Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
19 °C
17.3°C19.3°C
3 BF 53%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
10.8°C14.6°C
3 BF 65%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
16.0°C16.0°C
3 BF 75%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αίθριος καιρός
17 °C
16.6°C19.1°C
3 BF 76%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
14.6°C15.7°C
2 BF 69%
Υπάρχει το κενό;
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Υπάρχει το κενό;

Γίνεται να μπορούμε να μιλήσουμε ή, ακόμη δυσκολότερα, να περιγράψουμε εκείνο που δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό πέρα από την απουσία ύλης; Τι μένει όταν τίποτα άλλο δεν υπάρχει; Υπάρχει το κενό;

Από το τίποτα στην υπόθεση του κενού

Είναι αρκετά γνωστή η ρήση του Αριστοτέλη ότι η φύση αποστρέφεται το κενό. Η επικρατούσα άποψη για αρκετούς αιώνες (από την αρχαιότητα έως και τον ύστερο Μεσαίωνα) ήταν ότι στερείται νοήματος οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί ύπαρξης του κενού, γιατί πολύ απλά δεν είναι λογικό να υποστηρίζει κανείς την ύπαρξη του τίποτα. Επίσης, μέσα στο τίποτα δεν θα μπορούσε να εκδηλωθεί καμία κίνηση οποιουδήποτε υλικού σώματος. Πώς θα μπορούσε να μετακινηθεί κάτι από μια θέση που δεν βρίσκεται πουθενά σε μια άλλη θέση που, επίσης, δεν βρίσκεται πουθενά; Αυτοί οι συλλογισμοί είχαν οδηγήσει όσους μελετούσαν τη φύση στην υποστήριξη της θέσης ότι η φύση είναι πλήρης. Όταν κάτι μετακινείται, αυτό σημαίνει ότι απλώς παίρνει τη θέση ενός άλλου σώματος και η θέση που αφήνει καταλαμβάνεται από ένα άλλο. Επίσης, στην αριστοτελική θεώρηση του κόσμου κάθε σώμα κινείται με τρόπους που του επιτρέπουν το υλικό από το οποίο αποτελείται, το βάρος και το σχήμα του. Αυτό σημαίνει ότι ένας βράχος θα πέσει γρηγορότερα από μια σελίδα χαρτί στον αέρα ή στο νερό. Τι θα γινόταν, όμως, αν κινούταν μέσα σε κενό χώρο χωρίς καμία αντίσταση, δηλαδή ούτε αέρα ούτε νερό; Όπως είπαμε, για τον Αριστοτέλη δεν είχε νόημα μια τέτοια ερώτηση.

Από τον ύστερο Μεσαίωνα κι έπειτα (12ο έως 14ο αιώνα), ωστόσο, αρκετοί διανοητές στην Αγγλία (Οξφόρδη) και τη Γαλλία (Παρίσι) άρχισαν να εκφράζουν υποθέσεις σχετικά με την κίνηση σωμάτων σε έναν κενό χώρο. Οι υποθέσεις αυτές δεν διεκδικούσαν να είναι αληθείς ως προς την ύπαρξη ενός τέτοιου χώρου, αλλά αποτελούσαν μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν κάποια ερωτήματα που αφορούσαν την έννοια της κίνησης. Είναι αρκετά σύνθετες και τεχνικές οι λεπτομέρειες αυτών των συζητήσεων και δεν μπορούν να εξαντληθούν στο παρόν άρθρο.

Ωστόσο, αξίζει να αναφερθούμε σε ένα θεώρημα που διατυπώθηκε από τον Άγγλο Τόμας Μπράντγουαρντιν (περίπου 1300 - 1369), το οποίο αφορά την κίνηση σε έναν κενό χώρο: «Εντός του κενού, δύο σώματα από το ίδιο υλικό, διαφορετικού μεγέθους, θα πέφτουν προς τη γη με την ίδια ταχύτητα». Αν αυτή η διατύπωση σας θυμίζει τον Γαλιλαίο, έχετε δίκιο. Είναι μια πρώιμη διατύπωση της αρχής της ελεύθερης πτώσης. Ωστόσο, δεν γίνεται καμία προσπάθεια φιλοσοφικής της θεμελίωσης, ούτε απόδειξής της με αυστηρή πειραματική ή μαθηματική μέθοδο.

Η δημιουργία κενού

Από εκεί που οι συζητήσεις περί ύπαρξης κενού ήταν παράλογες (Αριστοτέλης), πλέον άρχισαν να συζητιούνται σε ένα πλαίσιο υποθετικών συλλογισμών και νοητικών ασκήσεων (Μεσαίωνας) και μέσα σε δύο αιώνες τοποθετήθηκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος (Γαλιλαίος, Τοριτσέλι, Πασκάλ). Η κορύφωσή τους, όμως, έλαβε χώρα στην Αγγλία και στο πλαίσιο της νέας Πειραματικής και Μηχανικής Φιλοσοφίας. Στα μέσα του 17ου αιώνα γίνονται τα περίφημα πειράματα του Ρόμπερτ Μπόιλ με τη νέα αντλία κενού που επινοείται τότε. Η αντλία επιτρέπει την απομάκρυνση του αέρα από ένα δοχείο. Τα πειράματα είναι αρκετά λεπτομερή και ο Μπόιλ καταγράφει πολλές και διαφορετικές παρατηρήσεις. Για παράδειγμα, είχε παρατηρήσει ότι ένα καναρίνι χάνει τις αισθήσεις του μόλις απομακρυνθεί ο περιβάλλων αέρας. Καταλήγει, επομένως, στο συμπέρασμα ότι ο αέρας είναι ελαστικός, έχει συγκεκριμένο βάρος και με τον κατάλληλο εξοπλισμό μπορούμε να τον απομακρύνουμε. Η ύπαρξη του κενού, πλέον, δεν ήταν απλώς μια υπόθεση, αλλά ήταν κάτι που μπορούσε κανείς να δημιουργήσει με τα ίδια του τα χέρια εκεί που «κανονικά» δεν θα έπρεπε να υπάρχει.

Όταν ο Μπόιλ έκανε τα πειράματά του, αντιμετώπισε έντονη κριτική. Ένας από τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους της εποχής, ο Άγγλος Χένρι Μορ, αμφισβήτησε τα συμπεράσματα του Μπόιλ. Ο Μορ ήταν αρνητικός σε οποιαδήποτε προσπάθεια να εξηγηθεί ο κόσμος μέσα από μηχανιστικές διαδικασίες. Δεν μπορούσε να δεχτεί, δηλαδή, ότι η ύλη είναι πλήρως διαχωρισμένη από το πνεύμα, καθώς και ότι είναι δυνατόν να δημιουργήσει ο άνθρωπος με τεχνητό τρόπο έναν χώρο απ’ όπου θα απουσίαζαν τόσο η ύλη όσο και το πνεύμα. Αυτή η διάκριση μεταξύ ύλης και πνεύματος αποτελούσε την επικρατέστερη φιλοσοφική θεώρηση για τον κόσμο κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και σε όλο τον 18ο. Τα θεμέλια αυτής της θεώρησης είχαν διαμορφωθεί από τον Ρενέ Ντεκάρτ. Ο Μπόιλ υπερασπιζόταν αυτή τη μηχανιστική εικόνα για τον κόσμο, αν και διαφοροποιούταν σε αρκετά σημεία από τον Γάλλο φιλόσοφο.

Προσοχή στο κενό

Τι είδους κριτική άσκησε, επομένως, ο Μορ; Είπε ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κενό στην αντλία μετά την απομάκρυνση του αέρα, αλλά ότι ο αέρας απομακρύνεται λόγω της ύπαρξης ενός πνεύματος που διαπερνά όλη τη δημιουργία του Θεού. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι τα πειράματα του Μπόιλ συνηγορούσαν στην ύπαρξη αυτού του άυλου πνεύματος. Πιο συγκεκριμένα, το 33ο πείραμα του Μπόιλ έδειχνε ότι η απομάκρυνση του αέρα δεν προέκυψε από απλές μηχανικές δυνάμεις της ύλης, αλλά από μια θεϊκή αρχή. Το πνεύμα του Μορ ήταν κάτι σαν ενδιάμεσος μεταξύ Θεού και φύσης. Επομένως, κενό με την κυριολεκτική έννοια του όρου δεν θα μπορούσε να υπάρχει.

Ενδεχομένως, στον άνθρωπο του 21ου αιώνα να μοιάζει εντελώς ανόητο ή, στην καλύτερη περίπτωση, άσχετο ένα τέτοιο επιχείρημα. Στο πλαίσιο του 17ου αιώνα δεν ήταν τίποτα από τα δύο. Αυτό αποδεικνύεται από το πώς απάντησε ο Μπόιλ. Αρχικά, να πούμε ότι ήταν προσεκτικός και δεν υποστήριξε ότι το κενό ήταν κάτι που υπήρχε, αλλά ότι ήταν απουσία ύλης. Μ’ αυτόν τον τρόπο απέφυγε με εξαιρετική επιδεξιότητα την ανάγκη να πει τι είναι αυτό που υπάρχει μετά την απομάκρυνση του αέρα. Επίσης, στράφηκε εναντίον της θέσης του Μορ περί πνεύματος που διαπερνά τη φύση. Ο βασικότερος λόγος που ο Μπόιλ διαφωνεί είναι επειδή η ύπαρξη ενός τέτοιου πνεύματος αφαιρεί από τον Θεό τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στον κόσμο. Είναι, δηλαδή, σαν να υπάρχει κάτι που λειτουργεί στη θέση ενός Θεού που επέλεξε να μην ασχολείται με τον κόσμο. Η αντίρρηση του Μπόιλ είναι θεολογική γιατί διαισθάνεται έναν σοβαρό κίνδυνο: να θεωρηθεί ότι ο κόσμος μπορεί να λειτουργεί χωρίς τον Θεό. Η «επιστημονική» λύση του σ’ αυτό το θεολογικό ζήτημα δεν είναι άλλη από το να οδηγηθεί σε αγνωστικισμό για τη φύση του κενού. Δεν μας λέει τι είναι, αλλά τι δεν είναι. Με λίγα λόγια, η θρησκευτική ευαισθησία και η πειραματική αμφιβολία του Μπόιλ τον οδήγησαν σε μια διατύπωση που μοιάζει άκρως επιστημονική με τα δικά μας μάτια. Όμως, κάθε άλλο παρά ως τέτοια θα την αναγνώριζε ο σπουδαίος Άγγλος πειραματιστής...

Δημήτρης Πετάκος

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL