Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
21.7°C24.6°C
2 BF 54%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
18.0°C24.3°C
2 BF 53%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
18.2°C20.9°C
4 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
19.9°C20.8°C
3 BF 56%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
23.4°C23.9°C
2 BF 35%
Το σχολείο που ανοίγει στην κοινότητα, τα κατώφλια και οι χωρικές μεταβάσεις
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Το σχολείο που ανοίγει στην κοινότητα, τα κατώφλια και οι χωρικές μεταβάσεις

Το παρακάτω κείμενο γράφεται με αφορμή την εισήγηση της συγγραφέως στο διεπιστημονικό συνέδριο «Χώροι για το παιδί ή χώροι του παιδιού», που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη 19 με 21 Μαΐου 2017. Περισσότερες πληροφορίες για το συνέδριο μπορείτε να αναζητήσετε εδώ http://childspace2017.web.auth.gr/.

Στις συναντήσεις της αρχιτεκτονικής και της παιδαγωγικής επιστήμης ξεδιπλώνονται οι λογικές που ιστορικά αφηγούνται και αποδεικνύουν τις σχέσεις αλληλεξάρτησης των διαδικασιών μάθησης με το μετασχηματισμό του χώρου.

Κατά τη μετάβαση από τη δασκαλοκεντρική στην παιδοκεντρική μάθηση, η συζήτηση στρέφεται μεθοδικά γύρω από τις διαδραστικές μεθόδους που εξελίσσονται εκτός του σχολείου. Ο χώρος και η μετάβαση από το μέσα στο έξω έρχονται στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Ποια είναι η διαδικασία της μετάβασης; Πώς η μετάβαση αυτή θα εξελιχθεί με καθαρότητα και σαφήνεια, ομαλότητα και ασφάλεια;

Στην αρχιτεκτονική θεωρία ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι χώροι, οι λεγόμενοι ως τόποι ενδιάμεσοι, τα περάσματα, οι είσοδοι και οι γέφυρες. Η κοινή προϋπόθεση για τους χώρους αυτούς είναι η συνθήκη της συνάντησης. Ένα κατώφλι μπορεί να ιδωθεί ως ένας ενδιάμεσος τόπος συμφιλίωσης μεταξύ του ιδιωτικού χώρου (σπίτι) και του δημόσιου / κοινόχρηστου χώρου (δρόμου). Ο αρχιτέκτονας αναλογίζεται τις χωροχρονικές μεταβάσεις στα σχολικά κτήρια κατά το άνοιγμα της τάξης προς τη γειτονιά και την ανάδειξη των συνδέσεων των νοηματοδοτήσεων του χώρου με το επιτόπιο βίωμα, ως πολύτιμα εργαλεία για τον σχεδιασμό.

Οι τυπολογίες των σχολικών κτηρίων περιέχουν μια σειρά χώρους μετάβασης. Εδώ μελετούνται δύο δράσεις που εξελίχθηκαν σε δύο δημοτικά σχολεία του δήμου Αθηναίων: το εικαστικό εργαστήρι στον διάδρομο στο 70ό Δημοτικό Σχολείο και η εικαστική παρέμβαση στην περίφραξη της αυλής στο 35ο Δημοτικό Σχολείο.

Τα δύο σχολεία, πέρα από τις κοινές μεθοδολογίες στην παιδαγωγική που εφαρμόζουν οι εκπαιδευτικοί, εμπνευσμένες η μία από τη μη κατευθυντική μέθοδο Project και η δεύτερη από την παιδαγωγική του Celestin Freneit, με κοινό όραμα για ένα σχολείο «ανοιχτό στην κοινότητα», παρουσιάζουν κοινές ποιότητες στην αρχιτεκτονική.

Τα δύο δημοτικά σχολεία, το 70ό στην οδό Καλισπέρη της γειτονιάς Μακρυγιάννη και το 35ο στην οδό Κωλέττη της γειτονιάς των Εξαρχείων, κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος σχολικής αρχιτεκτονικής της δεύτερης κυβέρνησης Βενιζέλου (1928-1932) από το γραφείο Μελετών του Αρχιτεκτονικού τμήματος του υπουργείου Παιδείας. [1] Στα δύο σχολεία οι εκπαιδευτικοί πειραματίζονται με τη συστηματική πραγματοποίηση διαδρομών στη γειτονιά και τη φιλοξενία κάποιων κοινωνικών διεργασιών στον σχολικό χώρο.

Τα κοινά χαρακτηριστικά στην παιδαγωγική και την αρχιτεκτονική δεν είναι αρκετά για να παραβλέψουμε μία σημαντική αντίθεση των δύο σχολικών κτηρίων.

Η γειτονιά του 70ού είναι ήσυχη, με χαμηλή κίνηση και δόμηση, περιβάλλεται από πολλούς δημόσιους χώρους και σημαντικά τοπόσημα του αρχαιολογικού τριγώνου, ασφάλεια στις προσβάσεις, ανοιχτότητα και χαμηλή επικινδυνότητα για τα παιδιά. Η διοίκηση και οι εκπαιδευτικοί βρίσκουν πρόσφορο και ασφαλές έδαφος για να εργαστούν πάνω στο άνοιγμα του σχολείου στη γειτονιά, διευκολύνοντας τα παιδιά να χειρίζονται την εξωστρέφεια, την κυκλοφορία και τη χωρική οικειοποίηση.

Από την άλλη, η γειτονιά του 35ου χαρακτηρίζεται από τη μητροπολιτική πολυπλοκότητα, τα προβλήματα της γειτονιάς και τις κοινωνικές διεκδικήσεις, με αποτέλεσμα το έργο των εκπαιδευτικών να δυσχεραίνεται.

Στο 70ό Δημοτικό Σχολείο η παιδαγωγική των εξορμήσεων στην πόλη συνδέθηκε με τη διαδοχική οικειοποίηση των χώρων εκτός της τάξης. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στη φροντίδα και την αξιοποίηση των ενδιάμεσων χώρων. Ένα δωμάτιο με μουσικά όργανα στον χώρο κάτω από τη σκάλα, εκθέσεις των έργων των παιδιών και κοινές παρουσιάσεις στους διαδρόμους, βιβλιοθήκες και μικρά καθιστικά στα κοινόχρηστα πλατύσκαλα. Η φροντίδα ενός λαχανόκηπου στην αυλή, μία παραστατική επιτέλεση στον ημιυπαίθριο χώρο. Ένα εικαστικό εργαστήριο που εξελίχθηκε στον διάδρομο του ισόγειου χώρου στο παλιό κτήριο αποτέλεσε την έμπνευση για τη συστηματική φροντίδα των χώρων μεταξύ της τάξης και της αυλής.

Όλα ξεκίνησαν όταν ένας μαθητής από το τμήμα ένταξης άρχισε να ζωγραφίζει σε έναν από τους τοίχους της τάξης. Οι εκπαιδευτικοί τον παρότρυναν να συνεχίσει την τοιχογραφία του σε ένα οριοθετημένο πλαίσιο μέσα στην τάξη. Το πλαίσιο μεγάλωνε, μέχρι που πέρασε τα όρια της τάξης και άρχισε να ταξιδεύει στον διάδρομο προσελκύοντας και άλλα παιδιά να διεκδικήσουν χώρο στο συλλογικό έργο. Το αφηγηματικό έργο ξετυλίχθηκε σαν κορδέλα ή διάζωμα και το εργαστήρι ταξίδεψε στον πρώτο όροφο.

Το εικαστικό εργαστήρι βοήθησε τα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς να δουν τον χώρο διαφορετικά. Πέρα από τις τεχνικές ζωγραφικής, τα παιδιά ήρθαν σε επαφή με τα ζητήματα της έκθεσης, της εξωστρέφειας, της σύνδεσης με την ευρύτερη ομάδα, της ένταξης, του μοιράσματος, της ισότιμης διεκδίκησης του χώρου, της οριοθέτησης, μαζί με τη χωρική εμπειρία του περάσματος. Η εμπειρία αυτή τα τροφοδότησε με τη γνώση για την τέχνη και την αρχιτεκτονική του διαζώματος, αλλά και με μια διαδικασία μεγαλύτερης σημασίας: τη συλλογική εργασία για την ανακαίνιση του διαδρόμου.

Στο 35ο Δημοτικό Σχολείο της Κωλέττη [2], στη γειτονιά των Εξαρχείων, οι ενδιάμεσοι χώροι παρατηρούνται μέσα από το πρίσμα της παιδαγωγικής μεθόδου που εφάρμοσαν οι εκπαιδευτικοί Αθηνά Καρανάση, Χαράλαμπος Μπαλτάς, Έλενα Μολασιώτη και Ελισάβετ Παντελιάδου από το 2008 έως το 2014. Η ομάδα των εκπαιδευτικών προωθεί την αποσχολειοποίηση και την επιτελεστική μάθηση στη γειτονιά και εφαρμόζει τις παιδαγωγικές μεθόδους του Celestin Freneit.

Τις χρονιές 2011-2014, στο πλαίσιο της Ζώνης Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (ΖΕΠ), πραγματοποιήθηκαν έξοδοι, επισκέψεις στα τοπόσημα της γειτονιάς, κοντινές μετακινήσεις, συνδέσεις της χωρικής με τη χρονική εμπειρία, της ανάγνωσης με την επιτέλεση και της βιωματικής εμπειρίας εκτός του σχολείου με τη συγγραφή. Η διαδικασία του «ανοίγματος» βρήκε πολλές φορές τα εμπόδια της ανασφαλούς συνθήκης της γειτονιάς, όμως αυτή η συνθήκη αποτέλεσε παράλληλα την έμπνευση για τη δημιουργική δουλειά πάνω στα ζητήματα της ασφάλειας, της ανασφάλειας, της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του παιδιού. Η θεματική αυτή ολοκληρώθηκε με την παρέμβαση των παιδιών στην περίφραξη που συνορεύει με τον πεζόδρομο της Κωλέττη, η οποία μεταμορφώθηκε σε μολυβοθήκη.

Η εικαστική παρέμβαση στην περίφραξη του σχολείου μπορεί να διαβαστεί ως μία τελετουργική διαδικασία σε έναν οριακό χώρο. Η εφήμερη κατοίκηση και δράση στον χώρο που ορίζει η περίφραξη ή, αλλιώς, στον χώρο που διαχωρίζει τη σχολική με την κοινωνική ζωή μπορεί να ιδωθεί αν όχι ως αποδόμηση, τουλάχιστον ως ελαστικοποίηση ενός άκαμπτου ορίου που «καταλαβαίνουμε τη φαινομενολογική του υπόσταση αλλά ονειρευόμαστε να μην υπάρχει».

Οι δύο αυτές δράσεις υπήρξαν παραδείγματα σύνδεσης της παιδαγωγικής διαδικασίας με τα χωρικά ζητήματα εντός του σχολείου, στους τόπους εκείνους που ονομάζουμε ενδιάμεσους, χώρους που μέχρι στιγμής παρέμεναν αμήχανοι, ανοίκειοι και μεταβατικοί. Εκεί χώρεσαν οι διεκδικήσεις των παιδιών για την αλλαγή, τον μετασχηματισμό του χώρου και την κατασκευή του τόπου κατά τη μετάβαση από την τάξη στην αυλή και από την αυλή στην πόλη.

Τα παιδιά διεκδίκησαν την ελεύθερη πρόσβαση στον δημόσιο χώρο, την ελεύθερη έκφραση στον κοινόχρηστο διάδρομο, τους χωρικούς μετασχηματισμούς και τη συμμετοχική δράση. Οι διάδρομοι, οι σκάλες, τα κατώφλια και οι χώροι των περιφράξεων μετασχηματίστηκαν και νοηματοδοτήθηκαν εκ νέου ως τόποι συνάντησης. Γι’ αυτόν τον λόγο οι δράσεις που συνέβησαν εύλογα θεωρούνται σημαντικές διεργασίες που άλλαξαν τη χωρική και την παιδαγωγική αντίληψη και πρακτική στα σχολικά περιβάλλοντα όπου φιλοξενήθηκαν.

Αλλά εδώ αναδύεται και ένα άλλο ζήτημα, η σημασία της κατασκευής του τόπου στην παιδαγωγική διαδικασία. Πώς νοηματοδοτείται ένας τόπος και πώς τον κατασκευάζουμε; Ποια σημασία έχει να κατασκευάσουμε τόπους στους χώρους που λαμβάνονται και λειτουργούν ως ενδιάμεσοι; Πώς θα μπορέσει το πλέγμα από περάσματα, κατώφλια και γέφυρες, μαζί με τις τυχαίες συναντήσεις κατά τις μεταβάσεις, να περιέχει ταυτόχρονα συγκεκριμένες και σαφείς λειτουργίες, οριοθετημένες δράσεις και προσχεδιασμένες οικειοποιήσεις;

Πέρα από την ανάδειξη της σημαντικότητας αυτών των θεμάτων συνάντησης της αρχιτεκτονικής και παιδαγωγικής θεωρίας και πράξης, ο ρόλος μας ως αρχιτεκτόνων και παιδαγωγών είναι να αφουγκραζόμαστε τα παιδιά, να τα ευνοούμε να μας αναδείξουν τη δική τους χωρική αντίληψη. Να στηρίξουμε τους χωρικούς μετασχηματισμούς και τις παρεμβάσεις που θα εμπνεύσουν τις παιδαγωγικές μεθόδους, ώστε να συμβάλλουν στη δημιουργία των νέων θεωρήσεων για τον χώρο, το βίωμα, τη σύνδεση των δύο και τον σχεδιασμό που χρειάζεται να παραγάγουμε.

Καθώς σημειώνει ο Denis Morin, ο υπεύθυνος του Συνεταιριστικού Ινστιτούτου του Μοντέρνου Σχολείου για την Παιδαγωγική Celestin Freneit στη Γαλλία, «αυτό που χρειάζεται είναι να μετασχηματιστεί ολοκληρωτικά το σύνολο, τόσο μέσα στην τάξη όσο και στην αυλή και στα διαλείμματα. Ανάμεσα στους πρώτους στόχους της μεταμόρφωσης της εκπαίδευσης βρίσκεται η αλλαγή της αρχιτεκτονικής».

Κάποια από τα ερωτήματα θα επικεντρώνονται στα κατώφλια, τους χώρους των μεταβάσεων και τη διαδικασία αναζήτησης των νέων διαστάσεων που μπορούμε να δώσουμε στον σχεδιασμό αυτών των χώρων. Τι εννοεί ο Hernam Hertzberger όταν λέει ότι «η είσοδος σε ένα δημοτικό σχολείο θα πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από ένα άνοιγμα που καταπίνει τα παιδιά όταν αρχίζουν το μάθημα και τα φτύνει πάλι όταν τα μαθήματα τελειώσουν»; Πώς μπορούμε να τροφοδοτήσουμε τους χώρους μετάβασης με τις ποιότητες της καθημερινής κατασκευής του τόπου, να εμφυτεύσουμε την αίσθηση του να ανήκεις, του να πλησιάζεις ή να απομακρύνεσαι με ασφάλεια; Πώς μπορούμε να μάθουμε από τις μεταβάσεις, το ταξίδι, τη σημαντικότητα της μικροκλίμακας, του βιώματος και της αυτοσχεδιαστικής λογικής στον σχεδιασμό; Πώς αυτή η γνώση μάς τροφοδοτεί με τα εργαλεία για την προώθηση των αλλαγών στα σχολικά κτήρια;

Ζωγραφιά Καρέκου, αρχιτέκτων, πολεοδόμος, υπ. διδάκτωρ ΕΜΠ

[1] Προϊστάμενος των μελετών, ο Νικόλαος Μητσάκης σχεδίασε το 35ο Δημοτικό στα Εξάρχεια. Ένας από τους κυριότερους συνεργάτες του, ο Πάτροκλος Καραντινός, σχεδίασε το 70ό Δημοτικό στην οδό Καλλισπέρη. Τα δύο σχολεία θεωρούνται σήμερα τοπόσημα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα σε μια περίοδο που εξερευνήθηκε το νεοελληνικό στοιχείο στην αρχιτεκτονική μέσα από τους πειραματισμούς συνάντησης της λαϊκής τέχνης με το μοντέρνο κίνημα. Οι αντιθέσεις των δύο σχολείων είναι κρίσιμες για την έρευνα που θα ακολουθήσει και εντοπίζονται κατ’ αρχάς στις διαφορετικές συνθήκες της περιοχής σχετικά με τα ζητήματα του χώρου και της κοινωνικής ζωής.

[2] Το 35ο Δημοτικό αναπτύσσεται από κτίρια παρατεταγμένα σε σχήμα Π που περιβάλλουν μια εσωστρεφή αυλή, ενώ η κύρια είσοδος στον πεζόδρομο της Κωλέττη βρίσκεται κάτω από τη γέφυρα σύνδεσης των γραφείων και των αιθουσών. Είναι ένα κτήριο του μοντερνισμού με τη θεματική κατανομή των δραστηριοτήτων στον χώρο σε ένα πολύ μικρό οικόπεδο, που προσπαθεί να χωρέσει τα παιδιά, τους εκπαιδευτικούς και την πυκνή δομή του αναλυτικού προγράμματος. Αυτή ήταν η κρίσιμη παραδοχή για την αναζήτηση του χώρου και του χρόνου. Η περίφραξη του σχολικού χώρου από τη μεριά της Κωλέττη σχεδιάστηκε και παρέμεινε διάτρητη μέχρι τη δεκαετία του 1960, με σκοπό τα παιδιά να έχουν οπτική επαφή με την καθημερινή ζωή της γειτονιάς. Το 1983 ο δρόμος της Κωλέττη σε αυτό το σημείο πεζοδρομήθηκε. Το εμπόριο ναρκωτικών και η επικινδυνότητα οδήγησαν στην πλήρωση της περίφραξης με μια συμπαγή λαμαρίνα περιορίζοντας την αλληλεπίδραση με το έξω.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL