Live τώρα    
14°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
11.2°C14.8°C
3 BF 83%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
10.9°C13.9°C
2 BF 76%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
12 °C
10.9°C11.6°C
2 BF 79%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ασθενείς βροχοπτώσεις
15 °C
13.6°C16.8°C
5 BF 86%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
10 °C
9.9°C10.7°C
3 BF 100%
Χαράλαμπος Ρούπας / Χαράλαμπος Ρούπας: Πιστός στον μαύρο σκούφο μέχρι τέλους
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Χαράλαμπος Ρούπας / Χαράλαμπος Ρούπας: Πιστός στον μαύρο σκούφο μέχρι τέλους

“Ο Λάμπης ήταν τα μάτια και η πένα του Άρη”

Σ’ ένα διαμέρισμα του Παγκρατίου, με παλιά ξύλινα έπιπλα, ευρύχωρες πολυθρόνες, ράφια γεμάτα από φωτογραφίες και τοίχους καλυμμένους από μεγάλα κάδρα, σ’ ένα σπίτι γεμάτο αναμνήσεις και με περίσσια την αίσθηση της φιλοξενίας, συνάντησα την Ασπασία Ρούπα. Τη σύντροφο του Χαράλαμπου Ρούπα, του μικρότερου σε ηλικία αντάρτη που βρισκόταν στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη. Ήταν ο κρυπτογράφος και στενογράφος του. Τα μάτια και η πένα του στην επιστολογραφία.

Με μνήμη κρυστάλλινη, η Α. Ρούπα μου αφηγήθηκε τη ζωή του και ζωντάνεψε το παρελθόν φέρνοντας στα χείλη της τα λόγια των πρωταγωνιστών. Δεν τα μετέφερε απλά. Αλλά χάριζε την αίσθηση πώς διατηρούσε ακέραιο το ύφος και τον ρυθμό τους. Ώστε έτσι θα ακουγόταν ο Άρης. Έτσι μιλούσε ο Λάμπης της.

Στα 85 της, με βλέμμα ζωηρό, διαπεραστικό, αλλά και εγκάρδιο, η κ. Ρούπα μοιράστηκε μαζί μου μνήμες από εποχές που δεν σημάδεψαν μόνο την ιστορία του συντρόφου της, με τον οποίο ήταν πλάι για 49 χρόνια, αλλά την ιστορία της χώρας.

Μίλησε για τις ημέρες εκείνες φωτίζοντας καθημερινές πτυχές της ζωής ενός αντιστασιακού, ενός αγωνιστή που έμεινε πιστός στον αγώνα του μέχρι τέλους. Στον μαύρο σκούφο που του φόρεσε ο Άρης.

Αφηγήθηκε πώς ήταν να πηγαίνεις στο σχολείο και να τα έχεις όλα μπροστά σου ως άριστος μαθητής, αλλά να στερείσαι τα πάντα, αρνούμενος να καταδώσεις τους συμμαθητές σου. Πώς ήταν πάνω στ’ άλογο ως αντάρτης. Σε απόσταση αναπνοής από τον μεγαλύτερο επαναστάτη που πάτησε στον τόπο. Πώς ήταν η ζωή του ως φυλακισμένου, έγκλειστου σε ένα κελί για 18 χρόνια, αλλά και η ζωή του ως ελεύθερου πολίτης, καταδικασμένος όμως, σε στενή παρακολούθηση από την Ασφάλεια.

Μαζί μας στο σαλόνι ήταν η κόρη τους Πάνη Ρούπα και μια γατούλα που κοιμόταν πάνω στο χαλί, με πλάτη ένα από τα ξύλινα ποδαράκια του τραπεζιού. Μου προσέφεραν ελληνικό καφέ και γλυκό του κουταλιού. Το σημαντικό όμως είναι ότι μου προσέφεραν την εμπιστοσύνη τους.

Μια ζωή στον δρόμο της Αριστεράς

«Μορφώθηκε πάρα πολύ και βγήκε από το σχολείο με δύο γλώσσες, Την εποχή εκείνη ήταν σπουδαίο. Αλλά και με κλασική μουσική, γιατί υπήρχε κάποιος στο Αίγιο που είχε σπουδάσει, αρχοντόπουλο τώρα αυτό βέβαια, στη Σκάλα του Μιλάνου και δίδασκε. Τελειώνοντας το σχολείο, τράβηξε προς τα αριστερά».

«Σαν μαθητής ήταν πάνω από άριστος, αλλά στην τελευταία τάξη αποβλήθηκε. Παιδιά της ΟΚΝΕ, της νεολαιίστικης οργάνωσης του ΚΚΕ, τα οποία δεν είχε μόνο συμμαθητές αλλά και φίλους, χωρίς ο ίδιος να είναι οργανωμένος, πετάξανε προκηρύξεις μέσα στην αυλή του σχολείου. Τον κάλεσε μετά ο γυμνασιάρχης, ο οποίος ήταν φασίστας, τον λέγανε Μάλλιο. Του λέει ‘Ρούπα, απαιτώ να μου δώσεις τα ονόματα αυτωνών που κάνανε αυτή τη δουλειά’. Λέει ‘δεν τα ξέρω’. Αρνήθηκε. Ήξερε. Ήταν οι Μόσχος, Πυρπιρής, Γιαννόπουλος και Καρανικόλας.

Με το ‘δεν ξέρω, δεν ξέρω’, έφτασαν να πουν ‘ή το λες ή αποβάλλεσαι από το σχολείο’. ‘Ό,τι θέλετε κάντε. Εγώ τα ονόματα δεν τα ξέρω, τι να δώσω’. Και γίνεται αυτό αφορμή να τον αποβάλουν από το σχολείο. Απ’ όλα τα σχολεία του Αιγίου. Δεν είχε και πολλά.

Πήγε και τελείωσε το γυμνάσιο στην Ακράτα, δεν υπήρχε λύκειο ακόμη. Εκεί αντιμετώπισε δυσκολίες. Είχε φύγει από το σπίτι του το παιδί. Αλλά πήγαινε στον παππού του, που ήταν πιο κοντά στην Ακράτα. Εκεί ο γυμνασιάρχης τον δέχτηκε καλά, Πασπάτης λεγόταν. Τον κάλεσε, του μίλησε, «Εμείς θα τα πάμε καλά, μη φοβάσαι’. ‘Κι εκεί καλά τα πήγαινα, αλλά μου ζητάγανε αυτό που δεν ήξερα’. Δεν είπε ούτε σ’ αυτόν ότι ήξερε.

Ήταν άριστος μαθητής κι εκεί και, όταν τελείωσε τη χρονιά, ο γυμνασιάρχης κάλεσε τον πρόεδρο του χωριού της Τράπεζας (σ.σ.: έτσι λέγεται το χωριό και ήταν η γενέτειρα του Χ. Ρούπα) και του λέει ‘σας κάλεσα να σας συγχαρώ για το παιδί που έχετε’ κι επειδή ‘το άριστα που του βάζω είναι λίγο γι αυτόν, κάλεσα κι εσάς να σας συγχαρώ για το παιδί που βγάλατε’. Ο πρόεδρος συγκινήθηκε και πήρε αρνιά, έψησε και κάλεσε όλο το χωριό για το παιδί του χαμένου Ρούπα (σ.σ.: ο πατέρας του είχε δολοφονηθεί, όταν ο ίδιος ήταν βρέφος, για εμπορικές και κομματικές αντιζηλίες).

Ο πόλεμος τον βρήκε στην τελευταία τάξη. Μετά ήρθε στην Αθήνα και μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή. Εκεί όταν μπήκε, οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ’”.

Η γνωριμία με τον Άρη

Άρχισε να δουλεύει και για την οργάνωση και για το πανεπιστήμιο. Πηγαινοερχόταν στο Αίγιο. Ο πόλεμος φούντωνε και τον ήξεραν καλά πια οι μεγαλύτεροι με τα προσόντα που είχε. Και κάποτε περνάει ο Άρης, το ’44. Πέρασε με μαούνες από την απέναντι πλευρά προς την Πελοπόννησο. Ήταν όλοι με τ’ άλογα και τα πέρασαν με τις μαούνες. Η οργάνωση του Αιγίου είχε στείλει τον Λάμπη για την υποδοχή του.

Την άλλη μέρα ζήτησε ο Άρης έναν άνθρωπο μορφωμένο, ένα νέο παιδί και η οργάνωση διάλεξε αυτόν. Τον έστειλε. Πήγε στην Αράχωβα (σ.σ.: το χωριό όπου είχε φτιαχτεί το στρατηγείο), τον βρήκε μέσα σ’ ένα σπίτι, το οποίο είχαν επιτάξει και το είχαν κάνει στρατηγείο. Κι είχε τζάκι σ’ ένα δωμάτιο και ο Άρης καθόταν στο τζάκι και απέναντί του ο καπετάν - Ερμής (Βασίλης Πριόβολος). Τον ειδοποίησαν ότι έχει έρθει κάποιο παιδί από το Αίγιο και τον ζητάει. Μπαίνει μέσα, τους βλέπει εκεί και τους δύο.

Ο Ερμής ήταν ένας άνθρωπος που νοιαζόταν πάρα πολύ για την εμφάνισή του. Ήταν περιποιημένος, καλοντυμένος, με κολόνιες, καθόταν από τη δεξιά πλευρά και από την αριστερή πλευρά του τζακιού καθόταν ο Άρης. Ο Άρης ήταν με το αμπέχονο, τη γενειάδα του και όπως τον γνωρίζουμε. Μπήκε μέσα και απευθύνθηκε στον Ερμή. ‘Αρχηγέ’, του δίνει το χέρι του, του λέει ο Ερμής ‘λάθος κάνεις’, ‘ο αρχηγός είναι από εκεί, δεν είμαι εγώ’.

Ενθυμούμενος το γεγονός, ο Χ. Ρούπας κατέγραφε χαρακτηριστικά:

«Τότε εγώ τα έχασα και κοκκίνισα. ‘Έλα εδώ, μωρέ’ και άπλωσε το χέρι του. Πήγα να του το φιλήσω και τότε εκείνος τράβηξε απότομα το χέρι του λέγοντάς μου: ‘Δεν είμαι παπάς, μπρε άλλη είναι η δουλειά μου’.

Ύστερα από τρεις μέρες, μου φόρεσαν τον μαύρο σκούφο, στον οποίο έμεινα πιστός με δεκαοκτάχρονη φυλακή. Και θα μείνω πιστός στη μνήμη του ώς τον θάνατό μου’.

Όπως θυμάται η Ασπασία Ρούπα από τις διηγήσεις:

«Τον κράτησε, μίλησε μαζί του, του λέει, ‘θα μείνεις εδώ απόψε’. Την άλλη μέρα του λέει ‘άκουσε να δεις, σε διάλεξα χωρίς να σε ξέρω και βλέπω ότι είσαι αυτός που θέλω. Από τώρα είσαι ο κρυπτογράφος μου και μαυροσκούφης’. Και παίρνει έναν μαύρο σκούφο και του τον φοράει. ‘Από σήμερα δίπλα μου’.

Έτσι έζησε όλον τον καιρό μαζί του. Τον αγάπησε πολύ, πέθαινε για τον Άρη. Αλλά και ο Άρης τον είχε αγαπήσει πάρα πολύ. Γιατί ήταν πολύ καταρτισμένος πνευματικά. Και μπόρεσε να ικανοποιεί τις επιθυμίες που είχε ο Άρης με τα γραπτά. Και τον είχε πάντα κοντά του. Μέχρι που έγινε η Βάρκιζα. Σκορπίσανε μετά. Ο Άρης έφυγε. Και τούτος γύρισε στο πανεπιστήμιο. Δεν παρέδωσε όμως τον οπλισμό του”.

Από την Άρη είχε να θυμάται...

«Τον τρόπο που φερόταν στα χωριά όπου έμπαινε, πώς έτρεχε ο κόσμος, πώς τον υποδεχόταν. Κι ακόμα, αν μπαίνανε σε χωριά που ήταν αρνητικά, ο Άρης με πέντε κουβέντες τους έφερνε όλους κοντά του. Είχε αυτό το χάρισμα...

Μπορεί να μην θέλανε να τους βάλουνε μέσα τους αντάρτες. Όταν αυτός έμπαινε όμως μέσα στην πόλη, στο χωριό, οπουδήποτε και μάζευε δέκα ανθρώπους και μίλαγε, σε λίγο γίνονταν 100 γύρω του. Μπορούσε να κατακτήσει όλο τον κόσμο με την ομιλία του. Συνήθιζε να μπαίνει στις εκκλησίες, να προσκυνάει, να φιλάει τα χέρια των παπάδων. Επειδή τότε λέγανε ότι, οι κομμουνιστές είναι κατά της θρησκείας, ο Άρης αυτό το ’πιασε και το ’στησε σωστά. Έμπαινε μέσα, αρχίναγε από την εκκλησία, τον παπά, θα προσκυνούσε, θα άναβε κερί, με τον παπά θα ’κανε παρέα, θα του φίλαγε το χέρι και σε λίγο ήταν φίλος με όλο το χωριό».

Μετά τον πόλεμο

«Επιστρέφοντας στο πανεπιστήμιο δεν έπαψε να είναι οργανωμένος. Μέχρι το 46 ήταν λεύτερος. Κρυπτόμενος και ταλαιπωρούμενος. Αντιμετώπισε πάρα πολλά. Μου είχε πει πολλές ιστορίες πώς τους κυνηγούσαν, πώς τους αρπάζανε, αλλά πάντοτε τον αγκαλιάζανε πολλοί άνθρωποι.

Μια φορά τον έσωσε μια γυναίκα, δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά της, ένα τρανταχτό όνομα γυναίκας που έκοβε κι έραβε με τους Γερμανούς. Και ήταν κλεισμένα τα παιδιά στη Θεμιστοκλέους. Δεν θυμάμαι τι είχαν. Λέσχη μάλλον. Τα ’χαν κλείσει τα παιδιά κι από ’δώ κι από ’κει. Και περνάει αυτή μ' ένα Γερμανό με μια μηχανή και τον φωνάζει μέσα στην πάλη που γινόταν εκεί, τον παίρνει και τον ανεβάζει. Αυτός πάγωσε, δεν ήξερε πού πάει, για εκτέλεση πάει, πού πάει. Αυτή την ήξερε, αλλά είχε τον Γερμανό εκεί πέρα. Σου λέει ‘με πήρε, με έβαλε στον Γερμανό, ξοφλήσαμε’. Τελικά τον έβγαλε έξω από το μπλόκο, τον κατέβασε και του λέει ‘φύγε να κρυφτείς’.

Κάτι τέτοια είχε αντιμετωπίσει πολλά. Τον βοηθούσαν άνθρωποι να τον γλιτώσουν. Και κάπου η οργάνωση τον έστειλε στο Αίγιο για κάποια δουλειά. Πήγε στο Αίγιο, ήταν η μητέρα του εκεί. Δεν κοιμήθηκε στο σπίτι, κοιμήθηκε αλλού, αλλά τον προδώσανε. Και γράφει στα γραπτά του ‘ξέρω ποιος με πρόδωσε’. Από τότε γνώρισε όλες τις φυλακές της Ελλάδας. Περάσανε από στρατοδικείο στην Κόρινθο και στην Πάτρα. Καταδικάστηκε δυο φορές σε θάνατο. Και έζησε 18 ολόκληρα χρόνια αντιμετωπίζοντας κάθε μέρα τον θάνατο».

Η δική τους γνωριμία

«Μες στη χούντα γνωριστήκαμε. Το 1969. Έδινε ‘παρών’ κάθε μέρα στην ασφάλεια. Κρατούσε μια γκαρσονιέρα στο Κολωνάκι. Και κάποια στιγμή λέμε να ’ρθει στο σπίτι. Η μητέρα μου προπάντων. ‘Δεν είναι ανάγκη να ταλαιπωρείσαι, παιδί μου, να ’ρθεις στο σπίτι, παρά να πληρώνεις ενοίκια’. Ε, δύσκολα το δέχτηκε κι αυτός. Γιατί δεν ξέραμε τι θα βγει από αυτή τη ζωή που κάναμε στη χούντα.

Ήρθε στο σπίτι, δύο μέρες θα είχε. Παίρνει τηλέφωνο η αστυνομία το βράδυ κατά τις 9 η ώρα. ‘Το σήκωσα εγώ. Λέει ‘Τον κύριο Ρούπα θα ήθελα’. Μαρμάρωσα γιατί αμέσως κατάλαβα ότι ήταν αστυνομία χωρίς να μου πουν τίποτα.

Όπως ήταν φυσικό, δεν κοιμηθήκαμε όλη τη νύχτα. ‘Έχε γεια, φεύγω αύριο, ποιος ξέρει πού και πώς. Μην περιμένεις να με ξαναδείς». Είπε πολλά. Πέρασε μια μαύρη νύχτα. Την άλλη μέρα το πρωί λέω ‘θα έρθω μαζί σου’. ‘Όχι, δεν θα ’ρθεις μαζί μου και μπορεί να μην με ξαναδείς, να μην σε ξαναδώ. Από εκεί δεν ξέρω αν θα μ’ αφήσουν πάλι να έχουμε επαφή’. Δεν με δέχτηκε να πάω.

Δεν του μιλήσαν άσχημα. Τον ρώτησαν πού είναι, τι είναι, να μάθουν ήθελαν περισσότερο. ‘Αλλά θα έρχεσαι όπως ερχόσουν να δίνεις το παρών’. ‘Δεν είπα εγώ ποτέ ότι δεν θα ’ρθω’. Έτσι δεν τον ξαναενόχλησαν και τράβηξε το κορδόνι μέχρι που τελείωσε η χούντα”.

Πού οφείλεται ακόμη το μεγάλο ενδιαφέρον του κόσμου;

«Στον χαρακτήρα του. Ήταν ένας άνθρωπος που αγκάλιαζε όλο τον κόσμο. Σεβόταν τα πιστεύω του καθενός, όπως ήθελε να σέβονται και τα δικά του. Δεν ερχόταν σε κόντρες με κανέναν. Εδώ σε μας έλεγε πάντα ότι ‘πρέπει να σέβεστε την ιδεολογία του άλλου, όποιος κι αν είναι. Και ν' απαιτείτε να σέβεται κι αυτός τη δική σας. Δεν θα τον πάτε κόντρα. Αυτά πιστεύει, αυτά θα προσκυνήσει’.

Στο πολιτικό μνημόσυνο που κάναμε μου έκανε εντύπωση ότι ήρθαν αρκετοί δεξιοί. Στο Αίγιο που επαναλήφθηκε το μνημόσυνο στις 9 του Φλεβάρη, την άλλη μέρα ήταν η γιορτή του, πάλι είχαν έρθει δεξιοί. Και ο δήμαρχος, ο οποίος δεν είναι αριστερός. Είχε εκτίμηση απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα ή ό,τι τολμήσαμε να κάνουμε είχε πάρα πολύ κόσμο».

* Ο Χαράλαμπος Ρούπας πέθανε τον Μάιο του 2018 σε ηλικία 95 ετών. Πάνω στον τάφο του χαράχτηκε ότι ήταν κρυπτογράφος του Άρη Βελουχιώτη, όπως είχε αφήσει εντολή στη διαθήκη του

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL