Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
18 °C
15.1°C19.8°C
3 BF 56%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
14.7°C17.0°C
1 BF 75%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
14.8°C17.1°C
3 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
14.8°C17.5°C
1 BF 58%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
14 °C
13.9°C16.9°C
0 BF 62%
Περί συγχωνεύσεων στον ερευνητικό ιστό
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Περί συγχωνεύσεων στον ερευνητικό ιστό

Pascal Normand*

Στο νόμο 4510/2012 που ψηφίστηκε στις 29/02/2012 με τη διαδικασία του κατεπείγοντος περιελήφθησαν ρυθμίσεις για συγχωνεύσεις ερευνητικών Ινστιτούτων στα Ερευνητικά Κέντρα που εποπτεύονται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ). Με τις διατάξεις του άρθρου 5, τα τότε 56 Ινστιτούτα συμπτήχθηκαν σε 31 στη βάση μιας στοχοθεσίας (βλ. την αντίστοιχη αιτιολογική έκθεση) που συνοψίζεται στα εξής: (1) Την επίτευξη κρίσιμης μάζας ερευνητών σε επιλεγμένους επιστημονικούς τομείς εθνικής προτεραιότητας, (2) την επίτευξη οικονομιών κλίμακας στις δαπάνες των ερευνητικών φορέων, (3) τη λειτουργική ενοποίηση των ερευνητικών Ινστιτούτων με βάση τη θεματική συνάφεια αυτών, (4) την ενδυνάμωση του κριτηρίου της Αριστείας ως κεντρικού κριτηρίου για την ενίσχυσή των ερευνητικών φορέων, (5) την επίτευξη επωφελέστερων επιστημονικών συνεργειών και (6) τον αποδοτικότερο πολυετή σχεδιασμό και προγραμματισμό των επιστημονικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων των ερευνητικών φορέων.

Οι στόχοι αυτοί συνδυάζουν σημαντικές παραμέτρους που αξίζει κανείς να σχολιάσει ξεκινώντας με την έννοια της κρίσιμης μάζας. Η έννοια αυτή δεν είναι σαφώς καθορισμένη και παραμένει πολύ συζητήσιμη αλλά όπως το θέτει η έκθεση μπορεί να γίνει κατανοητή ως ο αριθμός των ερευνητών που χρειάζεται σε μια ομάδα ώστε να επιτευχθούν ορισμένα διεθνή πρότυπα επιστημονικής ποιότητας και παραγωγικότητας. Όπως το υπογραμμίζουν οι Ralph Kenna και Bertrand Berche1, αυτό οδηγεί συχνά στο σκεπτικό ότι το «όφελος» αυξάνει με την αύξηση του μεγέθους των ερευνητικών ομάδων και ενθαρρύνει την ιδέα της συγκέντρωσης των ερευνητικών «πόρων» σε ένα περιορισμένο αριθμό ιδρυμάτων σημαντικού μεγέθους. Θα ήταν όμως λάθος να συμπεράνει κανείς ότι η απόδοση μιας ομάδας αυξάνεται απεριόριστα ανάλογα με τον αριθμό των ερευνητών. Οι παραπάνω συγγραφείς όμως υποδεικνύουν ότι η κυρίαρχη παράμετρος που βελτιώνει την απόδοση είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων εντός της ομάδας, η οποία αλληλεπίδραση σταματά να δρα αποτελεσματικά όταν ο αριθμός των ατόμων αυτών ξεπερνά ένα ανώτατο όριο (η «ανώτατη» κρίσιμη μάζα, ΑΚΜ) και η ομάδα αρχίζει να διασπάται σε υπο-ομάδες. Η στατιστική ανάλυση που παρουσιάζουν οι συγγραφείς οδηγεί σε μια ενδιαφέρουσα ποσοτικοποίηση της ΑΚΜ καθώς και της «κατώτερης» κρίσιμης μάζας (ΚΚΜ = ΑΚΜ/2) που χρειάζεται μια ομάδα για να επιβιώσει. Ενδεικτικά, σημειώνουμε ότι στους τομείς των εφαρμοσμένων μαθηματικών, της βιολογίας, της εφαρμοσμένης φυσικής και της χημείας, το ανώτατο όριο της κρίσιμης μάζας (ΑΚΜ) υπολογίζεται σε 12, 21, 26 και 36 άτομα (ως σύνολο μόνιμων και μη μόνιμων ερευνητών) αντίστοιχα. Στη βάση των παραπάνω και μόνο, αναρωτιέται κανείς γιατί οι νομοθέτες του Ν4510/2012 προχώρησαν σε συγχωνεύσεις ερευνητικών ινστιτούτων με πληθυσμό ερευνητών που ξεπερνά κατά πολύ αυτούς τους ενδεικτικούς αριθμούς. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα παραμένει η συγχώνευση σε ένα Ινστιτούτο των τότε τριών Ινστιτούτων του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», το Ινστιτούτο Επιστήμης Υλικών, το Ινστιτούτο Φυσικοχημείας και το Ινστιτούτο Μικροηλεκτρονικής με 26, 22 και 17 μόνιμους ερευνητές αντίστοιχα. Αριθμοί που υπερδιπλασιάζονται όταν υπολογίζονται και οι μη μόνιμοι ερευνητές.

Η έκθεση (2011) της εταιρίας RAND Europe στην οποία το υπουργείο Παιδείας είχε αναθέσει την εκπόνηση αξιολόγησης του ελληνικού συστήματος έρευνας, είχε ορθά επισημάνει ότι υπάρχουν πιο γόνιμοι στόχοι για την πολιτική της κρίσιμης μάζας από την αυστηρή προσοχή στο μέγεθος, σημειώνοντας ότι δεν είναι το μικρό μέγεθος μιας ομάδας που τείνει να είναι το βασικό πρόβλημα στην απόδοση της, αλλά η απομόνωση της (βλ. την αγγλική έκδοση της έκθεσης). Τονίζεται έτσι η σημασία των παραγόντων επικοινωνίας, αλληλεπίδρασης, διασύνδεσης και συνεργασίας στον προσδιορισμό της κρίσιμης μάζας, η οποία δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στο «μέγεθος» και μας οδηγεί στο κρίσιμο συμπέρασμα των Kenna και Berche: «Αντί να προωθείται μια πολιτική συγκέντρωσης πόρων σε ένα περιορισμένο αριθμό ιδρυμάτων ή μεγάλων ομάδων, θα ήταν πιο σκόπιμο να αναπτυχθεί μια πολίτικη στήριξης στους «θύλακες αριστείας» όπου και να βρίσκονται».

Παραμένει όμως ανεξήγητο το πως οι νομοθέτες διασύνδεσαν «την επίτευξη κρίσιμης μάζας ερευνητών σε επιλεγμένους επιστημονικούς τομείς εθνικής προτεραιότητας» ή ακόμη «την ενδυνάμωση του κριτηρίου της Αριστείας ως κεντρικού κριτηρίου για την ενίσχυση των ερευνητικών φορέων» με διοικητικές συγχωνεύσεις ινστιτούτων. Τα δεδομένα που οδήγησαν σε μια τέτοια λογική παραμένουν ακόμα και σήμερα άγνωστα στην ερευνητική κοινότητα όπως εξάλλου παραμένουν απροσδιόριστοι οι επιλεγμένοι επιστημονικοί τομείς εθνικής προτεραιότητας.

Τα παραπάνω συνδέονται στενά με τον τρίτο στόχο (τη λειτουργική ενοποίηση των ερευνητικών Ινστιτούτων με βάση τη θεματική συνάφεια αυτών) και τον πέμπτο στόχο (την επίτευξη επωφελέστερων επιστημονικών συνεργειών) της αιτιολογικής έκθεσης, οι οποίοι αναδεικνύουν έμμεσα την ιδιαίτερη σημασία που δίνεται σήμερα στις διεπιστημονικές και πολυκλαδικές ερευνητικές δραστηριότητες. Ανεξάρτητα όμως από το τι πιστεύει ο καθένας για το χαρακτήρα αυτού του προσανατολισμού της έρευνας, ο οποίος προωθείται κυρίως για τη δημιουργία «καινοτόμων προϊόντων», είναι προφανές ότι η τόνωση τέτοιων ερευνητικών δραστηριοτήτων δεν επιτελείται με «τυπικές» διοικητικές συγχωνεύσεις ινστιτούτων στη βάση συνεργασιών και θεματικής συνάφειας ερευνητικών ομάδων, ιδιαίτερα όταν τα ινστιτούτα αυτά ανήκουν στο ίδιο ερευνητικό κέντρο και βρίσκονται στον ίδιο όροφο ή σε διπλανά κτήρια.

Μπορεί πράγματι η ενοποίηση ερευνητικών ινστιτούτων ή ομάδων να προσφέρει στην ανάπτυξη επιστημονικών δραστηριοτήτων και να έχει ένα αντίκτυπο σε ορισμένους τομείς της οικονομίας, αλλά αυτό επιζητά πριν από όλα μια ουσιαστική διαβούλευση ανάμεσα στην πολιτεία, την ερευνητική κοινότητα, τη βιομηχανία και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Μια προσέγγιση που θα βασιζόταν στις δεξιότητες και στην εμπειρία όλων, με στόχο να επιτραπεί στο ερευνητικό σύστημα να αυτό-εδραιωθεί, όπως επισημάνεται στη έκθεση της RAND, στην οποία τονίζεται, ότι οι συγχωνεύσεις Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων θα μπορούσαν να ενθαρρυνθούν, αλλά όχι να επιβληθούνΕναπόκειται στην ερευνητική κοινότητα να καθορίσει τη μελλοντική δομή του συστήματος.

Αυτή η επισήμανση της RAND έχει μια ελκυστική δημοκρατική χροιά αλλά δυστυχώς παραμένει στην πράξη στον κόσμο των παραμυθιών αφού μέχρι σήμερα η νομοθεσία δεν δίνει το δικαίωμα στην ερευνητική κοινότητα να συμμετέχει ουσιαστικά σε θεσμικά όργανα διαμόρφωσης και άσκησης πολιτικής. Η φωνή της ερευνητικής κοινότητας δεν εισακούστηκε στην περίπτωση των εν λόγω συγχωνεύσεων ερευνητικών ινστιτούτων με αποτέλεσμα να δημιουργούνται δυσάρεστες καταστάσεις με ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες. Για παράδειγμα, η συγχώνευση που αναφέραμε παραπάνω του Ινστιτούτου Μικροηλεκτρονικής του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» με δυο αλλά Ινστιτούτα, η οποία επιβλήθηκε με την αντίθετη γνώμη του συνόλου των ερευνητών (βλ. τη σχετική δημόσια διαβούλευση για την «Αναδιάρθρωση του Ερευνητικού Ιστού», http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1128) και του ΔΣ του Κέντρου κατάληξε σε απώλεια ταυτότητας και αποδυνάμωση ερευνητικής δυναμικής σε ένα βασικό και απαραίτητο τομέα αιχμής της έρευνας. Μια επιζήμια αναδιοργάνωση που μπορεί να οδηγήσει βραχυπρόθεσμα στο κλείσιμο μιας μοναδικής εθνικής υποδομής για την ανάπτυξη Μικρο-Νανοηλεκτρονικών και Φωτονικών διατάξεων καθώς και Αισθητήρων και Μικροσυστημάτων. Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, μετά τη ψήφιση του νόμου 4510/2012 η πολιτεία συνέχισε το καταστροφικό έργο της αντιμετωπίζοντας τα συγχωνευμένα και τα μη-συγχωνευμένα Ινστιτούτα με τους ίδιους όρους όσον αφορά και τις δυνατότητες χρηματοδότησης. Το παράδειγμα του προγράμματος ΚΡΗΠΙΣ όπου όλα τα ερευνητικά Ινστιτούτα της ΓΓΕΤ βρέθηκαν να διεκδικούν χρηματοδότηση ίδιου μεγέθους είναι σε αυτό το επίπεδο το πιο ενδεικτικό. Έτσι τα συγχωνευθέντα τρία Ινστιτούτα του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» σε ένα, με 65 μόνιμους ερευνητές και ένα σύνολο προσωπικού πάνω από 250 άτομα βρέθηκε να διεκδικεί μια χρηματοδότηση ύψους 1.5 εκ. ευρώ ίδιου μεγέθους με αυτήν των μη-συγχωνευθέντων Ινστιτούτων που διαθέτουν πολύ λιγότερο προσωπικό.

Ο στόχος «επίτευξη οικονομιών κλίμακας στις δαπάνες των ερευνητικών φορέων» της αιτιολογικής έκθεσης του ν.4510/2012 εκ πρώτης όψεως εντυπωσιάζει και τραβά την προσοχή ιδιαίτερα στην εποχή των μνημονίων. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι προέκυψε από μια ολοκληρωμένη οικονομοτεχνική μελέτη, η οποία δυστυχώς δεν κοινοποιήθηκε στην ερευνητική κοινότητα. Είναι όμως ενδιαφέρον να σημειώσουμε τα εξής. Το κύριο στοιχείο που προκύπτει από τη διοικητική συγχώνευση δυο ινστιτούτων είναι ουσιαστικά η κατάργηση μιας θέσης διευθυντή που οδηγεί στην εξοικονόμηση ενός επιδόματος (περίπου 600 ευρώ μεικτά το μήνα το 2012), καθώς ο αποχωρήσας παραμένει σε μια θέση ερευνητή ή αν είναι μέλος ΔΕΠ επιστρέφει σε ΑΕΙ και ο μισθός του συνεχίζει να καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ένας απλός υπολογισμός για το σύνολο των ινστιτούτων που συγχωνεύτηκαν δείχνει μια εξοικονόμηση κονδυλίων ύψους 150.000 ευρώ σε ετήσια βάση, η οποία εξοικονόμηση αντιστοιχούσε το 2012 σε περίπου το 0.33% !!! της επιχορήγησης των Ερευνητικών Κέντρων της ΓΓΕΤ. Ωστόσο είναι κάπως δύσκολο να πιστεύει κανείς ότι οικονομία κλίμακας θα προέκυπτε λόγω των συγχωνεύσεων ερευνητικών ινστιτούτων, όπως ορθά είχε τονιστεί από το σύνολο των ερευνητών του τότε Ινστιτούτου Μικροηλεκτρονικής του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», τον Κώστα Φωτάκη ως Πρόεδρο του ΔΣ του ΙΤΕ, και πολλών άλλων ερευνητών και συλλογικών οργάνων ερευνητικών κέντρων στη σχετική δημόσια διαβούλευση για την «Αναδιάρθρωση του Ερευνητικού Ιστού». Παραμένει το ζήτημα για το πως το επιχείρημα των οικονομιών κλίμακας έπεισε τους βουλευτές που τάχθηκαν υπέρ του σχετικού νομοσχέδιου.

Στα πλαίσια του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία, η Πολιτεία έχει την ευκαιρία να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος και να αναδείξει με τόλμη τη σημασία της αναδιάρθρωσης της έρευνας στην πορεία για την ανάπτυξη της χώρας.  [

1R. Kenna και B. Berche, «Critical mass and the dependency of research quality on group size», Scientometrics 86 (2011) 527-540, και «Masse critique d’un groupe de recherche», Reflets de la Physique 27 (2011) 21-23.

*Διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Νανοεπιστήμης και Νανοτεχνολογίας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL