Live τώρα    
13°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
13 °C
10.1°C14.3°C
3 BF 77%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
12 °C
11.2°C13.3°C
2 BF 71%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
12 °C
11.0°C12.1°C
3 BF 80%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
13 °C
12.5°C14.3°C
3 BF 80%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
12 °C
10.7°C11.9°C
4 BF 82%
Η επανάσταση, έργο του λαού
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η επανάσταση, έργο του λαού

Απερίγραπτος ήταν ο φόβος και η σύγχυση που ένοιωσαν οι κοτζαμπάσηδες της Αχαΐας. Συγκεντρώνονται στην Άγια Λαύρα ο Α. Ζαΐμης, ο Α. Λόντος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και άλλοι, «φοβισμένοι και απηλπισμένοι -γράφει ο Φωτάκος- και έλεγαν οι μεν: «Να φύγομεν, αλλά που να υπάγωμεν;» Οι δε αποκρίνοντο: «Εις την Πόλιν να υπάγωμεν». Οι δε πάλιν εις την Ύδραν. Άλλοι εις την Φραγκίαν, και άλλοι αλλού». Ώστε στην Άγια Λαύρα, όχι μόνον δεν ύψωσαν σημαία επαναστατική ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και οι άλλοι κοτζαμπάσηδες, αλλά εκεί ακριβώς εκδηλώθηκεν όλος ο φόβος τους για την Επανάσταση και η απεγνωσμένη τους προσπάθεια να την ματαιώσουν.

Τα πράγματα, ωστόσο, παρά την αναβλητική απόφαση που πήραν οι προύχοντες και οι δεσποτάδες στην σύσκεψη της Βοστίτσας, άρχισαν να εξελίσσονται με το γνωστό ραγδαίο τρόπο. Ο Παπαφλέσσας, συνεχίζοντας με αδάμαστη θέληση το έργο του, βρήκε τόσο πρόθυμο για επανάσταση το λαό του Μοριά, ώστε με τα «παίγνια» της φαντασίας του, οι άπειροι, οι χυδαίοι και οι απαίδευτοι (όπως περιφρονητικά αποκαλεί τον απλό κοσμάκη ο Παλαιών Πατρών Γερμανός), «κατήντησαν εις αχαλίνωτον ενθουσιασμόν».

Και οι κλέφτες που ζούσαν εξόριστοι στην Ζάκυνθο (έπειτ’ από την φοβερή δίωξη και την εξόντωση που έπαθαν στα 1805 από Τούρκους και κοτζαμπάσηδες και τον αφορισμό του Πατριάρχη), είχαν αρχίσει από το 1818 να ξαναγυρίζουν στον Μοριά. Κι όλοι τους ήσαν εκεί την κατάλληλη ώρα, έτοιμοι να αρχίσουν το ντουφέκι κι αποφασισμένοι να χύσουν το αίμα τους για την πατρίδα. Οι Τούρκοι που ήσαν ενημερωμένοι πια, από την προδοσία του κοτζάμπαση Σωτήρη Κουγιά (πεθερού του Θόδωρου Δελιγιάννη) και του δραγουμάνου Σταυράκη Ιωβίκη, καταλαμβάνουνται από ανησυχία και νευρικότητα, και καλούν τους δεσποτάδες και κοτζαμπάσηδες στην Τριπολιτσά. Απερίγραπτος ήταν ο φόβος και η σύγχυση που ένοιωσαν οι κοτζαμπάσηδες της Αχαΐας. Συγκεντρώνονται στην Άγια Λαύρα ο Α. Ζαΐμης, ο Α. Λόντος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και άλλοι, «φοβισμένοι και απηλπισμένοι -γράφει ο Φωτάκος- και έλεγαν οι μεν: «Να φύγομεν, αλλά που να υπάγωμεν;» Οι δε αποκρίνοντο: «Εις την Πόλιν να υπάγωμεν». Οι δε πάλιν εις την Ύδραν. Άλλοι εις την Φραγκίαν, και άλλοι αλλού».

Καμιά σκέψη ακόμα, καμιά επιθυμία για επανάσταση, ούτε την τελευταία, την κρίσιμη στιγμή. Και ο Κανέλλος Δεληγιάννης τους αποθάρρυνε πιο πολύ γράφοντάς τους να μην κάμουν επαναστατικό κίνημα γιατί κινδύνευε ο αδελφός του. Που ήταν φυλακισμένος στην Τρίπολη. Τα ίδια τους έγραφαν και οι Νοταραίοι. Μόνον μια αντρική φωνή ακούστηκε μέσα σ΄ αυτόν τον πανικό και την σύγχυση, του Ασημάκη Φωτήλα: «Ό,τι εδυνήθημεν εκάμαμεν μέχρι τούδε και αρκετά εμακρύναμεν τον καιρόν, αλλά εις το εξής οι Τούρκοι δεν μας πιστεύουν όσο και αν προσπαθήσωμεν να τους γελάσωμεν. Ώστε όπως έφτασαν τα πράγματα, αυτοί θα μας κόψουν τα κεφάλια μας. Η γνώμη μου είναι να πιάσωμεν τα όπλα και ο Θεός ας μας βοηθήσει και ό,τι γίνει ας γίνει». Τα πατριωτικά και παλλικαρίσια λόγια του Ασημάκη Φωτήλα «που με τον τίμιο, τον ίσιο και διαλλαχτικό χαρακτήρα του ξεχώριζε πολύ από τους άλλους κοτζαμπάσηδες της Αχαΐας», δεν είχαν καμιάν απήχηση στους κατατρομαγμένους αρχόντους. Και παρόλο που τα πράγματα είχαν φτάσει σε τόσο κρίσιμο σημείο και κάθε αναβολή θα ήταν καταστρεπτική, αυτοί δεν εννοούσαν να αλλάξουν τροπάρι, και αποφασισμένοι με κάθε θυσία να ματαιώσουν την Επανάσταση, δεν σκέπτονταν τίποτα άλλο, πάρα πώς να προφυλάξουν τα άτομα τους. Και «συσκεφθέντες απεφάσισαν να μην δώσωσιν αιτίαν τινά, αλλ΄ ως πεφοβισμένοι (ομολογεί ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός) να παραμερίσωσιν εις μέρη ασφαλή και μερισθέντες ανεχώρισαν εις διάφορα χωρία των Καλαβρύτων». Ο Ζαΐμης, ο Επίσκοπος Κερνίτσης και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στα Νεζερά, ο Χαραλάμπης και ο Θεοχαρόπουλος στην Ζαρούχλα, ο Φωτήλας στην Κερπινή και ο Λόντος στο Διακοφτό. Ώστε στην Άγια Λαύρα, όχι μόνον δεν ύψωσαν σημαία επαναστατική ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και οι άλλοι κοτζαμπάσηδες (το περίφημο λάβαρο του ’21), όπως δημιουργήθηκε αργότερα ο θρύλος, που τόσο δόξασε τον Παλαιών Πατρών Γερμανός, αλλά εκεί ακριβώς εκδηλώθηκεν όλος ο φόβος τους για την Επανάσταση και απεγνωσμένη τους προσπάθεια να την ματαιώσουν. Όπως είχαν φτάσει τα πράγματα, κάθ’ αναβολή θα ματαίωνε οριστικά το κίνημα. Κι έτσι οι Έλληνες ακούοντας τους «συνετούς και πεφοβισμένους» δεσποτάδες και κοτζαμπάσηδες θα παράμεναν, ποιος ξέρει, πόσες δεκαετηρίδες ακόμα, στην σκλαβιά.

Μα ευτυχώς όσο και αν πάσχιζαν «οι πεφοβισμένοι» δεσποτάδες και κοτζαμπάσηδες Αχαΐας, «να μην δώσουν αιτίαν τινά» στους Τούρκους και να ματαιώσουν την Επανάσταση, ήταν αργά πια, γιατί η κατάσταση είχε ξεφύγει από τα χέρια τους και την λύση της ανάλαβε να την δώσει ο περιφρονημένος και αγνοημένος ως τότε λαός. «Τα γεγονότα -γράφει ο Φίνλεϊ- είχαν προχωρήσει πολύ για να αναχαιτιστεί ο λαός με το πνεύμα των επισκόπων και των προεστών. Ούτε ο φόβος για την προσωπική ασφάλεια μερικών ανθρώπων μπορούσε να περιορίσει τον γενικό ενθουσιασμό». Κι ήταν ο ενθουσιασμός κι η απόφαση του λαού για την εξέγερση, που τίποτα δεν ήταν ικανό πια να το συγκρατήσει και να ανακόψει την ορμή του. Κι αδιαφορώντας για τα μυστικά διαβούλια και τις αποφάσεις των διστακτικών τρομοκρατημένων αρχοντάδων του, είχε δωθεί με όλη την ψυχή του να ετοιμάζει τον αγώνα, μεταβάλλοντας τον Μοριά σε πολεμικό εργαστήριο. Κι ανυπόμονοι για την Επανάσταση, όχι μόνον προπαγανδίζουν και παρακινούν ο ένας τον άλλον «αναφανδόν», αλλά αρχίζουν πλέον και «να καταγράφωσι στρατιώτας», χωρίς να παίρνουν καμιά προφύλαξη από τους Τούρκους. Κατά τα μέσα μάλιστα του Μάρτη, «το πράμα επροχώρησε πολύ, όλοι οι Πελοποννήσιοι το γνώριζαν, άφησαν όλαις της δουλειαίς των και εις τα πράγματα του πολέμου μόνο ενασχολούντο. Παντού έβλεπες κίνησι και συνάμα φόβον και χαράν για την αρχή της επαναστάσεως. Τα πάντα όσον ημπορούσαν τα ετοίμασαν και δεν εχρειάζετο παρά να δωθή το σημείον της ενάρξεως του αγώνος».

Έτσι, όταν ο κλέφτης Ν. Σολιώτης έδωσε το σύνθημα, με εντολή του Παπαφλέσσα, σκοτώνοντας τους Τούρκους στο Αγρίδι (16 του Μάρτη) και τους Αλβανούς στην Βερσοβά και διέκοψε «τας μακρυνάς και ακάρπους συνελεύσεις των αρχόντων», τότε άναψε το ντουφέκι σ’ όλο το Μοριά. Και ο λαός αν και άοπλος έτρεχε με αφάνταστον ενθουσιασμό κοντά στους καπεταναίους του. Και ήταν τέτοιος ο πόθος που φλόγιζε την ψυχή του και ακλόνητη η απόφαση του να αγωνιστεί για την λεφτεριά, ώστε τίποτα πια δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει κι ας του έλειπαν όλα. «Οι περισσότεροι -γράφει ο Φωτάκος- ήσαν χωρίς άρματα και άλλοι είχαν μαχαίρας, άλλοι σουγλιά και αι σημαίαι των περισσοτέρων ήσαν τσεμπέρες των γυναικών των... εδώ εβλέπαμεν την μεγαλυτέραν προθυμίαν του λαού. Και οι γυναίκες αι ίδιαι ήρχοντο φορτωμένες και έφερναν και τα ζώα φορτωμένα κρέατα, κρασιά και άλλας τροφάς για να φάνε οι άντρες των και οι λοιποί στρατιώται. Το δε στρατόπεδον ομοίαζεν εις αυτήν την περίστασιν χωρικόν πανηγύρι». Τα ίδια λέει και ο Κολοκοτρώνης: Τόσον ενθουσιασμό άρχισαν να έχουν οι Έλληνες, όπου μόνοι των άλεθαν, εζύμωναν, έψεναν το ψωμί και το έφερναν με τα ζώα των εις το στρατόπεδο... Πρόβατα μας έφερναν... και τα έδιναν με ευχαριστισίν τους. Ο Κυριάκος Τσόλης εχάρισεν 120 τραγιά εις το στρατόπεδον από την Ζαράχωβα». Κάποιος άλλος τσοπάνης, που δυστυχώς δεν αναφέρεται το όνομά του έφερε «αυθορμήτως» 300 πρόβατα στα Τρίκορφα και τα δωσε στον Κολοκοτρώνη για τροφή του στρατού. Ο πόλεμος δηλαδή στηριζόταν στην αυτοθυσία των αγροτών. Γιατί φυσικά οι επαναστατημένη Ελλάδα δεν είχε ακόμα ούτε καμιά οργάνωση ούτε οικονομικά, παρά διέθετε μονάχα το λίγο ψωμί, τα όσπρια, τα λαχανικά και το κρέας, που όλα τα έδιναν οι αγρότες. Κι αυτοί ήσαν που πολεμούσαν με ενθουσιασμό και καρτερικότητα, όχι μόνο χωρίς καμιά πληρωμή (μισθό), αλλά πολλές φορές ξυπόλυτοι και νηστικοί. Ώστε αναγκάστηκαν κάποτε -όπως διηγείται ο Περραιβός- από την πείνα να μπούνε στα εχθρικά λημέρια να φάνε σταφύλια και θερίστηκαν από τους Τούρκους.

Η Επανάσταση λοιπόν -και δεν χωράει σ’ αυτό καμία συζήτηση και αμφιβολία- ήταν αποκλειστικό έργο της Φιλικής Εταιρίας και του λαού με πρωταγωνιστή των Παπαφλέσσα. Και οι κοτζαμπάσηδες της Αχαΐας, θέλοντας και μη, μια και άρχισε ο χορός, ήσαν αναγκασμένοι να λάβουν μέρος, γιατί κινδύνευαν να χαθούν από Τούρκους και Ρωμηούς, όπως το προείπε ρητά ο Παπαφλέσσας. Μα και τι άλλο τους έμενε πια να κάμουν; Να πάνε στην Τρίπολη που τους εκάλεσαν, οι Τούρκοι θα τους αφάνιζαν. Να μην λάβουν μέρος στην Επανάσταση, θα τους σκότωνε ο επαναστατημένος λαός που τους μισούσε. Γιατί, όπως λέει και ο Περραιβός, «το πράγμα (η εξέγερση) κατήντησε εις τοιούτον βαθμό ενθουσιασμού... ώστε και μυρίας γλώσσας Δημοσθενικάς αν είχε τις... δια να καθησυχάση την ορμή των Ελλήνων, ου μόνον εκοπίαζε ματαίως αλλ’ εκινδύνευεν ακόμη και η ζωή του επειδή των ενόμιζον τούρκολάτρην και μάλιστα πολύ περισσότερον υπέκειντο εις τον κίνδυνο οι Αρχιερείς και οι Προύχοντες, ως συνεχή σχέσιν έχοντες μετά των Τούρκων». Και αφού οι προύχοντες βρέθηκαν σε φοβερό δίλλημα και αδυνατούσαν πλέον να αντιδράσουν και να συγκρατήσουν τον ξεσηκωμένο λαό, τότε και αυτοί, μια και δεν μπορούσαν να κάμουν τίποτ’ άλλο, «εξ’ ανάγκης» έλαβαν μέρος, γιατί τους παράσυρε με τ’ ορμητικό του ρεύμα, το πλατύ ποτάμι που ξεχείλισε...

Και το παράδειγμά τους ακολούθησαν κι οι άλλοι κοτζαμπάσηδες του Μοριά (που στην αρχή και αυτοί αντιδρούσαν), όπως ο Πετρόμπεης, οι Δεληγιανναίοι και τελευταίοι απ’ όλους οι Νοταραίοι.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL