Live τώρα    
25°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
25 °C
22.8°C26.3°C
3 BF 32%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.6°C26.2°C
3 BF 34%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
21 °C
19.0°C24.8°C
2 BF 50%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.8°C21.8°C
2 BF 65%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
23.9°C24.5°C
2 BF 33%
Ποιος σκότωσε την Ευρώπη;
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ποιος σκότωσε την Ευρώπη;

ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΕΝΤΟΥΑΡ ΛΟΥΙ, Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, μτφρ.: Μιχάλης Αρβανίτης, Αθήνα: Αντίποδες, 2018.

Éduard Louis, En finir avec Eddy Bellegueule, Paris: Seuil, 2014.

Έχω βαρεθεί τη λογοτεχνία. Ιδίως την πεζογραφία. Μάλλον λόγω επαγγέλματος έχω πάθει ανοσία στη δύναμη της μυθοπλασίας, αδυνατώ να παρασυρθώ από τη γοητεία της αφήγησης· έχω φτάσει ακόμα και στο σημείο να πηδάω σελίδες ή να διαβάζω τα βιβλία ανάποδα, από το τέλος προς την αρχή, εν είδει αυτοσχέδιου μεταμοντέρνου πειράματος (με τη σκέψη αυτή παρηγοριέμαι και τοποθετώ τον εαυτό μου σε ρόλο αναγνώστη της εποχής της μετα-μυθοπλασίας και όχι θιασώτη του «θανάτου της λογοτεχνίας»). Ώσπου επέλεξα φέτος ως ένα από τα «βιβλία των διακοπών» το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ του Εντουάρ Λουί. Το επέλεξα σχεδόν τυχαία, ίσως από φιλολογικό ένστικτο ή με τη διαίσθηση ενός πρώην βιβλιοφάγου, διαβάζοντας σε κάποιο ηλεκτρονικό περιοδικό την περιγραφή του οπισθόφυλλου, η οποία τελειώνει με μια φράση που ακούγεται σαν υπόσχεση: Το βιβλίο «φέρνει στη επιφάνεια όσα η λογοτεχνία επιμένει να απωθεί». Με κάποιους τρόπους και για διάφορους λόγους η υπόσχεση αυτή εκπληρώνεται. Κάτι καινούριο συμβαίνει εδώ. Διάβασα το βιβλίο απνευστί.

Το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ είναι το πρώτο βιβλίο ενός νεαρού είκοσι ενός χρόνων και, όταν πρωτοδημοσιεύτηκε στα γαλλικά το 2014, έκανε πάταγο. Πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και προκάλεσε έντονες δημόσιες συζητήσεις, προφανώς επειδή αγγίζει μια σειρά από ζητήματα που σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης: την απόρριψη της διαφορετικότητας, τον κοινωνικό και φυλετικό ρατσισμό, τη βία, αλλά και τη φτώχια, τη φτωχοποίηση, την περιθωριοποίηση, την εγκατάλειψη των πολιτών στο έλεος των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων (μάλιστα, σε συνεντεύξεις του, με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο, Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου; (2018), ο συγγραφέας επιτίθεται ευθέως στον Μακρόν για τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολουθεί), το ταξικό και κοινωνικό μίσος, που απειλούν τη δημοκρατία. Όλα αυτά λοιπόν που η λογοτεχνία «επιμένει να απωθεί»; Όλα αυτά που θέλουμε να απωθούμε ως σημερινοί πολίτες της Ευρώπης της μετα-δημοκρατίας, του μετα-φεμινισμού, της μετα-οικονομίας, αυτού του απέραντου «μετά»; Πίσω από το «μετά» κρύβεται το σκοτεινό «πριν», το ανολοκλήρωτο project του Διαφωτισμού, χάσκει το κενό της βαρβαρότητας του παρελθόντος και του παρόντος – της βαρβαρότητας που δεν έχει εξαλειφθεί, απλώς φοράει άλλες μάσκες πάνω στις παλιές.

Πρόκεται για ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα (στον απολύτως αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του βιβλίου επιμένει ο συγγραφέας του), που εξιστορεί περιστατικά από την παιδική και εφηβική ηλικία ενός αγοριού το οποίο, μεγαλώνοντας σε ένα μικρό, φτωχό χωριό της Βόρειας Γαλλίας και καθώς βρίσκεται σε μια πορεία σταδιακής συνειδητοποίησης της ομοφυλοφιλίας του, βιώνει την απόρριψη τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό περιβάλλον και γίνεται θύμα σχολικού εκφοβισμού με τη μορφή της ταπείνωσης, του αποκλεισμού, της λεκτικής και σωματικής βίας. Οι περιγραφές του bullying, που επανέρχονται εν είδει τραυματικού Leitmotiv, είναι από τις πιο συγκλονιστικές του βιβλίου, επειδή μεταδίδουν τη σωματική διάσταση της απόλυτης απαξίωσης του άλλου, της απανθρωποποίησης του διαφορετικού, δείχνουν πώς το σώμα εισπράττει, μέσα από τον πόνο και την αηδία, την τρομοκρατία του όμοιου, τη δικτατορία του συμβατικού και την αδιέξοδη λογική του ντετερμινισμού, αλλά και πώς το θύμα πασχίζει να προσαρμοστεί στην κτηνωδία της μισαλλοδοξίας ή να την εξορκίσει, προκειμένου να διατηρήσει στοιχειωδώς την αξιοπρέπειά του. Σχεδόν πιο οδυνηρή ακόμα από τις περιγραφές της βίας, είτε πρόκειται για τη βία που υφίσταται το διαφορετικό αγόρι, με το παράξενο όνομα, που απηχεί (το μικρό όνομα), σύμφωνα με τα γούστα του πατέρα του, την αμερικάνικη «μαγκιά» (Eddy) και σημαίνει (το επίθετό του) «όμορφο πρόσωπο» (Bellegueule), είτε πρόκειται για τη βία μεταξύ μεθυσμένων ανδρών, στο μίζερο περιβάλλον της γαλλικής επαρχίας, όπου οι άνθρωποι ζουν εγκλωβισμένοι στη λογική των στερεοτυπικών ρόλων και τρόπων, των προδιαγεγραμμένων επιλογών, καταδικασμένοι στην ομοιομορφία και τον κομφορμισμό, – πιο οδυνηρή λοιπόν είναι η εξιστόρηση των προσπαθειών του «όμορφου» θηλυπρεπούς αγοριού να προσαρμοστεί, να γίνει άντρας, να συμμορφωθεί με τις επιταγές των κυρίαρχων έμφυλων και κοινωνικών ρόλων. Κι εδώ βρισκόμαστε στην καρδιά της βίας ή, ευρύτερα, εδώ αποκαλύπτεται η βαρβαρότητα που ελλοχεύει στην καρδιά του δυτικού πολιτισμού, το θνησιγενές του στοιχείο, το τέρας που απειλεί την Ευρώπη.

Το βιβλίο αρδεύεται συνδυαστικά από τις παραδόσεις του νατουραλισμού και της αυτοβιογραφίας, υιοθετώντας την κοινωνιολογική ματιά, στην οποία ασκήθηκε ο Εντουάρ Λουί, ο συγγραφέας, με σπουδές στην κοινωνιολογία, ο οποίος αποτίναξε το όνομα του πατέρα, το γελοίο Eddy και το στιγματισμένο Bellegueule, για να ξεδιπλώσει όχι μόνο το δράμα μιας τραυματισμένης παιδικής ηλικίας μέσα σε μια ακρωτηριασμένη κοινωνία, όπου το χάσμα ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους, αμόρφωτους και μορφωμένους, διαμορφώνει συνειδήσεις και προκαθορίζει ζωές, αλλά και ένα πολυδιάστατο χρονικό της βίας, του μίσους, ένα πολιτικό εν τέλει κείμενο, απολύτως επίκαιρο και, για αυτόν ακριβώς τον λόγο, συγκλονιστικό. Αν ο πατέρας του Eddy απέχει παρασάγγας από αυτό που ονομάζουμε πολιτική ορθότητα, με την ξενοφοβία και την ομοφοβία του, αν ο αναπόδραστα περιορισμένος και περιοριστικός τρόπος ζωής των κατοίκων του μικρού γαλλικού χωριού και οι στερεοτυπικοί έμφυλοι ρόλοι μοιάζουν πράγματα παρωχημένα, μήπως πρέπει να κάνουμε κάποιες σκέψεις πάνω σε ένα πιθανόν ανολοκλήρωτο project του ανθρωπισμού, του φεμινισμού, της κοινωνικής απελευθέρωσης και της αποδοχής του διαφορετικού στην Ευρώπη; Μήπως η επανάκαμψη του ρατσισμού, του μίσους και της σκληρότητας (γιατί το βιβλίο επεκτείνεται, πέρα από την αυτοβιογραφική διάσταση, στην κοινωνιολογική ανάλυση, η οποία συσχετίζει τη μισαλλοδοξία με την έλλειψη καλλιέργειας, που οφείλεται με τη σειρά της στο απλό βιοποριστικό πρόβλημα, δηλαδή στη φτώχια) αποκαλύπτει αυτό που επιμένουμε να απωθούμε: ότι τα φαντάσματα του παρελθόντος (ο ναζισμός, ο φασισμός, ο άγριος καπιταλισμός), που εισχωρούν σε κάθε πτυχή της ζωής και εκδηλώνονται πρωτίστως ως καταδίωξη του διαφορετικού και περιθωριοποίηση του αδύναμου, έχουν ξυπνήσει και απειλούν να αφανίσουν κάθε επίφαση δημοκρατίας;

Το βιβλίο, χρονικό μιας λυτρωτικής αδυναμίας προσαρμογής, μιας σωτήριας αποτυχίας, αφού ο Eddy, αντί να προσαρμοστεί, κατορθώνει να αποδράσει από τη μίζερη πραγματικότητα μέσα στην οποία μεγάλωσε, να την απαρνηθεί, για να προσπαθήσει αργότερα να την καταλάβει, γράφοντας για αυτήν, απαρτίζεται από κεφάλαια που συνθέτουν την τραυματική προσωπική ιστορία μέσα στο κοινωνικό της πλαίσιο και εικονογραφούν, μέσα από σκηνές βίας και εξιστορήσεις εγκλωβισμού, τη μοίρα της καταραμένης εργατικής τάξης, αλλά και ενσωματώνει, σε επίπεδο ύφους, ένα καθεστώς διγλωσσίας: την αντίθεση ανάμεσα στη γλώσσα του αφηγητή και τη γλώσσα των ανθρώπων της οικογένειάς του ή των άλλων χωρικών, η οποία εμβολίζει, σε πλάγια τυπογραφικά στοιχεία, τον λόγο του κειμένου. Πρόκεται για τον διάλογο, με την μπαχτινική, συγκρουσιακή έννοια του όρου, ανάμεσα σε δύο λόγους, δύο διαφορετικές κοινωνιολέκτους, ουσιαστικά, οι οποίες αποδίδονται, παρεμπιπτόντως, πολύ επιτυχημένα στη μετάφραση. Επειδή όμως το βιβλίο του Εντουάρ Λουί δεν αποτελεί ούτε κατηγορητήριο, ούτε δικαστικό πόρισμα, ούτε κήρυγμα μίσους, επειδή δεν στοχεύει, παρά την κοινωνιολογική του ματιά, στη μονοδιάστατη απόδοση των πραγμάτων, η γλώσσα του Άλλου δεν παρατίθεται με διάθεση μονόπλευρα χλευαστική ή αποδοκιμαστική· συχνά, λειτουργεί και ως μέσο για να προσεγγίσουμε τον άλλον, να γνωρίσουμε όσο πιο αυθεντικά γίνεται τον λόγο του ως γλωσσική έκφραση και ως ιδεολογική θέση ή αντίθεση.

Αν το βιβλίο αυτό είναι μια προσπάθεια να καταλάβει ο ξαναγεννημένος και ξαναβαπτισμένος Εντουάρ Λουί την εξέγερση της παιδικής του ηλικίας εναντίον του, όπως λέει ο ίδιος, ή αν μιλάει λιγότερο για την ανακάλυψη της σεξουαλικότητας και περισσότερο για την «αδυνατότητα της σεξουαλικότητας», πάλι με τα δικά του λόγια, αν παρακολουθεί την πορεία ενός «απροσάρμοστου» αγοριού με κοριτσίστικους τρόπους από την ταπείνωση και την καταπίεση προς την απελευθέρωση και τη σταδιακή ανακάλυψη της ταυτότητάς του, δεν έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια να διαγραφεί το παρελθόν απροβλημάτιστα ή να τοποθετηθούν λόγου χάριν οι γονείς του σε ένα βολικό απορριπτέο συρτάρι. Το κείμενο του Λουί αντιπαραθέτει στην εμπάθεια τη συμπάθεια, στη σωματική βία την τρυφερότητα του βλέμματος, στην ακαμψία του δογματισμού και τη σκληρότητα του κομφορμισμού το χιούμορ και τη χαλαρότητα, που δεν εξοβελίζουν τον λόγο του Άλλου, αλλά τον προσαρμόζουν διαλογικά και τον πλάθουν δημιουργικά, δηλαδή ανατρεπτικά. Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, σε μια σκηνή στο λύκειο μιας πόλης μακριά από το χωριό του Εντύ, στο αστικό ανοιχτό περιβάλλον όπου πια ζει, διαβάζουμε:

Είμαστε στο διάδρομο, έξω από την αίθουσα εκατόν δεκαεπτά, περιμένοντας την καθηγήτρια, την κυρία Κοτινέ.

Έρχεται κάποιος.

Ο Τριστάν

Μου πετάει

Τι λέει, Εντύ, ακόμα αδελφή;

Οι άλλοι γελάνε.

Κι εγώ μαζί.

Ο αυτοδιηγητικός αφηγητής γελάει· όχι όμως όπως γελούσε, όταν τον χτυπούσαν τα δύο αγόρια που τον εκφόβιζαν στο σχολείο, για να τα εξευμενίσει, κατά κάποιον τρόπο, ή για να προσποιηθεί ότι όλο αυτό είναι ένα αστείο, όχι όπως γελούσαν μαζί του τα παιδιά που τον κορόιδευαν, ξεστομίζοντας ένα σωρό απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους ομοφυλόφιλους, αλλά με ένα γέλιο απελευθερωτικό και ανατρεπτικό, που υιοθετεί την οπτική του Άλλου, προκειμένου να απενεργοποιήσει τη μισαλλόδοξη ισχύ της. Με μια εξίσου απελευθερωτική χειρονομία θα αλλάξει το όνομά του, αποτινάζοντας έτσι τη διπλή κληρονομιά του πατέρα (το αμερικάνικο Eddy, που είχε διαλέξει εκείνος, και το οικογενειακό επίθετο), απαντώντας στους άλλους, τους νέους τους φίλους στο λύκειο («Εντύ Μπελγκέλ, να πάρει Εντύ Μπελγκέλ, μα τι τρελό όνομα είναι αυτό»). Ίσως επειδή νιώθει ότι «για πρώτη φορά η εκφώνηση του ονόματός [του] δεν ονομάζει τίποτα», σύμφωνα με τη φράση από το Le Ravissement de Lol V. Stein της Μαργκερίτ Ντυράς, που τοποθετεί ως επιγραφή στην αρχή του βιβλίου του. Ίσως επειδή, όπως έχει πει η Ντυράς, η οποία χρησιμοποιούσε λογοτεχνικό ψευδώνυμο, «δεν μπορείς να γράψεις με το όνομα του πατέρα σου»· ο Εντουάρ Λουί φαίνεται να πιστεύει ότι δεν μπορείς καν να ζήσεις με το όνομα του πατέρα σου.

Στο επόμενο βιβλίο του, Histoire de la violence (Ιστορία της βίας) (2016) ο Λουί αφηγείται την ιστορία του βιασμού του από έναν Αλγερινό που γνώρισε τυχαία, ένα συμβάν που τον ανάγκασε να αναλογιστεί το ζήτημα του ρατσισμού και των προκαταλήψεων ανθρώπων όπως ο πατέρας του, ο οποίος τον προειδοποιούσε επίμονα να φυλάγεται από τους επικίνδυνους Άραβες και γενικώς από τους ξένους στις μεγάλες πόλεις, ενώ στο τελευταίο του βιβλίο, Qui a tué mon padre? (Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου;) (2018) παρουσιάζει τον πατέρα του ως θύμα πολιτικών επιλογών και της κοινωνικής αδικίας, που τον ώθησαν στην οικονομική εξαθλίωση, την περιθωριοποίηση και, τελικά, όπως και πολλούς πολίτες της σημερινής Ευρώπης, στην υποστήριξη ακροδεξιών θέσεων. Τα δύο αυτά βιβλία, που πρόκειται να κυκλοφορήσουν σύντομα στα ελληνικά, συμπληρώνουν την εικόνα που αποκομίζουμε από το πρώτο βιβλίο του Λουί: μια εικόνα πολυδιάστατη και όχι μονοδιάστατη, η οποία ανταποκρίνεται στην περιπλοκότητα των ζητημάτων που θίγονται και αντανακλά τη διάθεσή του να αποφύγει τους μονόπλευρους χαρακτηρισμούς και τα αφοριστικά συμπεράσματα. Στον σημερινό σύνθετο κόσμο της «μετα-αλήθειας», των εντεινόμενων ανισοτήτων και της αυξανόμενης βίας, που προέρχεται από πολλές και διάφορες πλευρές, το βιβλίο του Εντουάρ Λουί, ο οποίος αποφάσισε να εξετάσει τον άλλο του εαυτό από την οπτική ενός άλλου ονόματος, μετατρέπει την ψυχαναλυτική οπτική του φόνου του πατέρα, τον οποίο σκοτώνει και δεν σκοτώνει, σε πολιτικό λόγο, ο οποίος καταγγέλλει τη θυματοποίηση των πληθυσμών της Ευρώπης, υπονοώντας ίσως έτσι τη δυνατότητα να γενικεύσουμε το ερώτημα και να αναρωτηθούμε: «Ποιος σκότωσε την Ευρώπη;»

Σοφία Βούλγαρη διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL