Live τώρα    
25°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
25 °C
22.8°C26.3°C
3 BF 32%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.6°C26.2°C
3 BF 34%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
21 °C
19.0°C24.8°C
2 BF 50%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.8°C21.8°C
2 BF 65%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
23.9°C24.5°C
2 BF 33%
Μεταξύ ακρίβειας, τέχνης και πολέμου (Παρίσι, φθινόπωρο 2013)
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Μεταξύ ακρίβειας, τέχνης και πολέμου (Παρίσι, φθινόπωρο 2013)

Ο δόκτωρ Τζέκιλ και ο μίστερ Χάιντ σε συσκευασία του ενός - όπως άλλωστε είναι και στην πρωτότυπη ιστορία. Τη λογοτεχνική αυτή εικόνα διάλεξε ένας γνωστός Γάλλος αναλυτής της εφημερίδας Le Monde για να σκιαγραφήσει το πορτρέτο του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ. Πράος, χωρίς εξάρσεις, γεμάτος κατανόηση για τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων και πάντα έτοιμος για διάλογο, όσον αφορά το εσωτερικό μέτωπο. Οξύς, επιθετικός, πολεμοχαρής και απολύτως σίγουρος για τις απόψεις του, όταν καλείται να πάρει αποφάσεις στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.

Πώς συμβιβάζονται αυτές οι δύο φύσεις του Γάλλου προέδρου; Το ερώτημα βεβαίως γεννιέται από τη στάση του Ολάντ στο συριακό πρόβλημα: ο Γάλλος πρόεδρος εμφανίστηκε -και εξακολουθεί να εμφανίζεται- ως ο πιο αδιάλλακτος πολιτικός της Δύσης, αυτός που από την αρχή υπερασπίστηκε τη «δυναμική» λύση της στρατιωτικής επέμβασης. Και βεβαίως είναι κοινό μυστικό ότι η Γαλλία θέλει να πουλάει όπλα, ότι έχει πολλά όπλα για πούλημα. Κι ότι μια στρατιωτική επέμβαση, όπως γενικότερα κάθε δραματική αλλαγή της πολιτικής κατάστασης ενός κράτους (με ό,τι αυτό σημαίνει για το δυσοίωνο μέλλον της ενδιαφερόμενης χώρας), σημαίνει βία, αίμα, όπλα. Όλοι θυμούνται ότι ο προκάτοχός του, ο Σαρκοζί, ήταν επίσης όχι μόνο ο πιο ένθερμος οπαδός της δυναμικής εξόντωσης του Καντάφι αλλά και ο βασικός οργανωτής της σχετικής επιχείρησης.

Σήμερα, κανείς στη Δύση (ούτε, νομίζω, στη Γαλλία), έχει σαφή εικόνα του τι συμβαίνει πραγματικά στη Λιβύη. Ο Καντάφι, βεβαίως, δεν ήταν κάποιος πάναγνος άγγελος του καλού και, όταν χρειάστηκε, σκότωσε εν μία νυχτί χιλιάδες ανθρώπους. Κανείς όμως δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι το διάδοχο σχήμα έφερε την ευτυχία στην αραβική τούτη χώρα ή ότι η θολούρα που υπάρχει για τη σημερινή λιβυκή πραγματικότητα προμηνύει θετικές εξελίξεις. Το αραβικό σκηνικό (το αποδεικνύει καθημερινά η Αίγυπτος αλλά και η Τυνησία, που κάθε τόσο μας στέλνει όλο και πιο ανησυχητικές ειδήσεις) είναι, έτσι κι αλλιώς, ένα πολύπλοκο σκηνικό, μια ωρολογιακή βόμβα που κανείς δεν ξέρει πότε και πώς θα σκάσει - ιδιαίτερα από τη στιγμή που βάλλονται καθεστώτα δοκιμασμένα στον αυταρχισμό και στον χρόνο.

Η Γαλλία, από την άλλη, είναι η ευρωπαϊκή χώρα που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ήταν πάντα προσηλωμένη στις αρχές του ανθρωπισμού και των προσωπικών ελευθεριών. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η «καλή» πλευρά του Ολάντ κέρδισε τις εκλογές (και τις εντυπώσεις), ακριβώς επειδή έδειξε μια κοινωνική ευαισθησία που θέλησε να πάει τη Γαλλία μερικά βήματα μπροστά (π.χ. την ισότητα όλων των πολιτών απέναντι στον θεσμό του γάμου). Πώς λοιπόν αυτή η φιλελεύθερη, φιλειρηνική Γαλλία ξεπερνά ακόμα και τους Αμερικανούς σε φιλοπόλεμη διάθεση;

Εύκολα φτάνει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο Τζέκιλ-Ολάντ μαζί με τον Χάιντ-Ολάντ καθρεφτίζουν μια χώρα που πάσχει από το ίδιο διπολικό σύνδρομο. Μέσα είμαστε δημοκράτες με έναν διαλλακτικό πρόεδρο, έξω είμαστε πολεμοκάπηλοι με έναν πρόεδρο που τον θέλουμε ισχυρό και ηγέτη. Να έχει σημασία που κανείς τελικά δεν εμπιστεύεται τη συριακή αντιπολίτευση που σε ορισμένα πράγματα ήδη φαίνεται χειρότερη από τον Άσαντ; Να έχει σημασία που ακόμα κανείς δεν είναι σίγουρος για το ποιος έριξε τελικά τα δηλητηριώδη αέρια; Να έχει σημασία που ακόμα και με την πιο «μαλακή» στρατιωτική επιχείρηση θα πεθάνουν κάποιες άλλες χιλιάδες άνθρωποι;

Φαίνεται πως δεν έχει. Στο όνομα του ανθρωπισμού, για μια φορά ακόμα, ο κυνισμός έχει το πάνω χέρι.

**

Η Γαλλία δεν ζει καμιά κρίση - τουλάχιστον το είδος της κρίσης που ζούμε εμείς εδώ. Φαίνεται από τις γεμάτες με κόσμο μπρασερί, από τις πανάκριβες τιμές φαγητών και ρούχων, από τα πρόσωπα που αγοράζουν έργα τέχνης στις διάφορες γκαλερί, από τα εκατομμύρια τουρίστες, από τις φροντισμένες βιτρίνες, από τη δυσκολία να βρεις ταξί. Εικόνες που εμείς κοντεύουμε να ξεχάσουμε. Ο μέσος Έλληνας που επισκέπτεται το σημερινό Παρίσι μοιραία αισθάνεται φτωχός. Φτωχός και κακομοίρης.

Φτωχός και κακομοίρης αισθάνεσαι, χρόνια τώρα, κι όταν επισκέπτεσαι τις μεγάλες εκθέσεις του Μπομπούρ. Αυτό το είδος των εκθέσεων που είχαμε σπάνια στην Ελλάδα, ακόμα και στις καλύτερες μέρες μας, και που βρίσκεις σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης.

Φέτος, για παράδειγμα, είναι η μεγάλη έκθεση του Ρόι Λιχτενστάιν (1923-1997), ενός από τους δύο "Πάπες" (ο άλλος είναι ο Άντι Ουόρχολ) της Ποπ Αρτ. Σχέδια, λάδια, μεταξοτυπίες και γλυπτά που ξεκινούν το 1962 (με ένα «πορτρέτο» του Μίκι Μάους) και φτάνουν ώς το 1997 (με τα αριστουργηματικά μινιμαλιστικά έργα γιαπωνέζικης έμπνευσης) δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα ενός ζωγράφου που στην αρχή είχε να αντιμετωπίσει τα πυρά της επίσημης κριτικής, αλλά στη συνέχεια θεωρήθηκε ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος μιας τέχνης που κυρίως αναπτύχθηκε μέσα από τα κόμικς. Την ημέρα που πήγαμε στο Μπομπούρ, οι αφιερωμένες στον Λιχτενστάιν αίθουσες, παρά τη μεσημεριάτικη ώρα, ήταν γεμάτες κόσμο, όλων των ηλικιών και -κρίνοντας από τα ρούχα που φορούσαν οι επισκέπτες- όλων των κοινωνικών τάξεων.

Η άλλη έκθεση που προλάβαμε να δούμε στο φετινό φθινοπωρινό Παρίσι ήταν η έκθεση φωτογραφιών του Κώστα Γαβρά. Φωτογραφίες ασπρόμαυρες, από αυτές που τραβάμε όλοι σε διάφορες στιγμές της ζωής μας. Η έκθεση ξεκινά με ένα αυτοπορτρέτο του ίδιου του Γαβρά, συνεχίζεται με μερικές οικογενειακές φωτογραφίες κι ύστερα ταξιδεύει στις τέσσερις γωνιές της Γης, εκεί όπου βρέθηκε ο Γαβράς συνήθως για να γυρίσει κάποια ταινία. Σκηνές από τον δρόμους του Καΐρου, της Αβάνας, της Μόσχας, των Παρισίων. Σκηνές από διαδηλώσεις ή από τα παρασκήνια πολιτιστικών εκδηλώσεων. Ο Αλιέντε, ο Κάστρο, ο Μιτεράν, ο Λανγκ, ο Ντεμπρέ σε νεαρή ηλικία. Φωτογραφίες από τα γυρίσματα ή τις παρουσιάσεις ταινιών - κυρίως από την «Εξομολόγηση», αυτή που ίσως είναι η καλύτερή του ταινία. Ο Σεμπρούν, ο Ποντεκόρβο, ο Μοντάν, η Σινιορέ, ο Βολοντέ, η Σνάιντερ. Φωτογραφίες που δεν θέλουν να παραστήσουν κάτι που δεν είναι, φωτογραφίες που αποτυπώνουν τη γεμάτη ευαισθησία ματιά ενός ανθρώπου που αγαπάει έτσι κι αλλιώς τον φακό αλλά και που δεν μένει αδιάφορος στα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα της εποχής του. Μοναδικό μείον της έκθεσης η απουσία ενός προγράμματος ή ενός βιβλίου που να αποτυπώνει και στο χαρτί τη φωτογραφική τέχνη του σκηνοθέτη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL