Live τώρα    
24°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.2°C26.3°C
2 BF 36%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.3°C26.0°C
3 BF 36%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
19.4°C24.8°C
2 BF 52%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.8°C21.6°C
2 BF 63%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
22.9°C24.0°C
2 BF 38%
Μια ασθένεια του πολιτισμού
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Μια ασθένεια του πολιτισμού

Του Λέανδρου Πολενάκη

Αυτό που ενώνει γερμανόφωνους συγγραφείς τόσο ανόμοιους μεταξύ τους, όπως ο Βέντεκιντ, ο Σνίτσλερ, ο Μπρούκνερ, ο Χάρβατ, δεν είναι ο συμβατικά λεγόμενος εξπρεσιονισμός της μορφής, που υπήρξε μάλλον σύμπτωμα μιας “ασθένειας του πολιτισμού.” Πρόκειται πιο πολύ για το κοινό ιδεολογικό τους υπόβαθρο. Οι πιο πάνω συγγραφείς ζουν και δημιουργούν σε μια μεταβατική εποχή, ανάμεσα στο τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ού. Βιώνουν το πνευματικό κλίμα που ο Νίτσε ονόμαζε, “λυκόφως των Θεών” και αργότερα το είπαν κομψότερα “τέλος της ευρωπαϊκής μεταφυσικής”.

Το κίνημα του εξπρεσιονισμού εμφανίζεται αυτήν την ιστορική στιγμή για να πληρώσει το ρήγμα που ανοίχτηκε ανάμεσα στη συνείδηση του ανθρώπου και στον κόσμο. Όταν η συνείδηση, παύοντας να είναι πράγμα του κόσμου, που ενώνει τον άνθρωπο με τον κόσμο, αναδιπλώθηκε στον υποκειμενικό της εαυτό γινόμενη φράγμα που χωρίζει. Ο εξπρεσιονισμός στην τέχνη είναι ό,τι ο υπαρξισμός στη φιλοσοφία: μια κραυγή ενάντια στη μοναξιά του ανθρώπου σε ένα σύμπαν ακατοίκητο από θεούς ή δαίμονες, κι ένας μορφασμός της ύπαρξης που δεν θέλει να παρηγορηθεί για τη θνητότητά της. Τα έργα του Βέντεκιντ, ιδίως η “Λούλου”, θυμίζουν γοτθικές οξύκορφες κατασκευές με ριπές εικόνων που επανέρχονται καταιγιστικά σωρεύοντας ένταση επάνω σε ένταση, φορτίζοντας τον θεατή με ακραίες, κρημνώδεις μεταπτώσεις συναισθημάτων, ώς τα όρια της αντοχής του.

Φόβος και φρίκη λειτουργούν μέσα από μια “ομοιοπαθητική” του θεάματος για να μας “καθάρουν” από τα ελεεινά και φοβερά πάθη, προβαλλόμενα “έξω.” Λείπει η τραγική διάσταση του ελέου, ενώ στο βάθος κρύβεται μια ανεστραμμένη ρομαντική ματιά που αντιμιμείται πρόσωπα και καταστάσεις παραμορφώνοντάς τις ώς το γκροτέσκο, για να χαρτογραφήσει επίπεδα τη σφαιρική τους επιφάνεια, δίχως τον κοχλάζοντα πυρήνα, την κόλαση της ύλης πριν γίνει παγωμένη μορφή. Εισάγοντας, έτσι, εκ νέου την εξοβελισμένη μεταφυσική, μέσα από την ιδέα της “αμαρτωλής” γέννησης του ανθρώπου, που αποτελεί την εγκόσμια καταδίκη του.

Επειδή, για να υπάρξει ο θάνατος ως γεγονός εν χρόνω, και για να μπει στον κόσμο η ασυμμετρία του, προϋποτίθεται η πρώτη γέννηση, που με τη σειρά της προϋποθέτει τον πρώτο έρωτα. Γινόμαστε, έτσι, κούκλες μηχανικές μπροστά στον δαίμονα της σάρκας από τη στιγμή και μόνο που γεννιόμαστε, άνωθεν προορισμένοι για την πτώση. Ένα “αυγουστινικό” μάλλον κήρυγμα, μεταμφιεσμένο σε απελευθερωτικό.

Για όλα φταίει η γυναίκα, ενσάρκωση της “Μεγάλης Πόρνης” της Βαβυλώνας, παρθένος, ερωμένη, κόρη, Πανδώρα, Εύα και Λίλιθ μαζί, παράδεισος και κόλαση, έρως - Θάνατος, πραγματική και αποκύημα φαντασίας. Όλες οι γυναίκες μαζί και όλες οι ανδρικές ιδέες για τη γυναίκα, εκπροσωπούμενες από έναν οργιώδη ανδρικό θίασο που χορεύει και άδει μανικά πασχίζοντας να λύσει το άλυτο αίνιγμα της “αιώνιας γυναίκας”. Σπασμοί αγωνίας του θνήσκοντος ρομαντικού κινήματος.

Η σκηνοθεσία (και διασκευή) της “Λούλου” από τον Γιάννη Χουβαρδά, σε νέα, καλή μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, στο “Ιδρυμα Κακογιάννη”, στοχεύει να διερευνήσει το αινιγματικό φαινόμενο της γυναίκας και μέσω αυτού τα απύθμενα βάθη της σεξουαλικότητας, που αντανακλούν τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης υπόστασης. Σωστά. Πλην όμως, το κάνει άνευρα, σπασμωδικά, με έλλειψη συντονισμού και, ιδίως, με απρόσφορο τρόπο. Δεν αρκεί γι' αυτό να σηκώσεις τη φούστα της γυναίκας, χρειάζονται και άλλα. Το βερολινέζικο καμπαρέ του μεσοπολέμου, που έβγαλε έναν Μπρεχτ, διέθετε εντονότατο κοινωνικό και πολιτικό προφίλ, το οποίο δεν είδαμε πουθενά στην παράσταση. Η Άλκηστις Πουλοπούλου, παρότι ταλαντούχα, εδώ φάνηκε ανέτοιμη να σηκώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, κατώτερη από τις γυμναστικές, γυμνιστικές, χορευτικές κ.ά. ασκήσεις που της επέβαλε η σκηνοθεσία. Ο Αλέκος Συσσοβίτης, σταθερός, δεν αντιδικούσε με την τσιρκολάνικη απόδοση του ρόλου και τον έφερε “ίσα βάρκα, ίσα νερά.” Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, κορυφαία ως μπρεχτική “λαίδη του ημικόσμου”, ακριβής στη συνάντησή της με τον εξπρεσσιονισμό, δίδαξε υποκριτική συνέπεια και ήθος. Από εκεί και πέρα, όλες οι οικοδομικές τέχνες μαζί, χωρίς ενότητα ύφους και ρυθμού: χώρια ο Χατζόπουλος τα “χτισίματα”, χώρια ο Αβαρκιώτης τα “επιχρίσματα”, χώρια ο Φραγκούλης τα “βαψίματα”, χώρια ο Σακελλαρίου τα “μερεμέτια”, χώρια για χώρια ο Μπινιάρης τα “τελειώματα”.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL