Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
19.4°C21.6°C
2 BF 69%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ασθενής ομίχλη
19 °C
15.6°C20.8°C
2 BF 70%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
17.7°C19.8°C
4 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
25 °C
22.5°C24.8°C
2 BF 34%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
21 °C
20.9°C22.3°C
3 BF 46%
Το σύμπαν του Γιάννη Μπεχράκη
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Το σύμπαν του Γιάννη Μπεχράκη

Του Ανδρέα Μπελεγρή

Στις 20 Ιουλίου 1969, όταν ο Γιάννης Μπεχράκης στην ηλικία των εννέα ετών κόλλησε τ’ αυτί του στο ηχείο του ραδιοφώνου της Λέσχης Αξιωματικών Φρουράς Κοζάνης για να ακούσει καθαρά, μέσα στη φασαρία της αίθουσας, την είδηση της προσελήνωσης του Απόλλων 11 ξύπνησε η επιθυμία μέσα του να δει, όπως θα διηγούταν αργότερα,  τι υπάρχει «πέρα από τον ορίζοντα». Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 βρήκε τον τρόπο να το κάνει.

Ήταν τότε που ανακάλυψε την τέχνη της φωτογραφίας και συνειδητοποίησε ότι, ως φωτορεπόρτερ, θα μπορούσε να ικανοποιήσει την αγωνία του να ανακαλύπτει διαρκώς νέους κόσμους, κάτι που είχε γίνει ήδη ο προσωπικός του δαίμονας. Ακολούθησαν μερικά χρόνια στα οποία μεσολάβησε μια αλληλουχία προσωπικών επιλογών και εύνοιας της τύχης, ώσπου το 1987 δημοσιεύεται η πρώτη φωτογραφία του σε ξένο Μέσο – στη L’ Equip – από το Ευρωμπάσκετ εκείνης της χρονιάς. Θα αρκούσαν ελάχιστοι μήνες μετά για να γίνει μόνιμος συνεργάτης στο Reuters και να ξεκινήσει το φωτογραφικό του ταξίδι στον κόσμο: Λιβύη, Σεράγεβο, Κόσσοβο, Αλβανία, Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν, Αίγυπτος, Κασμίρ, Συρία, Νότιος Αφρική, Τσετσενία, Ισραήλ, Παλαιστίνη, Τουρκία, Λίβανο, Τυνησία, Ουκρανία. Σιέρα Λεόνε. 

Στα χρόνια που ακολούθησαν τη σημαντικότερη δουλειά του την έκανε σε ακραίες συνθήκες, ακολουθώντας την πορεία προσφύγων, ανταρτών, διαδηλωτών, αμάχων, τραυματιών πολέμου (θυμάτων των κρίσεων συνεννόησης ή συμφερόντων των ισχυρών). Έζησε μια μυθική επαγγελματική ζωή.

Και έγινε ο απόλυτος μάστορας της φωτογραφίας. Εκεί που άλλοι έβαζαν νερό στο κρασί τους για να δείξουν ότι έχουν θέμα, ο Γιάννης έδειχνε τα δόντια του. Θεωρούσε έγκλημα καθοσιώσεως τις στημένες φωτογραφίες, τις στημένες πόζες, τις στημένες ιστορίες. Όπως το ίνδαλμά του, ο Ρόμπερτ Κάπα, έλεγε (ο Κάπα μίλαγε ειδικώς για την Ισπανία απαντώντας στις επικρίσεις για τη φωτογραφία του ο Στρατιώτης που πέφτει νεκρός): «Δεν χρειάζεται τρικ για να τραβήξεις φωτογραφία στην Ισπανία.  Δεν χρειάζεται να στήσεις τη μηχανή σου. Οι εικόνες βρίσκονται εκεί και απλώς τις παίρνεις. Η αλήθεια είναι η καλύτερη εικόνα». Δεν ήταν πάντα εύκολο όσο ακούγεται. Ως γιος στρατιωτικού είχε μια ατσάλινη πειθαρχία και υπομονή πάνω στη δουλειά. Έκανε πράγματα για να μπει στην καρδιά των γεγονότων που δεν προλάβαμε να μας πει ή δεν θα μας έλεγε ποτέ.

Του άρεσε η ζωή, όμως ο θάνατος δεν ήταν ένα έκτακτο γεγονός γι’ αυτόν. Όπου και αν πήγαινε, ας πούμε ακόμα και για έναν καφέ με έναν φίλο στο κέντρο της Αθήνας, είχε συνήθως μαζί του τα απαραίτητα εργαλεία της δουλειάς του, ενώ φορούσε μια σφυρίχτρα στον λαιμό. Για τον Γιάννη ήταν αδιαπραγμάτευτο να μην χάνει ευκαιρίες για να βρίσκεται μπροστά σε ένα περιστατικό. Βρισκόταν εκεί με μια θυελλώδη, οργιαστική ευκολία.

Περπάτησε μέρες ολόκληρες μόνος του σε αχανείς εκτάσεις, ο ύπνος γι’ αυτόν ήταν σπαταλημένος χρόνος, χτυπήθηκε από πολεμιστές διαφόρων πολέμων, είδε τον κολλητό του φίλο να σκοτώνεται μπροστά του (περίμενε να πεθάνει κι ο ίδιος), κυνηγήθηκε από αστυνομίες, φωτογράφισε στρατούς να αποχωρούν ή να εισβάλλουν σε τρίτες χώρες, τσακώθηκε άγρια στα στενά των πιο απίθανων πόλεων του κόσμου.

Φανταστείτε τον να δουλεύει. Κυκλοφορεί επί ώρες, πάντα μόνος, με το νευρικό του περπάτημα μέσα σε ένα αναστατωμένο πλήθος, στον λαβύρινθο επεισοδιακών διαδηλώσεων. Παρατηρεί τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, για να βρει τον ήρωα της συγκεκριμένης ιστορίας. Τον βρίσκει. Κλικ. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά να δει μέσα σ’ αυτόν τον χαμό τι τράβηξε. Μετά από ώρες επιστρέφει στο ξενοδοχείο. Βλέπει ξανά την καλύτερή του εικόνα, κάνει ένα editing και την αποστέλλει μαζί με άλλες.

Με βάση τα αξιολογικά του κριτήρια ανασυνθέτει το ιστορικό γεγονός, που εκείνη τη στιγμή συζητάει όλη η υφήλιος. Το βλέμμα του μεταμορφώνεται στο βλέμμα εκατομμυρίων ανθρώπων. Χαράματα την επόμενη ημέρα ξυπνάει και από το κρεβάτι ακόμα βλέπει από το κινητό του τα πρωτοσέλιδα των μεγαλύτερων εφημερίδων του κόσμου. Η εικόνα του βρίσκεται εκεί. Αναπαράγεται από ιστοσελίδες και τηλεοπτικά δίκτυα. Οι πρώτες αντιδράσεις, λόγω της φωτογραφίας, έχουν αρχίσει να ακούγονται. Έχει ήδη εισβάλλει στις κρύες αίθουσες των πολιτικών αποφάσεων, εκεί που συζητείται το αβέβαιο μέλλον ενός λαού, μέσα από αντιπαραθέσεις γραφειοκρατών, πολιτικούς εκβιασμούς και χαμένα στοιχήματα.

Του άρεσε το παιχνίδι με το παρών, που είχε ως αποκορύφωμα να παρεμβαίνει στις εξελίξεις μέσω της δουλειά του. Δεν βαρέθηκε ποτέ με μια του φωτογραφία να αναγκάζει ηγέτες κρατών να απολογούνται, δεν βαρέθηκε ποτέ να βρίσκεται στο κέντρο της μάχης. Ο ίδιος έλεγε: «Αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου: να μπορώ με τη δουλειά μου σαν φωτορεπόρτερ να είμαι ο αυτόπτης μάρτυρας που θα πω στον κόσμο τι πραγματικά κρύβεται πίσω από την επιφάνεια που θέλουν κάποιοι να μας παρουσιάσουν, έστω αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να φτάσω τόσο βαθιά μέσα στην καρδιά της ιστορίας, που να εμπεριέχει προσωπικό κίνδυνο για τη ζωή μου».

Η δουλειά του ήταν σαν τη δουλειά των αρχαιολόγων, που δεν είναι καθόλου μια μηχανική πορεία σκαψίματος, αλλά στην αρχή της υπάρχει η ιδέα ότι τα αγάλματα ή οι σκελετοί θα μας πουν κάποια μυστικά για τα όρια του ανθρώπινου πολιτισμού. Σε αυτή την ενδόρρηξη, εξοικειωμένος με τα πιο άγρια ανθρώπινα ένστικτα, ο Γιάννης αναδείκνυε με τη μεγαλύτερη σαφήνεια αυτό ακριβώς που πρέπει να σταματήσει να επαναλαμβάνεται. Εκεί εστίαζε την θεματική του. Το σύμπαν που γεννιέται μέσα από τις φωτογραφίες του θεμελιώνεται στο αποτύπωμα που αφήνουν οι αθώοι. Το δίκιο είναι πάντα με την πλευρά του ανυπεράσπιστου.

Οι ήρωές του έχουν παρελθόν, αναμνήσεις, παραδόσεις και ήττες, την ώρα που βρίσκονταν μπροστά στον γκρεμό της μοίρας τους. Του άρεσε στις φωτογραφίες που επέλεγε να στείλει στο Reuters, να πρωταγωνιστούν άνθρωποι που στα πρόσωπά τους, στις κινήσεις τους ή στις σκιές τους αποτυπώνεται το πάθος της τραγωδίας τους.  

Τον συνάρπαζε να διηγείται ιστορίες ανθρώπων που είχε γνωρίσει. Σαν να ήταν μυθιστοριογράφος της λεπτομέρειας ανέσυρε την αλήθεια ενός γεγονότος πίσω από μια ξεχωριστή κίνηση δύο ανταρτών, ένα αντικείμενο στα χέρια ενός άντρα, τα παπούτσια που φορούσαν τέσσερα παιδιά κρεμασμένα σε ένα πεζούλι, τα ακριβά ή σκισμένα ρούχα ενός ηλικιωμένου. Ακόμα και το πώς έπεφτε το τσαντόρ στο σώμα μιας γυναίκας, δυνητικά ήταν θέμα, όπως στη φωτογραφία με τις Ιρανές γυναίκες στην 8η Σύνοδο του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης, το 1988. Δεν περιοριζόταν να μας πει απλά ότι κάτι συνέβη κάπου στον πλανήτη. Μέσα από την ανάδειξη της λεπτομέρειας αναδείκνυε την τραγική/ανθρώπινη διάσταση των πρωταγωνιστών του γεγονότος. Έβαζε μέσα στο γεγονός αυτόν που έβλεπε τις φωτογραφίες του, τον έκανε πρωταγωνιστή, τον έφερνε  μπροστά από τις δικές του ευθύνες, ακόμα κι αν βρισκόταν στην άλλη άκρη της γης.

Στο σύμπαν του Γιάννη οι αδύναμοι διεκδικούν ακούραστα να είναι ίσοι με τους δυνατούς. Φωτογράφιζε με ψυχρή ζέση τους ισχυρούς του πλανήτη, όπως το 1989 στην φωτογραφία του Καντάφι σε ξενοδοχείο στην Τρίπολη της Λιβύης. Πολλές φορές τους φωτογράφιζε με γκροτέσκα διάθεση, όπως το 1988 με τους ψυχραμένους τότε Θάτσερ και Μιτεράν στη Σύνοδο της Ρόδου. Κάποιες από τις πιο δυνατές φωτογραφίες του μετατρέπονταν σε σφυριές στον τοίχο της «επίσημης ενημέρωσης», που προκαλούσαν τις ρωγμές που φανέρωναν το χάος της σκοτεινής πλευράς.

Πηγαινοερχόταν ανάμεσα στο υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα και την ξερή ειδησεογραφική απογύμνωση. Είναι δύσκολη πορεία αυτή. Μπορούσε να μιλάει ώρες ολόκληρες γι’ αυτή την ισορροπία. Δεν  ήταν αυτοσκοπός για τον Γιάννη μια ωμή φωτογράφιση της στιγμής που, ναι μεν, θα προκαλούσε αισθήματα αποτροπιασμού, όμως δύσκολα κάποιος θα της έριχνε δεύτερο βλέμμα. Από την άλλη πλευρά, σε απέτρεπε: «μην τραβάς φωτογραφίες που θα μπορούσε να τραβήξει η θεία σου». Ωστόσο μια φωτογραφία με αποκλειστικό στόχο την καλλιέπεια αποκλειόταν από τα ζητούμενα της δουλειάς του. Γι’ αυτό άλλωστε αφοσιώθηκε στο φωτορεπορτάζ.

Οι φωτογραφίες του ξεχωρίζουν για τη  μουσικότητα της γλώσσας τους, την προσωδία και τη συνοχή τους. Και κάτι ακόμα περισσότερο: σε κάποιες από αυτές υπάρχει κλιμάκωση της έντασης. Οι άνθρωποι κινούνται. Ήταν τόσο ακριβές το κλικ που πάταγε – την σωστή στιγμή, από τη σωστή γωνία, με τα σωστά χρώματα -, ώστε βρίσκεται εκεί το «πριν» και το «μετά». Οι φωτογραφίες του πάλλονται με τα τραγούδια των απελπισμένων, όπου σε κάποιες εικόνες συγχρονίζονται τέλεια περισσότερες από μία μελωδίες. Για παράδειγμα, στην τελευταία εργασία του για την προσφυγική κρίση στην Ελλάδα το 2015 ή, λίγο πριν, για τον πόλεμο της Λιβύης στη Μισράτα τον Απρίλιο το 2011, οι εικόνες του φτάνουν σε ένα επίπεδο πυκνότητας, όπως οι αριστουργηματικές εποποιίες του Μπρέγκοβιτς, το νοσταλγικό «Αμέρικα Αμέρικα» των Καζάν - Χατζιδάκι, αλλά και τα θηριώδη σεφραδίτικα λαϊκά τραγούδια.

Ο Γιάννης Μπεχράκης φωτογράφησε τα πάντα, από πολέμους, επαναστάσεις, Συνόδους Κορυφής και Ολυμπιακούς Αγώνες μέχρι την έξοδο από το Ωνάσειο του καταβεβλημένου Ανδρέα Παπανδρέου το 1996, τη γροθιά από αστυνομικό στη συνάδελφό του Τατιάνα Μπόλαρη το 2011 και την κηδεία του Νέλσον Μαντέλα το 2013. Φωτογράφισε την ελληνική κρίση, τις διαδηλώσεις στο Σύνταγμα, τους άστεγους. Έκανε ότι μπορούσε να κάνει στη ζωή του ένας δημοσιογράφος.

Έφτασε και ξεπέρασε πολλές φορές τα ανθρώπινα όρια. Φωτογράφιζε, θέσει διεθνιστής, για όλους. Σάρωνε τα βραβεία όπου συμμετείχε. Και φωτογράφιζε ασταμάτητος. Ξανά. Έφυγε αγέρωχος με την σιγουριά ότι ακόμα κι αν του δινόταν περισσότερος χρόνος ζωής, θα συνέχιζε με την ίδια ένταση. Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά – σαν θέμα των φωτογραφιών του. Αυτός κι οι μικροί ή μεγάλοι ήρωές του δεν ησύχαζαν. Έρχονταν απ’ ευθείας από την Ιλιάδα:

«Φίλε μου, αν μπορούσαμε τον πόλεμο ν’ αποφεύγαμε / Και νέοι, μακριά από τον θάνατο, να ζούσαμε για πάντα / Ούτε εμένα θά ‘βλεπες στην πρώτη γραμμή της μάχης / Ούτε εσύ θα πήγαινες να χάσεις τη ζωή σου».

Την Κυριακή 24 Μαρτίου 2019 στις 12.00 το μεσημέρι θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση στη μνήμη του Γιάννη Μπεχράκη στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL