Καθώς ο χρόνος κυλά, ο αντίκτυπος της επικαιρικής δημοσιότητας μη καλλιτεχνικών πτυχών της ιδιωτικής και δημόσιας διαδρομής της Μαρίας Κάλλας υποχωρεί. Οι τάξεις των εγχώριων και ανά τον κόσμο συνοδοιπόρων, αυτοπτών και αυτήκοων της ζωής και της τέχνης της, έχουν αραιώσει δραματικά. Μαζί τους ο θάνατος αποδεκατίζει και το ψυχικό φορτίο πολλών συγχρόνων της που είχαμε προσωπικά διαπιστώσει επ’ ευκαιρία συμπλήρωσης της πρώτης 20ετίας επίγειας απουσίας της. Ήταν μια άρνηση αυτή παρόμοια με αυτή που φέρεται ότι είχε να αντιμετωπίσει ο Θεάνθρωπος από τους συγχωριανούς του. Η απροθυμία δηλαδή ορισμένων που πέρασαν πλάι της να αποδεχτούν ότι ένας καθημερινός εν πολλοίς θνητός μπορεί να κερδίσει τη δική της «μεσσιανική» παρουσία στο κεφάλαιο του νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού που ονομάζεται όπερα. Η Ιστορία όμως σταδιακά εστιάζει στην Κάλλας ως παραδειγματική του χώρου της, με ολοένα και πιο ανόθευτα αξιολογικά κριτήρια της τέχνης του μελοδράματος, χωρίς ή με ελάχιστη επιρροή από οικογενειακά, ερωτικά, διατροφικά ή άλλα συμπληρώματα της καλλιτεχνικής της οντότητας.
Από αντίστοιχη οπτική γωνία είχαμε κι εμείς αντιμετωπίσει το φαινόμενο Κάλλας σε επετειακή ομιλία στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός (27/11/2015) επ’ ευκαιρία της 150ής επετείου του θεσμού. Και υπό την ίδια έννοια πρωτίστως εξαίρουμε την πρώτη εκδήλωση ενός κύκλου Κάλλας που εγκαινίασε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος». Γιατί θεωρούμε ότι η φιλοδοξία της εκδήλωσης της 22ης Φεβρουαρίου απέκλινε ανακουφιστικά από την κυρίαρχη στη χώρα μας επιφανειακή θεώρηση για την εξέχουσα καλλιτέχνιδα. Αυτοτελής λόγος για τον οποίο την αποτιμήσαμε ως ευπρόσδεκτα τολμηρή και ωφέλιμη.
Ψυχή της εκδήλωσης αυτής αναδείχθηκε ο Άρης Χριστοφέλλης, ο διαμορφωτής και συντηρητής πολλών από τους σύγχρονους Έλληνες λυρικούς τραγουδιστές. Παλαίμαχος κόντρα τενόρος ο ίδιος, επιμελήθηκε τόσο του έντυπου όσο και του καλλιτεχνικού προγράμματος με την τελειοθηρία που εδώ και χρόνια του αναγνωρίζεται αρμοδίως. Και αν ο Φ.Σ. Παρνασσός είχε, τη δεκαετία του ’30, το ιστορικό προνόμιο να ακούσει για πρώτη φορά, ως μαθήτρια, τη φωνή της νεαρής Μαριάννας Καλογεροπούλου, η βραδιά του ΟΜΜΑ συγκέντρωσε και παρουσίασε, με αξιοσημείωτη τεκμηρίωση και προσήλωση, έναν κυριολεκτικό fundus από introuvables της μετέπειτα Ντίβας. Σελίδες που Εκείνη ερμήνευσε ή απλά προετοίμασε κατά την αθηναϊκή της παραμονή, ουδέποτε όμως επανήλθε σε αυτές μετέπειτα (με εξαίρεση την πρώτη άρια της Αγάθης από τον «Ελεύθερο σκοπευτή» του Βέμπερ, που παρ’ ολίγον θα ήταν δυνατόν να διαθέτουμε στο πλαίσιο εν μέρει σωζόμενου Concerto Martini e Rossi της RAI της 12ης Μαρτίου 1951). Υπαινικτική του μεγάλου εύρους των ενδιαφερόντων της νεαρότατης Κάλλας, ως εκκολαπτόμενου φωνητικού θαύματος, αποτέλεσε η εν έτει 2017 συστράτευση τεσσάρων μονωδών, με την ευεργετική συνέργεια του Θανάση Αποστολόπουλου από το πιάνο.
Πιο αναλυτικά, απολαύσαμε την ασφάλεια και την επίπλαστη ανεμελιά δεξιοτεχνικών άθλων της coloratrice Νίνας Κουφοχρήστου σε ένα ανάπτυγμα εκτεινόμενο από τον κόσμο της aria antica («Care selve» από την «Αταλάντη» του Χαίντελ), μέσω αειθαλών σαν «Το Φιλί» του Αρντίτι, «Τα κορίτσια του Κάδιξ» του Ντελίμπ, τη «Mattinata» του Λεονκαβάλλο και την «Παλόμα» του Υραντιέρ, έως τις αφιερωμένες στην Αλεξάνδρα Τριάντη «Δύο Νύχτες» του Ιωάννη Ψαρούδα, παρεμπιπτόντως ιδρυτικού μέλους και απώτερου προκατόχου μας στην προεδρία της Ενώσεως Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών. Την ελαφρά λυρική τεσσιτούρα υπερασπίσθηκε η επίσης ανερχόμενη Φανή Αντωνέλλου, που, έπειτα από ένα αγωνιώδες, καθότι ακάλυπτο «Et incarnates est» του Μότσαρτ, έλαμψε ηρεμότερη σε ελληνικές μελωδίες των Δημητρίου Ροδίου και Νικολάου Λάβδα.
Ακόμη δύο ερμηνεύτριες μοιράσθηκαν λυρικές και νεανικοδραματικές αναζητήσεις της αρχάριας Κάλλας: Η Άρτεμις Μπόγρη χάρισε μια πρότυπου ύφους και φραστικής άρια του καθρέπτη από τη «Θαΐδα» του Μασσνέ, τον ακανθώδη «Χορό» του Ιλντεμπράντο Πιτσέττι και την ωραιότατη καβατίνα από την ξεχασμένη ακόμη «Βασίλισσα του Σαβά» του Γκουνώ. Τέλος, η Μαρία Κωστράκη μετενσάρκωσε αγέρωχα υποσχέσεις δραματικής σοπράνο της debutante Καλογεροπούλου. Διαπιστώσαμε εξοικείωση -μέσω Πέζαρο και Αλμπέρτο Τζέντα προφανώς- με τα μυστικά του κατά Ροσσίνι «Οθέλλου», τονική πληρότητα ως -ιταλόφωνη, όπως και η Κάλλας- Αγάθη, όσο και προϋποθέσεις δραματικής εξαγγελίας στη «μουσική τραγωδία» (sic) «Δεν θα ξεχάσω» που ο Ψαρούδας είχε αφιερώσει στον αδικοχαμένο Αττίκ! Μια βραδιά που ευφυώς αποτάχθηκε κάθε μιμητισμό και συνέβαλε ουσιαστικά ώστε να εισδύσουμε στις καλλιτεχνικές ανησυχίες μιας άσημης ακόμη Μαρίας σε μια Αθήνα άλλη από τη δική μας, του Μεσοπολέμου και της Κατοχής...