Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
18.7°C22.9°C
4 BF 48%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
16.0°C21.2°C
2 BF 45%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
17.0°C19.8°C
1 BF 70%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
19.3°C21.4°C
3 BF 60%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
20 °C
17.9°C19.9°C
5 BF 37%
Δεν είναι λίγο
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Δεν είναι λίγο

Το «Πέτρες στην τσέπη», της σύγχρονης Ιρλανδής Μαρί Τζόουνς, είναι ένα έργο μεικτό, κωμωδία και δράμα μαζί: δυο νεαροί άνεργοι Ιρλανδοί, ο Τζέικ και ο Τσάρλι προσλαμβάνονται ως κομπάρσοι στα γυρίσματα μιας χολιγουντιανής υπερπαραγωγής, με φυσικό «ντεκόρ» το γραφικό αλλά πάμπτωχο χωριό τους. Ο Τζέικ, ακολουθώντας τη χολιγουντιανή «συνταγή», έχει γράψει ένα σενάριο που επιχειρεί ματαίως να πλασάρει στον κατάλληλο άνθρωπο του συνεργείου για να το προωθήσει.

Γρήγορα αντιλαμβάνονται ότι δεν αποτελούν παρά «κόκκους» στα γρανάζια της κολοσσιαίας χολιγουντιανής βιομηχανίας του θεάματος, που θα τους «μασήσει» και θα τους «φτύσει» όταν πια δεν θα τους χρειάζεται άλλο. Την κυνική αυτή αλήθεια δεν αντέχει ο εξαρτημένος από ουσίες φίλος τους Σον, που πέφτει στο νερό με πέτρες στην τσέπη του και πνίγεται.

Ο Τζέικ και ο Τσάρλι, τότε, γράφουν μαζί το «σενάριο» μιας άλλης ταινίας, που θα τη γυρίσουν οι ίδιοι, όπου οι ταπεινοί κομπάρσοι θα είναι πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνιστές, κομπάρσοι. Στην οποία θα ενσαρκώνουν οι ίδιοι όλους τους ρόλους. Παίρνουν, έτσι, τη ζωή στα χέρια τους, κόντρα στη βιομηχανία των ψευδαισθήσεων που καλλιεργεί το Χόλιγουντ, κόντρα ακόμη και στις πιθανότητες που τους προσφέρει μια φτωχή σε φαντασία πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς παρακολουθούμε να συμβαίνει στο έργο της Μαρί Τζόουνς: οι σκιές του υποτυπώδους βίου των ηρώων της αποκτούν υπόσταση υλική και προάγονται σε μορφές, μέσω της θεατρικής τους αναπαράστασης.

Δύσκολο, σύνθετο έργο, χρειάζεται λεπτομερής σκηνοθετικός οδικός χάρτης για να μη χαθεί σε αυτό ο μοναχικός οδοιπόρος. Το έργο της Τζόουνς είναι, πράγματι, μια κωμωδία στην οποία γελάς βλέποντας το πρόσωπό σου σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Ταυτόχρονα είναι ένα δραστικό, ενεργό, πολιτικό δράμα που κρύβει με επιμέλεια το φαρμακερό κεντρί του ώς να χτυπήσει.

Η παράσταση στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» σκηνοθετείται και παίζεται εξ ολοκλήρου από τους Γιώργο Χρυσοστόμου, Μάκη Παπαδημητρίου. (Μετάφραση Αγγελικής Κοκκώνη, σκηνικά Μαγδαληνής Αυγερινού, κοστούμια Ιωάννας Τσάμη, βίντεο Όλγας Μπρούμα, φωτισμοί Σάκη Μπιρμπίλη, μουσική επιμέλεια Φωτεινής Γαλάνη). Η σκηνοθεσία τους διέκρινε τη φύση του έργου, δίνοντας έξυπνα, «μπρεχτικά», το κωμικό στοιχείο δραματικά, και αντιστρόφως, ώστε να προκύψουν εξ αντιδιαστολής, ως ποιότητα, τα αναλογούντα αισθήματα. Συνέβαλε στο καλό αποτέλεσμα και η χημεία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Υποκριτικός άθλος ήταν, όχι μόνο τεχνικά, η αναλυτική ερμηνεία (πραγματική πινακοθήκη χαρακτήρων), από τους δύο ηθοποιούς, όλων των ρόλων. Έμεινα, ωστόσο, με την εντύπωση ότι στον λεπτομερώς καταρτισμένο σκηνοθετικό «χάρτη» του έργου έπρεπε να είχε προβλεφθεί ένας διαφορετικός τονισμός -χρωματισμός των παράλληλων δρόμων- χρόνων του (δράση, αφήγηση), για να μη χάνεται στο πυκνό τους δάσος ο μοναχικός περιπατητής. Κατά τα άλλα η κρίση μου παραμένει θετική.

Αυτό που στην αρχή θεωρήθηκε ως «παράλογο» στοιχείο στο θέατρο του Πίντερ, το έχω ξαναγράψει, δεν ήταν ακριβώς παράλογο, αλλά η άκρως λογική κατάληξη ενός πολιτισμού που αποπειράθηκε να μεταφράσει την πραγματικότητα σε απόλυτα «λογικές» κατηγορίες, με μοιραίο αποτέλεσμα, μέσα από τις αδιόρατες ρωγμές του άψογα συντεταγμένου λόγου της να πηδούν απροειδοποίητα οι ασύντακτες ορδές της αγριότητας. Από πού, λοιπόν, πάνε στο «παράλογο»; Ο Πίντερ, σήμερα, μας δείχνει τον πιο σύντομο δρόμο. Το θέατρό του ήταν από την αρχή βαθιά και «μουσικά», με την πλατωνική έννοια του όρου, πολιτικό. Δεν «ξύπνησε» ξαφνικά.

Στο Θέατρο Βασιλάκου δόθηκε, σε μετάφραση Μάνου Κουβίδη, μια σύνθεση και σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη από μονόπρακτα του Πίντερ, με τον κοινό τίτλο: «Φωνές». (Κίνηση Ζωής Χατζηαντωνίου, σκηνικά Γιάννη Αρβανίτη, κοστούμια Βασιλικής Σύρμα, φωτισμοί Κατερίνας Μαραγκουδάκη, μουσική Αλέξανδρου Γκόνη).

Η σκηνοθεσία διακρίνει το πολιτικό στοιχείο και το δίνει καθαρά σε πρώτο επίπεδο, άμεσα, καθαρά, όχι κρυπτικά. Σε εναλλασσόμενο ύφος ρεαλιστικό και υπερβατικό, λιτό αλλά όχι φτωχό, με καταλυτικούς ρυθμούς, με οδηγό το πρώτο συγκλονιστικό μονόπρακτο, «Κάπου σαν την Αλάσκα», ενορχηστρώνει ως ένα σύνολο δωματίου τους έξοχους ηθοποιούς της: Δημήτρης Καταλειφός, Όλια Λαζαρίδου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Νίκος Πουρσανίδης, και ο σκηνοθέτης). Όλοι μαζί, πηγαίνουν τα πιντερικά, «μουσικά» εν Ελλάδι πράγματα, ένα βήμα πιο πέρα. Δεν είναι λίγο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL