Live τώρα    
15°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αυξημένες νεφώσεις
15 °C
13.1°C15.4°C
2 BF 89%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ψιχάλες μικρής έντασης
14 °C
10.8°C14.9°C
4 BF 76%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
12 °C
10.0°C12.6°C
3 BF 80%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
18 °C
17.5°C17.8°C
4 BF 71%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
11 °C
10.7°C11.3°C
2 BF 100%
Ο προδιαγεγραμμένος αποχαιρετισμός στην ανθοφορία
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ο προδιαγεγραμμένος αποχαιρετισμός στην ανθοφορία

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ, Αφόρετα Θαύματα, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 111

Τα Αφόρετα θαύματα, είναι πέρα από τίτλος μια έννοια αμφίσημη, όπως και πολλές άλλες μεταφορικές έννοιες που η Ε.-Α. Λουκίδου έχει δείξει ως τώρα ότι χειρίζεται το συμβολικό ή το διφορούμενό τους με υπαινικτική και συνειρμική αξιοσύνη. Θυμίζω έναν άλλο τίτλο συλλογής της, Ν'ανθίζουμε ως το τίποτα (2004) όπου δένεται αντιθετικά μ' ένα εύληπτο συνειρμικό δίπολο, η ζωή κι ο θάνατος, η αίσθηση της ύπαρξης και το δέος για την ανυπαρξία, δημιουργώντας ένα πολύπτυχο νόημα, αχανούς προοπτικής. Ούτως ή άλλως, όχι μόνο οι αμφίδρομοι τίτλοι αλλά κι ένα σωρό ακόμα αντιθετικά δίπολα που θα συναντήσουμε στα πρόσφατα ποιήματά της (λ.χ. αγκαθωτό νερό, το φως του σκοταδιού και πιο ολοκληρωμένα και ρητά στο ποίημα «Το σκιάχτρο ή πως φτάσαμε ως εδώ»: «ό,τι μετριέται/πάντα φαίνεται λειψό/ κι ό,τι ονοματίζεται/ ως απουσία υπάρχει...», 16-18), κομίζονται εσκεμμένα στο ποίημα ως σχήματα εννοιολογικά, που επειδή δεν ακουμπούν πια σε αιχμηρά βιώματα, όπως στο παρελθόν, καταφεύγουν στη δημιουργία ενός είδους πυκνά διατυπωμένης στοχαστικής αφαίρεσης από την οποία προσδοκά η ποιήτρια να υποκαταστήσει την προηγούμενη συναισθηματική ένταση του ποιήματος. Βέβαια, δεν συμβαίνει αυτό γενικά, γιατί υπάρχουν στα Αφόρετα θαύματα και ποιήματα όπου το πρόσωπο δεν καταντά δυσδιάκριτο, καθώς το καλύπτουν τα πολλαπλά μαγνάδια του. Γίνεται όμως σ' ένα σημαντικό αριθμό των τωρινών ποιημάτων ∙ η Λουκίδου θεωρεί το είδωλο της ύπαρξης μέσα από τα πολλαπλά της απεικάσματα, όπως λόγου χάριν, το επιχειρούσε άλλοτε πολλές φορές ο Γιώργος Θέμελης (1900- 1976), τείνοντας προς μια ποίηση, ας πούμε οντολογική, σ' ένα τοπίο οιονεί καθημαγμένο από όπου δύσκολα ξεχώριζες το πάσχον πρόσωπο.

Θα επανέλθω αργότερα για να δω αν αυτή η παρατήρησή μου διαφοροποιεί την ποιητική τεχνική της και εν ταυτώ τη δομή των ποιημάτων της. Για την ώρα, τα «θαύματα» μπορεί να είναι «αφόρετα» για χίλιους δυο λόγους. Διότι παρέμειναν ως τώρα μακρινά και απρόσιτα, και παρά τη φαντασμαγορία τους αυτό που προξενούν είναι μάλλον θλίψη, αποκαρδίωση και αύξηση της αίσθησης της ερημιάς. Εξ αντιθέτου, μπορεί να αποδείχθηκαν αταίριαστα ως θαύματα γιατί η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ασθενική για να τα φτάσει και να τα κάνει δικά της. Μπορεί όμως τα αφόρετα θαύματα να έγιναν αφόρητα και η λαχτάρα για το θαυμάσιό τους να κόστισε στην ύπαρξη πόνο, στενοχώρια και μια παρατεταμένη, διαβίου διάψευση. Επιπλέον, ας λάβουμε υπ'όψη μας και κάτι που δεν είναι χωρίς σημασία: ότι ο τίτλος της συλλογής δεν είναι δάνειο από κάποιο ποίημά της, όπως συνήθως συμβαίνει, αλλά έρχεται σαν επιστέγασμα μιας δίπολης, γενικής αρχής που ισχύει για όλα. Τη μάταιη προσδοκία του θαυμαστού! Μια φαρμακωμένη διαπίστωση ή ένας στοχαστικός απόλογος που αφορά πρωτίστως τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, τον αποχαιρετισμό στην ως τώρα ανθοφορία του σώματος και της ψυχής. Το πλάσμα δεν μπόρεσε να ντυθεί τα θαύματα που τώρα τα βλέπει να απομακρύνονται και να το αποχαιρετούν. Μ' έναν τρόπο επιστρέφουμε εν είδει κύκλου στα πρότερα ποιήματα της Λουκίδου. Εκεί όπου το θαύμα συνέχιζε να βρίσκεται στην πλώρη της φαντασίας της. Ενώ τώρα, αντιπαραβάλλοντάς τα με αυτά των Αφόρετων θαυμάτων, η ανθοφορία μοιάζει με ένα περίλαμπρο πλοίο που σηκώνει άγκυρες μπροστά στο βλέμμα της ματαιωμένης ύπαρξης. `Η, αλλιώς, όπως το απόσπασμα που ακολουθεί, από το ποίημα «Εμείς αυτοί» (64-67), και όπου η ποιήτρια παίρνοντας το νήμα από τη δασκάλα της, την Κική Δημουλά, σαρκάζει την τυφλότητα όσων δεν θέλουν να δουν την ανημπόρια του ανθρώπου μπροστά στο άφευκτο:

Άλλοι χορεύουν με τα μάτια τους κλειστά

πάνω από μια πρόταση

κύριας ή δευτερεύουσας κραυγής

δεν έχει σημασία-

αρκεί να υπαινίσσεται αποχωρισμό

ή να δηλώνει ήττα

Τα Αφόρετα θαύματα της Ε.-Α.Λουκίδου προεκτείνουν τον κύκλο του Επιδόρπιου (2012), δηλαδή προεκτείνουν ένα είδος στοχαστικής ποιητικής αφήγησης και εν ταυτώ ένα είδος δραματουργικής αφαιρετικής τεχνικής. Η δραματουργική τεχνική της ποιήτριας ασφαλώς και προϋπήρχε ως τέτοια, απευθυνόμενη ως μοναχική απολογητική ομιλία προς τον «αδελφικό άλλο», ως διάλογος ή ως ικεσία/ διαμαρτυρία προς το αφανές και πανταχού παρών υπέρτατο. Ήταν και συνεχίζει να είναι μια ποίηση δέους και θρήνου, όσο κι αν πολύ συχνά όσοι διαβάζουμε λογοτεχνία τη διαβάζουμε σαν απλή φαινομενικότητα που μπορούμε κάθε φορά να την αλλάξουμε σαν πουκάμισο. Σαν κάτι άλλο δηλαδή από ό,τι μετράει μέσα μας! Τώρα όμως αυτή ειδικά η ποίηση, της Λουκίδου, έχει γίνει ως λόγος πολύ πιο πυκνή, σχεδόν αδιαπέραστη και εντατική, καθώς σε όλο και περισσότερα ποιήματα της τελευταίας οκταετίας η ποιήτρια χρησιμοποιεί μεν ως διάμεσό της «επί σκηνής», όπως και πριν, μια περσόνα, ανοίγοντας έναν «διάλογο» με τον «αδελφικό άλλο», όμως ο λόγος της πλέον έχει υποστεί μια ευδιάκριτη διαφοροποίηση- και θα δούμε αν η διαφοροποίησή της υπολογίζεται και πόσο στα κέρδη της ποιήσεώς της. `Οταν λέω πως έχει διαφοροποιηθεί δεν εννοώ βέβαια ότι άλλαξε άρδην. `Εξακολουθεί να έχει μέσα της έναν ρυθμό, είναι οραματική και ενίοτε βιβλική, δεν της λείπει ο σπαραγμός για την απώλεια ή την απομάκρυνση του θαύματος. Εννοώ ότι αποσπάστηκε αρκετά ως λόγος από το πως και το τι των παλαιότερων βιβλίων της, από το πως αναπαρίστανε ποιητικά εμπειρίες, αναμνήσεις και συνήθως οριακά βιώματα πόνου και συντριβής μπροστα στο μοιραίο, και επίσης διαφοροποιήθηκε ως προς το τι λογής εμπειρίες, αναμνήσεις και βιώματα περνούν τώρα στο πεδίο της φαντασίας κι έπειτα εγκιβωτίζονται στο ποίημα.

Για να το πω με παραπλήσια λόγια: τη γείωση της ποιητικής φαντασίας στο γεγονός του θανάτου όπως και την αισθησιακή αδρότητα της γλώσσας, στο Ν' ανθίζουμε ως το το τίποτα (2004) και στο Όροφος μείον ένα (2008), έτσι ώστε να εκφράζεται δραματικά το πάσχον βίωμα, την ακολούθησε η κάποια αφύγρανση του συναισθήματος, μια ξηρότητα, για να φτάσει αρκετές φορές στα Αφόρετα θαύματα να «αφηγείται» ο λόγος με αυξανόμενη διανοητική αφαίρεση. Πράγμα που είναι μάλλον ευδιάκριτο, καθώς λιγότερο στο Επιδόρπιο και περισσότερο στα Αφόρετα θαύματα ο λόγος συγκροτείται σ' ένα υψηλότερο εννοιολογικό πεδίο, έχει γίνει σκοτεινότερος αν και δεν μιλά για καταστάσεις που είναι πιο σκοτεινές απ' όσο προηγουμένως. Πιο απόμακρος, πιο ψύχραιμος, πιο σοφιστικός, ο λόγος της ποιήτριας, έχει μεγαλύτερη απόσταση από το υπαρξιακό κέντρο, αφίσταται του φλεγόμενου βιώματος, πιστεύοντας ότι έτσι γίνεται και στοχαστικότερος. Δεν λέω ότι εκ προοιμίου αυτό είναι καλό ή κακό. Εξαρτάται από τον χειρισμό, διότι αυτό που σώζει την ποίηση και την κάνει πιο λειτουργική, νομίζω ότι σχετίζεται άμεσα με το αν τα ποιήματα που γράφουμε έρχονται να κουμπώσουν σ' ένα ουσιαστικό πάθος. Και από αυτή την πλευρά, αν δεχτούμε (και γιατί όχι;) ότι διαβάζουμε μια ποίηση φτιαγμένη εδώ και χρόνια από κύκλους ομόκεντρων βιωμάτων, νομίζω ότι το ρίγος του επερχόμενου αδόκητου ή η λυσσαλέα αγριότητα της επιθυμίας για ζωή, καταστάσεις εγκατεστημένες ταυτοτικά στις προγενέστερες συλλογές της Λουκίδου, εδώ τείνουν, όπως είπα, προς μια αφύγρανση, προς έναν λόγο όχι σπάνια άνυδρο! `Εναν λόγο που τον αφυγραίνει η διανοητική εκζήτηση της γλώσσας.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η ποιητική δημιουργία, φοβούμενη τις μετατοπίσεις, τις διαφοροποιήσεις και τις εν γένει αλλαγές πρέπει να επαναλαμβάνει τον εαυτό της. Κάθε άλλο. Πρέπει όμως να έχει την έγνοια ότι μόνο το αίμα που βγαίνει από την πάλη της με τον δαίμονα, όπως κι αν ονομάζεται αυτός ανά τις εποχές, μπορεί να υποκινήσει τη συγκίνηση- αυτό που θεωρώ υπέρτατο σημείο ζεύξης με τον αναγνώστη με κατεύθυνση τον ποιητικό λόγο. Για να έρθουμε σε πιο σαφέστερα δεδομένα, νομίζω ότι υπάρχουν σκόρπια ποιήματα στα Αφόρετα θαύματα που μάχονται τις επιφυλάξεις μου, δείχνοντας ότι δεν έχει πάψει η σύγκρουση με αυτό που πάει να συντρίψει τον σημαίνοντα λόγο της ποίησης. Παράδειγμα, το ποίημα «Στο ανακριτικό» (72-73):

Κι ανοίξτε τη σφιγμένη σας γροθιά...

Δεν κρύβεται τέτοιο χαρτί

-ας είναι και τσαλακωμένο-

εξέχουν λάμψεις και καπνοί

μέσα απ' τα δάχτυλά σας

σας προδίδουν.

Και επίσης, υπάρχει σχεδόν ολόκληρο το πρώτο μέρος των Αφόρετων θαυμάτων (9-53) που κατά περίεργο τρόπο έχει αναλάβει να φιλοξενήσει ποιήματα ομόθυμα, αφού διατηρούν στο κορμί τους το σπέρμα του πρωτογενούς βιώματος ενός τόπου, μιας παράδοσης, μιας ιδιαίτερης αίσθησης ζωής. Θέλω να πω, ποιήματα που επιμένουν και διατηρούν ανοιχτή τη δίοδο μεταξύ της παλλόμενης ύπαρξης, της σωματικής αίσθησης, του ψυχικού ρυθμού και που όλα αυτά, ωστόσο, δεν σβήνουν σε μια περισπούδαστη καταστασιακή αφαίρεση, μα βγάζουν σ' ένα λόγο διαυγή και άμεσα αναφορικό, σε εικόνες βιωματικής αιχμής οι οποίες χαράσσουν έναν γόνιμο ορίζοντα συνάντησης και σύναψης με τον αναγνώστη. Τέτοια ποιήματα είναι ο «Καπνοδοκαθαριστής» (31-32), το πολύ καλό «Ο μονόλογος του κλέφτη» (47-49), το δίπτυχο «Σελανίκ Ι» και «Σελανίκ ΙΙ» (40-46)1 ένα σύνθεμα πατριδογνωσίας που αν ήταν πιο οικονομημένο θα το λογάριαζα στα κορυφαία του βιβλίου, καθώς εκεί με συνειρμικό τρόπο συνδέει το ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, την πυρκαγιά του 1917 και την προσφυγιά του '22, και του '55, δηλαδή παίρνει στον διάπλου του βιώματα προσωπικά και βιώματα διαχρονικά της ιστορίας και των παθών μιας πόλης-σώματος. Και τέλος, το ποίημα «Αγορά χρυσού» (19-20), μια σπαρακτική μετενσάρκωση του προσφυγικού βιώματος, όπου η αναγκαστική λόγω ανέχειας εκποίηση ενθυμημάτων, ρευστοποιεί «όρκους, γεννήσεις, επετείους», δηλαδή τις κινητήριες (ιδίως για την ποίηση) μνήμες, αποσυνθέτοντας αυτό που συμβολίζουν, αφού

χάνουν τα περιγράμματά τους οι αξίες/ μες στη χρυσή χωματερή παντός τετελεσμένου/ και τότε πια τα πρόσωπα [...]/παίρνουν το βυθισμένο βλέμμα του νεκρού/ όταν τα ονόματα αρχίζει να ξεχνά /και βάζει πλώρη ολοταχώς

για νέες αμνησίες.

1. Σελανίκ είναι το παλιό όνομα της Θεσσαλονίκης στα εβραϊκά, αλλά επίσης στη γλώσσα των Οθωμανών κατοίκων της.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL