κάποια στιγμή, ο κόσμος αυτός καταρρέει χτυπημένος από την πανούκλα, που ο Βιργίλιος την περιγράφει με επιστημονική ακρίβεια· κι έπειτα – τι; Έπειτα, διηγείται ο Σέρβιος, όλα σώζονταν κι αντιστρέφονταν· κι αυτή η αντιστροφή αποκορυφωνόταν σ’ ένα εγκώμιο, ξανά, «του πρώτου φίλου», του Γάλλου…

Όταν ολοκληρώθηκαν τα Γεωργικά, ο Βιργίλιος και ο πάτρωνάς του Μαικήνας τα διάβασαν στον νικητή του Ακτίου· διάβαζαν επί τέσσερις μέρες, πότε ο ένας, πότε ο άλλος· όμως ο Γάλλος είχε πεθάνει και προγραφεί… Έτσι, ισχυρίζεται ο Σέρβιος, ο Βιργίλιος άλλαξε το τέλος – και στο εγκώμιο στον ακατονόμαστο Γάλλο υποκατέστησε την περίφημη έκτοτε «Βουγονία»:

Η πανούκλα σκότωσε όλες τις μέλισσες· πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει πια μουσική· κι ο βοσκός Αρισταίος προσφεύγει στη μάνα του τη νεράιδα για να μάθει πώς μπορεί να ξαναγεννηθεί το μελίσσι του· κι έπειτα, με δική της συμβουλή, στον Πρωτέα (τον θεό των μεταμορφώσεων) που ξέρει το μυστικό: το μελίσσι θα ξαγαννηθεί από τη σάρκα των βοδιών που πέθαναν, αν μείνει εκτεθειμένη στον ήλιο. Όμως πριν του πει το μυστικό ο Πρωτέας, του εξηγεί γιατί πέθανε το μελίσσι· η πανούκλα ήταν το βέλος απλώς· τη χορδή την τέντωσε εκείνος, ο Αρισταίος, όταν πόθησε τη γυναίκα του Ορφέα· και την κυνήγησε· κι εκείνη –

Έτρεχε πλάι στο ποτάμι, να ξεφύγει –

μα ο θάνατος την είχε κιόλας σημαδέψει·

κι ήταν στης όχθης τα χορτάρια το νερόφιδο.

Κι η συντροφιά της, των Δρυάδων ο χορός,

έσυραν θρήνο ώς τα ψηλά βουνά· και θρήνησαν

τα όρη της Ροδόπης, το Παγγαίο, η γη

του Ρήσου, οι Γέτες, ο Έβρος κι η Ατθίδα Ωρείθυια.

Κι εκείνος, με τη λύρα του Έρωτα πραΰνοντας

τον πόνο, αγάπη του γλυκειά, στην άδεια όχθη,

την κάθε αυγή ώς το δειλινό σε τραγουδούσε.

Στου Ταίναρου έφτασε το στόμιο, στου Άδη

τις πύλες, στο άλσος που τυλίγει σαν ομίχλη

ο φόβος· ήρθε στους νεκρούς, στον βασιλιά τους –

καρδιές ανάλγητες, ψυχρές. Μα το τραγούδι του

τις άγγιξε κι από το Έρεβος συνέρρεαν

τ’ άφεγγα είδωλα, οι σκιές – πλήθος αρίφνητο,

πουλιά που φτάνουν να κρυφτούν στις φυλλωσιές

με του χειμώνα τις βροχές ή με το σούρουπο·

μανάδες, άντρες, ήρωες που τη ζωή

σπατάλησαν, αγόρια, ανύμφευτα κορίτσια,

νέα παιδιά που τα κηδέψανε οι γονείς τους·

τριγύρω μαύρη λάσπη, καλαμιές φριχτές,

του Κωκυτού το έλος – στάσιμα νερά

και της Στυγός οι εννιά περιστροφές τους δένουν.

Κι ώς και τα δώματα σαστίσαν του Θανάτου

κι οι Ευμενίδες με τα φίδια στα μαλλιά·

τα τρία στόματα άνοιξε έκπληκτος ο Κέρβερος·

κι έμεινε ακίνητος του Ιξίονα ο τροχός.

Και νά που τώρα επιστρέφει· και βαδίζει

προς τις πνοές του πάνω κόσμου κι η Ευρυδίκη

στα χνάρια του (αυτόν τον όρο η Περσεφόνη

έθεσε, πίσω δίνοντάς την) · και ξεχάστηκε

ας βρει συγχώρεση, αν ξέρουν οι ψυχές

να συγχωρούν– και στράφηκε, την Ευρυδίκη του

να δει, που ήδη αντίκριζε το φως της μέρας.

Μεμιάς ο Άδης το συμβόλαιο διέρρηξε·

Τριπλή βροντή από τα έλη του Αόρνου

ακούστηκε. Κι αυτή του λέει: «Ποια τρέλα, Ορφέα,

μ’ αφάνισε και χάνεσαι; Πίσω μέ διώχνει

μοίρα σκληρή, ο ύπνος σκέπασε τα μάτια μου

και σβήνουν. Έχει γειά! Η νύχτα η αξημέρωτη

με παίρνει, αδύναμα τα χέρια μου σου απλώνω,

μα είμαι ξένη κιόλας». Κι όπως ο καπνός

ξεφτάει στον άδειο αέρα, έλιωσε και σκόρπισε·

κι άλλο δεν είδε αυτόν που γύρευε με ίσκιους

λόγια ν’ αλλάξει κι αγκαλιές – και δεν τον άφηνε

του Άδη ο περαματάρης να γυρίσει.

Πού να προστρέξει; Την αγάπη του ξανά

την πήραν. Ποιους θεούς ο θρήνος του ν’ αγγίξει;

Ψυχρή με της Στυγός τη βάρκα πλέει εκείνη.

Κι έκλαιγε εκείνος πλάι στο έρημο το κύμα,

κάτω απ’ τ’ απόκρημνα τα βράχια· για επτά μήνες,

λένε, στις παγερές σπηλιές μοιρολογούσε·

θεριά ησυχάζαν, δρυς σαλεύαν στο τραγούδι του:

όπως πενθεί στις φυλλωσιές κι η Φιλομήλα

για τα μικρά της, που ο ζευγολάτης ο άκαρδος

τ’ άρπαξε, αφτέρουγα ακόμη, απ’ τη φωλιά τους·

μέσα στη νύχτα ξαναπιάνει το πικρό

τραγούδι και παντού απλώνεται ο καημός της.

Ο Υμέναιος κι η Αφροδίτη δεν απάλυναν

τον πόνο του· μόνος πηγαίνει μες στους πάγους,

στο άλιωτο χιόνι κι ώς τα πέρατα της γης,

τ’ άχρηστα δώρα του Άδη και την Ευρυδίκη του

θρηνεί· και μοιάζει η πίστη του με καταφρόνια

για τις γυναίκες των Κικόνων, τα όργιά τους

τα βακχικά· κι αυτές – τον σπάραξαν, τον σκόρπισαν.

Μα κι όταν την κομμένη κεφαλή κυλά

ο Οιάγριος Έβρος στα νερά του, η παγωμένη

γλώσσα καλεί την Ευρυδίκη και η φωνή,

αχ, Ευρυδίκη μου! πετάει με την ψυχή του·

κι αντιλαλούν τριγύρω οι όχθες: Ευρυδίκη…

Έτσι, εγκιβωτισμένη, παραλάβαμε εμείς την ιστορία του Ορφέα· χάρη σε μιαν αδερφοκτονία…

Δεκατρείς αιώνες αργότερα, ο Δάντης θα κατέβει στον κάτω κόσμο. Θα είναι Πάσχα του 1300 μ.Χ.· πρέπει να είναι, ειδάλλως θα συναντούσε εκεί τον «πρώτο φίλο του», τον δάσκαλό του ποιητή Γκουίντο Καβαλκάντι – που εξόριστος με τη συναίνεση του Δάντη πέθανε τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς… Θα διαλέξει για οδηγό τον Βιργίλιο – που θα τον συνοδεύσει ώσπου ο Δάντης να συναντήσει τη νεκρή Βεατρίκη του· κι έπειτα – θα χαθεί απ’ το πλάι του ξαφνικά· κι ο Δάντης θα θρηνήσει αυτήν την απώλεια («χάθηκε απ’ το πλάι μου ο Βιργίλιος· / ο Βιργίλιος, ο πιο γλυκός πατέρας· / ο Βιργίλιος που είχα εμπιστευτεί») μνημονεύοντας το όνομα του Βιργίλιου σε τρεις διαδοχικούς στίχους και στις ίδιες θέσεις που ο Ορφέας, σε τρεις διαδοχικούς στίχους του Βιργίλιου, μνημονεύει την Ευριδίκη του.

Γι’ αυτό πικραίνονται τα σωθικά μας όταν γευόμαστε τη γλυκιά μουσική. «Από ανέκαθεν», όπως θά έλεγε ο Ελύτης...

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL