Live τώρα    
13°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
11.7°C15.2°C
4 BF 82%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
13.0°C16.8°C
3 BF 55%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
15 °C
14.9°C17.0°C
2 BF 65%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
17.1°C19.8°C
3 BF 49%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
14 °C
13.9°C15.2°C
2 BF 77%
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του ’17. Με το βλέμμα στο μέλλον1
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του ’17. Με το βλέμμα στο μέλλον1

Χάρης Αθανασιάδης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Πριν από εκατό χρόνια, τέτοια περίπου εποχή, ο Δημήτρης Γληνός διέφευγε από τον Πειραιά με φροντίδα των Γάλλων και έφτανε στη Θεσσαλονίκη για να συνδράμει την κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης. Ο διχασμός είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του: Στην Αθήνα ο παλιός πολιτικός κόσμος είχε συσπειρωθεί γύρω από τον βασιλιά, στη Θεσσαλονίκη η εξωστρεφής μερίδα της αστικής τάξης επένδυε πολιτικά στον Βενιζέλο· τριγύρω στην Ευρώπη ο πόλεμος μαινόταν. Ο Γληνός διέκρινε την πολιτική ευκαιρία. Μπορούσε τώρα, επαναστατικώ δικαίω, να παρακαμφθεί η συνταγματική διάταξη που επέβαλε την καθαρεύουσα ως γλώσσα του σχολείου ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια λύση στην εκπαιδευτική αγκύλωση που χρόνιζε. Τον Μάιο του 1917 ψηφίστηκε εκεί, στη Θεσσαλονίκη, το διάταγμα για την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας – αρχικά στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Τον Ιούνιο, υπό την πίεση των γαλλικών όπλων, ο βασιλιάς αποχωρεί, ο Βενιζέλος επιστρέφει στην Αθήνα και η δημοτική γίνεται νόμος του ενιαίου κράτους. Αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά.

Λιγότερο γνωστό είναι ότι το στοίχημα της δημοτικής δεν ήταν πρωτίστως φιλολογικό, γλωσσολογικό ή παιδαγωγικό – στη δίνη του διχασμού και του πολέμου τέτοιες μέριμνες φάνταζαν πολυτέλειες. Η δημοτική γλώσσα αναδείχτηκε σε προτεραιότητα, διότι κρίθηκε πως μπορεί να συνεισφέρει σε ευρύτερες, στρατηγικής σημασίας στοχεύσεις: Να επιλυθούν κόμποι και να αρθούν αντιφάσεις που είχαν συσσωρευθεί στην εθνική, την οικονομική και την πολιτική σφαίρα, καθώς τα γεωπολιτικά, δημογραφικά και κοινωνικά δεδομένα άλλαζαν ραγδαία, μα οι νοοτροπίες και οι θεσμικές ανανεώσεις καθυστερούσαν επικίνδυνα.

Η εποποιία των Βαλκανικών, μαζί με τα οφέλη, έφερε και προβλήματα: Σημαντικές μερίδες των νέων πολιτών δεν αυτοαναγνωρίζονταν στην ελληνική ταυτότητα, δεν μιλούσαν καν την ελληνική γλώσσα. Σε μια εποχή που κυριαρχούσε η αρχή των εθνοτήτων, αυτό δεν ήταν απλώς ακόμα ένα λειτουργικό πρόβλημα. Η γλωσσική αφομοίωση των ξενόφωνων γινόταν προϋπόθεση για τη σύμπηξη μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας, άρα όρος για την οριστική παγίωση του νέου χάρτη. Η νέα πραγματικότητα ασφυκτιούσε στην παγιωμένη εθνική ταυτότητα που είχε δομηθεί για τις ανάγκες της Ελλάδας του 19ου αιώνα, με υλικά αντλημένα μονομερώς από το απώτατο παρελθόν, την ελληνική αρχαιότητα. Το ερώτημα ήταν κατά πόσο μια στροφή στη γλώσσα του λαού και στις πολιτισμικές πρακτικές του, όσες τουλάχιστον ήταν συμβατές με τον αστικό προσανατολισμό, μπορούσαν να αφομοιώσουν τους ξενόφωνους και να ανανεώσουν την ελληνική ταυτότητα. Αυτή ήταν η πρώτη προσδοκία που επενδύθηκε στη δημοτική γλώσσα.

Η δεύτερη αφορούσε την οικονομία. Στο γύρισμα του 19ου αιώνα προς τον 20ό, οι προσεκτικοί παρατηρητές διέκριναν τη μετατόπιση του κέντρου από την αγροτική στη βιομηχανική παραγωγή και συνακόλουθα τις δομικές αλλαγές που συνέβαιναν στην ελληνική κοινωνία. Ένας από αυτούς ήταν ο ίδιος ο Βενιζέλος και ως προς αυτό κινήθηκε με οξυδέρκεια – όχι απλώς διαγνωστικά, μα κυρίως επιτελεστικά. Με μια σειρά νομοθετημάτων από τη μία ρύθμισε τις σχέσεις εργασίας και αναγνώρισε ως διακριτή την εργατική τάξη (θεσμοθετώντας τα δικαιώματα της συνδικαλιστικής οργάνωσης και της απεργίας) και από την άλλη αξιοποίησε τη νέα αστική τάξη ως ατμομηχανή για μια ισχυρή, βιομηχανική Ελλάδα. Η εκβιομηχάνιση, όμως, εκτός από επενδύσεις κεφαλαίου και θεσμική πλαισίωση, προϋποθέτει ένα ορισμένο διανοητικό κλίμα και, συνεπώς, μέριμνες για την καλλιέργεια της ορθολογικής σκέψης, την ανάπτυξη των θετικών επιστημών, τη μετάδοση τεχνικών γνώσεων και δεξιοτήτων. Το σχολαστικό σχολείο του 19ου αιώνα και η καθαρεύουσα γλώσσα ήταν εργαλεία παντελώς ακατάλληλα για τον σκοπό αυτό. Ακόμα κι αν αναβαθμίζονταν οι θετικές επιστήμες, στην πράξη θα ξεστράτιζαν σε άγονες γλωσσικές ασκήσεις. Ως ζωντανή γλώσσα, η δημοτική άνοιγε τον δρόμο για ένα θετικά προσανατολισμένο πρόγραμμα σπουδών. Αυτή ήταν η δεύτερη προσδοκία.

Η τρίτη ήταν αμιγώς πολιτική: Να διαμορφωθούν πολίτες με ικανότητες ανάλυσης του κοινωνικού κόσμου, ώστε η αστική δημοκρατία να μην παραμένει θεσμικό κέλυφος. Για τον σκοπό αυτό προτάθηκε η στροφή στο κοινωνικό παρόν και η ενστάλαξη αστικών αξιών. Τα πασίγνωστα «Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου δεν προβλήθηκαν ως σύμβολο της μεταρρύθμισης διότι ήταν απλώς ένα ευχάριστο αφήγημα για παιδιά γραμμένο σε ζωντανή γλώσσα. Στις σελίδες του, οι είκοσι έξι μικροί πρωταγωνιστές του βιβλίου, μακριά από τους γονείς τους, με απόσταση δηλαδή από την παραδοσιακή κοινωνία, οικοδομούν το πρότυπο μιας σύγχρονης αστικής κοινωνίας, όπου οι προλήψεις αποδομούνται, ο ορθός λόγος κυριαρχεί και γίνεται όχημα προόδου, η ηγεσία αναδεικνύεται αξιοκρατικά, ο καταμερισμός εργασίας εδράζεται στις διαφοροποιημένες ικανότητες, ενώ ως κέντρο της κοινότητας δεν προβάλλεται πλέον η ενορία, αλλά το δημαρχείο, δηλαδή η συντεταγμένη Πολιτεία· μια κοινότητα η οποία αντιπαραβάλλεται στην παραδοσιακή κοινότητα των θρησκόληπτων και προληπτικών χωρικών και η οποία διαθέτει την ισχύ να ενσωματώσει πολιτισμικά τους εθνοτικά διαφορετικούς – εν προκειμένω την παρακείμενη κοινότητα των Βλάχων.

Όλα τούτα ξεδιπλώθηκαν κατά την τριετία 1917-20, με μοχλό τα νέα αναγνωστικά και τη συστηματική επιμόρφωση των δασκάλων – σημαντική αυτή, καθώς ήθελε να αναμορφώσει τις διδακτικές τους πρακτικές, μα κυρίως να στρέψει το βλέμμα τους από την παράδοση στη νεωτερικότητα. Ο αναμορφωμένος δάσκαλος, με μέσο τη δημοτική γλώσσα και εργαλεία τα νέα βιβλία, καλούνταν να ενσταλάξει στους μαθητές μια ανανεωμένη εθνική ταυτότητα, που δομείται λιγότερο με εικόνες του ένδοξου παρελθόντος και περισσότερο με επιλεγμένα υλικά του παρόντος και με σχέδια για ένα καλύτερο μέλλον – το μέλλον που υποσχόταν ο φιλελεύθερος εκσυγχρονισμός. Το σχολείο θα συνεισέφερε, στο μέτρο που του αναλογούσε, στη μετάβαση από την παραδοσιακή, αγροτική Ελλάδα σε μια ισχυρή, βιομηχανική χώρα, μια ολοκληρωμένη αστική Δημοκρατία. Στην Ελλάδα, δηλαδή, που θα διεκδικούσε με αξιώσεις μια θέση στην οικογένεια των προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών.

Όλες αυτές οι εκπαιδευτικές και οι ευρύτερες πολιτικές γνωρίζουμε ότι προκάλεσαν οξύτατες ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις. Συνάντησαν αντιπάλους στον παλιό πολιτικό κόσμο (μα και στο εσωτερικό των Φιλελευθέρων), σε κατεστημένα κοινωνικά συμφέροντα και σε κρυσταλλωμένα διανοητικά σχήματα. Κρίσιμο ρόλο ανέλαβαν τα θεσμικά προπύργια του συντηρητισμού, όπως η Φιλοσοφική Σχολή, η οποία παρήγαγε τότε τη διανόηση της χώρας, και η Εκκλησία, η οποία ηγεμόνευε στον κόσμο της υπαίθρου. Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου στα 1920 θα επιτρέψει τη ρεβάνς των συντηρητικών, η οποία θα αποτυπωθεί στη διαβόητη έκθεση της «Επιτροπείας», αυτή που απέληγε στην προτροπή «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων, [τα αναγνωστικά της δημοτικής], ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως». Από εκεί και πέρα η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αναδείχτηκε σε έναν από τους κεντρικούς τόπους της ευρύτερης ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα σε συντηρητικούς και φιλελεύθερους, με τους αριστερούς να τραβάνε το σχήμα των φιλελεύθερων σε πιο κοινωνικά μονοπάτια.

Δέκα χρόνια αργότερα, στην τετραετία 1928-32, ο Βενιζέλος, δείχνοντας τον εξ αριστερών κίνδυνο, επιχείρησε να στήσει γέφυρες με τους πολιτικούς και κοινωνικούς του αντιπάλους – και στα εκπαιδευτικά θέματα. Οι προσπάθειές του, όμως, παρά τις υποχωρήσεις που έκανε, ελάχιστα απέφεραν. Διότι οι συναινέσεις προϋποθέτουν κοινό γενικό προσανατολισμό· μπορούν να επιτευχθούν ενόσω εκδιπλώνεται ένα σχέδιο ικανό να υπερβεί τις επιμέρους κοινωνικές αντιθέσεις. Τέτοιο σχέδιο δεν επινοήθηκε στον Μεσοπόλεμο και οι διαμάχες για τον αναπροσανατολισμό του σχολείου, όταν δεν καταστέλλονταν βιαίως, όπως στις δικτατορικές εκτροπές, συνεχίζονταν με υφέσεις, εξάρσεις και παραλλαγές ώς τη Μεταπολίτευση.

Η αστική μεταρρύθμιση του σχολείου, εκείνη που εγκαίρως –τη στιγμή ακριβώς που οι περιστάσεις τη ζητούσαν– σχεδίασε ο Γληνός και δρομολόγησε ο Βενιζέλος, ολοκληρώθηκε τελικώς έξι δεκαετίες αργότερα, με τις μεταπολιτευτικές πρωτοβουλίες της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Μα ό,τι στον καιρό του δρα καταλυτικά, εκτός εποχής λιγοστά έχει να δώσει. Στα εξήντα χρόνια που μεσολάβησαν, πολλά οχήματα διέσχισαν τη λεωφόρο Αμαλίας. Τα τριάντα ένδοξα χρόνια της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας ήταν για μας τα πέτρινα χρόνια του μετεμφυλιακού κράτους. Όταν εκεί, στην Ευρώπη, ο φιλελευθερισμός μπολιαζόταν κοινωνικά, εδώ κυριαρχούσε ο πιο απελέκητος συντηρητισμός, η πλέον μισαλλόδοξη εθνικοφροσύνη. Κι όταν επιτέλους δόθηκε η πολιτική ευκαιρία, στη Μεταπολίτευση, είχε κοπάσει η οικονομική άνθηση και η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία έτεινε να απωλέσει την ηγεμονία της. Το στοίχημα ενός λειτουργικού, αστικού σχολείου με κοινωνικές ευαισθησίες, όπως άλλωστε το ευρύτερο στοίχημα του εκσυγχρονισμού της χώρας, έμεινε μετέωρο. Όχι διότι δεν επιχειρήθηκε, ούτε διότι ηττήθηκε, αλλά διότι δεν συναντήθηκε με την εποχή του· όλα στον καιρό τους γίνονταν λειψά και ολοκληρώνονταν ετεροχρονισμένα.

Όμως γιατί μια τέτοια αναδρομή; Τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά τα περασμένα, με τα σημερινά κρίσιμα διακυβεύματα; Η Ιστορία δεν είναι τσελεμεντές. Δεν μπορούμε να αντλήσουμε συνταγές δράσης από εκεί. Μπορούμε όμως να εντοπίσουμε αναλογίες, να στοχαστούμε πάνω σε ομοιότητες και διαφορές.

Σήμερα, για παράδειγμα, όπως και πριν από εκατό χρόνια, ανακύπτει πάλι το αίτημα για ανανέωση της εθνικής μας ταυτότητας. Μα το στοίχημα δεν είναι πλέον μια συμπαγής εθνική ταυτότητα, αλλά αντιθέτως μια εθνική ταυτότητα λιγότερο ανελαστική, περισσότερο ρευστή, πιο ανεκτική στις αποκλίσεις, που εντάσσει τους διαφορετικούς δίχως να απαιτεί την αφομοίωσή τους. Το σχολείο έχει πολλά να προσφέρει σε αυτό. Παρόμοια, η οικονομική ανάκαμψη τίθεται ξανά επί τάπητος, μα το στοίχημα δεν είναι πλέον η εκβιομηχάνιση – βρισκόμαστε σε αναζήτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης. Κι όσο αδυνατούμε να το ορίσουμε με σαφήνεια, τόσο το σχολείο θα μένει αγκυρωμένο σε μοτίβα που παρήλθαν· θα απαντά σε ερωτήματα ανεπίκαιρα. Η διαμόρφωση του κριτικού πολίτη παραμένει, επίσης, διαρκές στοίχημα. Αν τότε ήταν χρήσιμη, σήμερα είναι περισσότερο από αναγκαία. Ζούμε σε έναν σύνθετο κόσμο. Η ανάγνωσή του προϋποθέτει αυξημένες ικανότητες παρατήρησης και ανάλυσης. Αν το σχολείο δεν καταφέρει να οικοδομήσει τα αναγκαία για τον σκοπό αυτό νοητικά εργαλεία, η δράση θα κατευθύνεται από τις πάσης φύσεως θεωρίες συνωμοσίας. Είναι, τέλος, κάποιες ανάστροφες διαδρομές: Σε σχεδόν ολόκληρο τον 20ό αιώνα, το κράτος εγκολπωνόταν και αφομοίωνε διαρκώς τις εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες ιδιωτών και ιδρυμάτων· σήμερα η αγορά αποσπά εκπαιδευτικές λειτουργίες από το κράτος και ταυτόχρονα η αγοραία λογική διαχέεται στην κρατική εκπαίδευση.

Για όλα αυτά (και όχι μόνο γι’ αυτά) θα αναπτυχθούν και τώρα, όπως στον Μεσοπόλεμο, ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις. Τότε τον δρόμο ανοίγαν οι φιλελεύθεροι του Βενιζέλου. Σήμερα την πρωτοβουλία έχουν οι αριστεροί του ΣΥΡΙΖΑ. Αν θα επιλέξουν ρήξεις (και τι είδους ρήξεις) ή θα αναζητήσουν συναινέσεις (και τι είδους συναινέσεις) θα εξαρτηθεί από τις ικανότητές τους να ορίσουν με σαφήνεια τον προσανατολισμό, να αποτιμήσουν ορθά τον συσχετισμό δυνάμεων, να οικοδομήσουν τις κατάλληλες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες και να κινηθούν με διορατικότητα σε ένα δύσβατο τοπίο, όπου οι παγίδες είναι περισσότερες από τα ξέφωτα. Δεν θα είναι εύκολο. Μα ποτέ δεν ήταν.

1 Την Τρίτη 7 Μαρτίου είχε οργανωθεί στο Μουσείο Φωταερίου η πιο αμφιλεγόμενη παρουσίαση βιβλίου: «Εκ παιδείας άρξασθαι. Η Έκθεση του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία» (εκδ. Ασίνη, 2017). Η εκδήλωση δέχτηκε πυρά πανταχόθεν. Από δεξιά, από αριστερά, από μέλη ακόμα του κυβερνώντος κόμματος. Είναι αλήθεια πως δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Με οικοδεσπότη τον Αντώνη Λιάκο, επρόκειτο να αντιπαρατεθούν οι Γαβρόγλου, Φίλης, Διαμαντοπούλου, Ρεπούση και Φορτσάκης – ολόκληρο το πολιτικό φάσμα των υπουργών ή οιονεί υπουργών Παιδείας. Ζητήθηκε και από εμένα να ανατρέξω εισαγωγικά στην πρώτη σημαντική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, εκείνη που είχε δρομολογηθεί έναν αιώνα νωρίτερα. Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε για να εκφωνηθεί εκεί, στο Γκάζι. Δεν εκφωνήθηκε. Ευάριθμοι δάσκαλοι της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς δεν περιόρισαν την κριτική τους σε επιχειρήματα, αντιμαχίες ή τις συνήθεις καταγγελίες· κλιμάκωσαν με αντισυγκέντρωση, φωνασκίες και απειλές, ασκώντας μια ιδιότυπη κινηματική λογοκρισία. Η ελευθερία του λόγου, όμως, δεν υπόκειται στο κριτήριο της ιδεολογικής συγγένειας. Είναι πάντοτε η ελευθερία του αντίπαλου λόγου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL