Live τώρα    
16°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αυξημένες νεφώσεις
16 °C
14.1°C17.0°C
4 BF 87%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
11.0°C14.9°C
2 BF 79%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
12 °C
11.0°C13.2°C
3 BF 86%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
18 °C
17.2°C18.8°C
4 BF 74%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
11 °C
11.2°C11.9°C
3 BF 93%
Charles Mingus: Ο μεγαλοφυής «θυμωμένος» της τζαζ
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Charles Mingus: Ο μεγαλοφυής «θυμωμένος» της τζαζ

Του Ιλάν

Σπουδαίος ανανεωτής της μουσικής, με βαθιά επίγνωση της μαύρης καλλιτεχνικής δημιουργίας, ο Charles Mingus διαμόρφωσε ένα εντελώς προσωπικό συνθετικό ύφος με επιρροές από τον Duke Ellington, τα Blues μέχρι τα εκκλησιαστικά gospel songs.

Το έργο του, εκρηκτικό, σαρκαστικό, στοχαστικό, είναι βαθιά επηρεασμένο από τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα των έγχρωμων μειονοτήτων, που ο ίδιος έζησε ενεργά.

Γεννήθηκε στην Αριζόνα, κοντά στα σύνορα με το Μεξικό, λίγο πριν η οικογένειά του μετακομίσει στο μαύρο Watts του LA. Ο μικρός Charlie από νωρίς έδειξε την αγάπη του για τη μουσική παίζοντας τρομπόνι και βιολοντσέλο, πριν καταλήξει στο κοντραμπάσο. Μέσα του συνυπήρχαν διαφορετικές προσωπικότητες, καθώς το γενεαλογικό του δέντρο ήταν μπλεγμένο: η μάνα του ήταν κόρη ενός  Άγγλου και μιας Κινέζας κι ο πατέρας του γιος ενός μαύρου αγρότη και μιας Σουηδέζας.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν άχαρα, μοναχικά. Το χρώμα του δέρματός του τον βασάνιζε, ενώ μεγάλωνε στη ρατσιστική προπολεμική Αμερική. Οι καυγάδες του με τους λευκούς ήταν συχνοί, καθώς ήταν ένα μεγαλόσωμο και ευέξαπτο αγόρι που ερωτευόταν και παθιαζόταν εύκολα.  Ήταν συχνά φουρκισμένος, διαβόητες οι εκρήξεις της οργής του.

Όταν το 1965 έπαιξε με την μπάντα του στον «ναό της τζαζ», το περίφημο Village Vanguard της Νέας Υόρκης, άφησε πίσω του... συντρίμμια! Τα ίχνη της εκρηκτικής του ιδιοσυγκρασίας. Σε ένα ξέσπασμα θυμού έσπασε ένα φωτιστικό που μέχρι σήμερα είναι γνωστό σαν «το φωτιστικό του Mingus» και ξεπάτωσε την πόρτα του κλαμπ με ένα πυροσβεστικό τσεκούρι.

Με τον Louis Armstrong

Οι πρώτες μουσικές εμπειρίες του σχετίζονται με την εκκλησία, ενώ καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του θα αποβεί η παρουσία του σε μια συναυλία της ορχήστρας του «Δούκα» της τζαζ Duke Ellington. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ο Charles Mingus γνωρίζεται με τον Louis Armstrong. Παίζει με την ορχήστρα του, αλλά το 1943, καθώς έχει ήδη αρχίσει να εκφράζει τις ριζοσπαστικές απόψεις του για τον ρατσισμό, ο Armstrong αποφασίζει να τον αποκλείσει από μια περιοδεία του στον ρατσιστικό αμερικανικό Νότο για ν’ αποφύγει περισσότερους μπελάδες.

Στη συνέχεια ο Mingus παίζει σε πολλές και διάφορες ορχήστρες σαν εκείνη του Lionel Hampton, ενώ υπήρξε σημαντική η παρουσία του στο τρίο του βιμπραφωνίστα Red Norvo μαζί με τον κιθαρίστα Tal Farlow και οι ηχογραφήσεις τους για την Discovery και τη Savoy. Στα τριάντα του χρόνια, οπότε παίζει με τον Duke Ellington και τον Charlie Parker, μοιάζει να μην έχει ακόμα βρει το δρόμο του.

Το 1952 ο Mingus μαζί με τον ντράμερ Max Roach ιδρύουν την Debut Records. Η εταιρεία, πριν καταρρεύσει οικονομικά το 1957, κυκλοφορεί πολλούς σημαντικούς δίσκους με κορυφαίο το «Jazz at Massey Hall». Την ηχογράφηση της περίφημης συναυλίας που είχαν δώσει στο Τορόντο τον Μάιο του 1953 πέντε «γίγαντες». Οι Dizzy Gillespie, Charlie Parker, Bud Powell, Max Roach και μαζί τους ο Charles Mingus.

Από το 1953 έχει ήδη συλλάβει την ιδέα για το «Jazz Workshop».  Ένα μουσικό εργαστήρι στο οποίο συνεργάστηκαν σπουδαίοι σολίστες της εποχής σαν τους Jackie MacLean, Booker Ervin, George Adams, Jimmy Knepper, Horace Parlan, John Handy, Ted Curson και Dannie Richmond.  Ένα τζαζ «πανεπιστήμιο» που θα αναδείξει όχι μόνο τον Charles Mingus, αλλά και πολλούς από τους άλλους συνεργάτες που κάθισαν στα «θρανία» και στην «έδρα» του ταυτόχρονα.

Ανήσυχος και αντισυμβατικός, περνάει περιόδους δημιουργικής έξαρσης αλλά και ξηρασίας, αναζητά το νόημα της ζωής στις συζητήσεις του με τον Fats Navarro, λατρεύει πάντα τον Charlie Parker, ασχολείται με τον εσωτερικισμό και καταλήγει στο τρελοκομείο «για να ξεκουραστεί λίγο».

Αυθόρμητος συνθέτης

Ο Mingus άρχισε να συνθέτει σε πολύ νεαρή ηλικία, επηρεασμένος από τον Duke Ellington, τον Maurice Ravel και τον Strauss, επιδιώκοντας να είναι πάντα ένας αυθόρμητος συνθέτης. Θαύμαζε τον Bird και χώριζε την τζαζ σε δύο περιόδους: τη μία πριν και την άλλη μετά τον Parker.

Οι συνθέσεις του δεν ακολουθούσαν πιστά τις κυρίαρχες τάσεις της τζαζ της εποχής του. Σε αυτές δηλώνει έναν έντονο αντιρατσισμό, που γελοιοποιεί τα ρατσιστικά στερεότυπα. Σε μία σύνθεση του, το «Fables of Faubus», εκφράζει μια ενορχηστρωμένη διαμαρτυρία κατά του αισχρού ρατσιστή κυβερνήτη της πολιτείας του Αρκάνσο, του Faubus.

Αν και έπαιζε μπάσο, το πραγματικό του όργανο ήταν η μπάντα του. Οι συνθέσεις του είχαν ξεχωριστή ζωτικότητα, διότι συνήθως τις υπαγόρευε απευθείας στους μουσικούς του προφορικά, χωρίς αυτοί να διαβάζουν νότες. Οι μελωδίες του είχαν έναν κρυφό λυρισμό, εισάγοντας στην τζαζ τον συλλογικό αυτοσχεδιασμό, στον οποίο συμμετέχουν όλοι οι μουσικοί μιας μπάντας. Αρνήθηκε όμως τις εξελίξεις της εποχής και αντιμετώπισε με καχυποψία την περίοδο του ελεύθερου τζαζ αυτοσχεδιασμού, της free jazz δηλαδή, επειδή πίστευε πως η ελευθερία της τζαζ βγαίνει από την ίδια τη δομή της μουσικής.

Ηχογραφώντας πια για την Atlantic άλμπουμ σαν τα “Pithecanthropus Erectus” (1956), “The Clown” (1957), “Blues & Roots” (1960), “Mingus at Antibes” και “Oh Yeah” του 1962, ο Mingus γίνεται ένας θρύλος για τους φίλους της τζαζ. Τα “Pithecanthropus Erectus”, “Haitian fight song”, “Wednesday night prayer meeting” και “Ecclusiastics” ήταν κάποια μόνο από τα κομμάτια που ξεχώρισαν.

Ακολούθησε το “Mingus Ah Um” με τα “Better git it in your soul”, “Goodbye Pork Pie Hat” γραμμένο λίγο μετά το θάνατο του “Prez”, του σαξοφωνίστα Lester Young και αφιερωμένο σ’ εκείνον, και το “Fables of Faubus” για την Columbia του 1959.

Ο Mingus μένει μόλις ένα χρόνο στην «Impulse!» αλλά μέσα σ’ αυτόν προλαβαίνει να κυκλοφορήσει τρία θαυμάσια άλμπουμ. Tο “The Black Saint and the Sinner Lady”, το “Mingus, Mingus, Mingus, Mingus” και το “Mingus Plays Piano”, ενώ χρησιμοποιεί το κοντραμπάσο με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, κάνοντας το όργανο να μιλάει, βγάζοντας έναν τελείως διαφορετικό τόνο σε σχέση με άλλους σημαντικούς μπασίστες.

Το 1964 ο Mingus ηχογραφεί στη Νέα Υόρκη το “Town Hall Concert” έχοντας δίπλα του τους καλύτερους της εποχής. Τον Eric Dolphy στο άλτο, το μπάσο - κλαρίνο και το φλάουτο, τον Johnny Coles στην τρομπέτα, τον Clifford Jordan στο τενόρο σαξόφωνο, τον Jaki Byard στο πιάνο και τον Dannie Richmond, στα τύμπανα.

Οι αντιξοότητες

Από το 1966 και έως το 1971 είχε ελάχιστη δραστηριότητα. Είχε από παλιά προβλήματα με τις εταιρείες, ένιωθε κουρασμένος -κι ας ήταν λίγο πάνω από τα 40- και απογοητευμένος. Πενηντάρης το 1972 και απόλυτα σίγουρος πια για τον ήχο της ορχήστρας του, θα ηχογραφήσει για την Columbia το “Charles Mingus and Friends in Concert” και το άλμπουμ “Mingus Moves” για την Atlantic.

Η ανάγκη του για σεξ είναι ακόρεστη. Πηγαίνει με είκοσι γυναίκες σε μία ημέρα, τίποτα δεν του είναι αρκετό. Εκφράζει την επιθυμία του να γίνει ένας... νταβατζής, σαν κάποιους φίλους του, αλλά δεν έχει τη σωστή ιδιοσυγκρασία. Μετακομίζει όμως στη Νέα Υόρκη, όπου τον συντηρούν δύο ερωμένες του, που γίνονται πόρνες για χάρη του. Εξαντλημένος από τις αντιξοότητες, οικογενειακές, υλικές και κοινωνικές, αποσύρθηκε από τη μουσική, για να επιστρέψει το 1971 με την αυτοβιογραφία του.

Τίτλοι τέλους

Το 1978 ο Charles Mingus αρρωσταίνει σοβαρά. Είχε ήδη διαγνωστεί με μυοατροφική πλευρική σκλήρυνση, τη νόσο από την οποία έπασχε και ο Stephen Hawking. Μια σοβαρή νευρολογική πάθηση που προκαλεί μυϊκή αδυναμία, αναπηρία και, τελικά, τον θάνατο. Στα 56 του, καρφωμένος σε μία αναπηρική πολυθρόνα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να δίνει κάποιες συμβουλές στη φίλη του Joni Mitchell για το επερχόμενο άλμπουμ τους, που δεν πρόλαβε να το ακούσει τελειωμένο. Το άλμπουμ “Mingus” της Joni Mitchell θα κυκλοφορούσε το καλοκαίρι του 1979, αμέσως μετά τον θάνατό του.

Κραυγές, ουρλιαχτά, δυνατοί ρυθμοί, συνθέσεις που ανακαλούν πρωτόγονες τελετουργίες, έντονο swing, flamenco επιρροές και τα blues χαρακτηρίζουν τη μουσική δημιουργία του γιγαντόσωμου, κλασικά σπουδασμένου συνθέτη, δεξιοτέχνη μπασίστα και ακτιβιστή Charles Mingus, που γεννήθηκε στις 22 Απριλίου του 1922 κι έφυγε από τα εγκόσμια στις 5 Ιανουαρίου 1979 στην Cuernavaca του Μεξικού.

Οι στάχτες του σκορπίστηκαν στον ποταμό Γάγγη της Ινδίας. Μετά τον θάνατό του η γυναίκα του Sue Mingus ανακάλυψε στα συρτάρια του συνθέσεις οι οποίες παίζονται μέχρι και σήμερα σε συναυλίες από την Mingus Big Band και τους Mingus Dynasty.

«Beneath the Underdog»

Η αυτοβιογραφία του Μίνγκους

«Στους ανθρώπους του είδους του ανήκουν τα πάντα σ' αυτή τη χώρα. Ακόμα και το επάγγελμα του Μίνγκους, πράγμα που σημαίνει ότι μεταβάλλουν τους μουσικούς σε πόρνες. Και τώρα, Μίνγκους, θα σου πω πώς θα γλιτώσεις απ' αυτούς τους ρουφιάνους κι απ’ ό,τι λένε οι κριτικοί για την τζαζ, την πραγματική τζαζ. Πιστεύω ακράδαντα πως ένας γνήσιος μουσικός της τζαζ πρέπει να γίνει ρουφιάνος για να μπορέσει να σώσει την ψυχή του» γράφει -και προκαλεί- στην αυτοβιογραφία του.

Ο Jelly Roll Morton εκμεταλλευόταν επτά κορίτσια κι έτσι μπόρεσε να αφοσιωθεί στη μουσική, ν' αγοράσει χρόνο και διαμάντια για τα δόντια του και πολύ πιθανό και για την κωλοτρυπίδα του. Έλεγε λοιπόν: "Λευκέ, εσύ πολεμάς και σκοτώνεις για το χρήμα, εγώ το αποχτώ με το γαμήσι. Ποιος από τους δυο μας είναι καλύτερος;» έγραφε στο «Χειρότερα κι από σκυλιά» (για τις εκδόσεις Εξάντας), τη μάλλον αδόκιμη απόδοση του πρωτότυπου τίτλου "Beneath The Underdog".

Το «Χειρότερα κι από σκυλιά» είναι μια παραληρηματική, μια μυθιστορηματική προσπάθεια καταγραφής της μουσικής του πορείας. Μιας ζωής που μοιάζει τόσο με μυθιστόρημα, ώστε ο μόνος τρόπος να την καταγράψει είναι ένα μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα με πολλά ελαττώματα και ένα σημαντικό προτέρημα: δεν γράφτηκε από κάποια υποχρέωση, αλλά από την ανάγκη του Mingus να κατανοήσει τη ζωή του.

Όσο υπερβολικό κι αν είναι, περιέχει μια συναρπαστική αλήθεια. Την αλήθεια του κόσμου μιας μεγαλοφυΐας που πέρασε από άπειρες φουρτούνες. Κι έτσι διαβάζεται. Σαν ένα καλό μυθιστόρημα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL