Live τώρα    
22°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
20.2°C23.8°C
3 BF 42%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
22 °C
19.1°C22.7°C
2 BF 55%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
18.0°C19.9°C
4 BF 60%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
20 °C
18.8°C20.8°C
5 BF 45%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
23 °C
22.9°C22.9°C
3 BF 31%
«Με είπαν ο Σκοτεινός και κατοικούσα τη λάμψη...»
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

«Με είπαν ο Σκοτεινός και κατοικούσα τη λάμψη...»

Άνθρωποι, κόσμε της σκόνης κι όλων των λογιών, κόσμε εμπορίας και άνεσης, κόσμε των συνόρων και κόσμε απ' αλλού, ω κόσμε που βαραίνεις τόσο λίγο στη μνήμη τούτων των τόπων· κόσμε των κοιλάδων και των υψίπεδων και των πιο ψηλών πλαγιών τούτου του κόσμου στην κατάληξη των όχτων μας· οσμιστές σημείων, σπόρων και ξονολόγοι πνοών στη Δύση· ιχνηλάτες, κι ακόλουθοι εποχών, κι εσείς που σαρώνετε τις σκηνοπηγίες σας με το πρώτο φύσημα της αυγής· ω υδροσκόποι που ερευνάτε πάνω στη φλούδα του κόσμου· ω ερευνητές, ω εφευρέτες επιχειρημάτων για να πηγαίνει κανείς αλλού,

δεν εμπορευόσαστε πιο δυνατό αλάτι, όταν, το πρωί, σ' ένα μάντεμα για ιερά βασίλεια και για νερά νεκρά κρεμασμένα ψηλά στους καπνούς του κόσμου, τα τύμπανα τη εξορίας ξυπνάνε στα σύνορα

την αιωνιότητα που χασμουριέται στις αμμουδιές.

Από την Ανάβαση

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ

Περιπλανώμενοι, ω Γη, ονειρευόμασταν...

Δεν έχουμε στην κατοχή μας τιμάριο μηδέ και γη με ακίνητα. Δε γνωρίσαμε την κληρονομιά, μήτε θα μπορούσαμε να κληροδοτήσουμε. Ποιος έμαθε ποτέ την ηλικία μας, ποιος έμαθε το ανθρώπινο όνομά μας; Και ποιος θ' αμφισβητούσε μια μέρα τα μέρη της γέννησής μας; Επώνυμο, ο πρόγονος και η δόξα του, δίχως ίχνος. Μακριά μας ζούνε τα έργα μας, μες στ' αστραποπερίβολά τους. Και δεν έχουμε θέση ανάμεσα στους ανθρώπους τούτης της στιγμής. [...]

μα μες στο καύκαλο της ακόμα δύσοσμης γιγαντένιας χελώνας, και στ' ασπρόρρουχα των υπηρετριών, και στο κερί των σελλοποιείων όπου περιπλανιέται η σφήκα· αχ, μέσα στην πέτρα του παλιού μαυροτούφεκου, και μέσα στη μυρουδιά των φρέσκων ροκανιδιών των ναυπηγών, και μέσα στον ταλιαμά του ιστιοφόρου στον ταρσανά της οικογένειας· πιο πολύ ακόμη, μέσα στου λευκού κοραλλιού την πριονισμένη μάζα για τις ταράτσες, και μέσα στη μαύρη κι άσπρη πέτρα των μεγάλων αβάκων της πλακόστρωσης των αποθηκών, και μέσα στο αμόνι του σιδερά του σταύλου, και μέσα σε τούτο το κομμάτι της γυαλιστερής αλυσίδας, κάτω απ' την καταιγίδα, που τη σηκώνει, μ' ανυψωμένο κέρατο, το βαρύ μαύρο ζώο με τη δερμάτινη σακκούλα...

Τα δύσοσμα φύκια του μεσονυχτιού μάς συντρόφευαν κάτω από τις στέγες.

Από το Χρονικό

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ

Μόνος μου κάνοντας τον απολογισμό, ψηλά από τούτο το γωνιακό δωμάτιο που το κυκλώνει ένας Ωκεανός από χιόνια. – Πρόσκαιρος φιλοξενούμενος της στιγμής, άνθρωπος δίχως τεκμήριο ούτε μάρτυρα, θ' αποσπάσω άραγε τη χαμηλή μου κλίνη σα μια πιρόγα από τ' αραξοβόλι της;... Εκείνοι που στήνουν τη σκηνή τους κάθε μέρα και πιο μακριά απ' τον τόπο της γέννησής τους, εκείνοι που κάθε μέρα ανασέρνουν τη βάρκα τους επάνω σ' άλλες ακτές, ξέρουν καλύτερα κάθε μέρα την πορεία των δυσκολοδιάβαστων πραγμάτων· και αναπλέοντας τα ποτάμια προς την πηγή τους, ανάμεσα στις πράσινες επιφάνειες, κυριεύονται ξάφνου από την αυστηρή τούτη λάμψη όπου κάθε γλώσσα χάνει την αρματωσιά της.

Από τα Χιόνια

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ

ΚΑΙ ΣΕΙΣ, ΘΑΛΑΣΣΕΣ... (απόσπασμα)

Και σεις, Θάλασσες, που διαβάζατε μέσα στα πιο ευρύχωρα όνειρα, θα μας εγκαταλείψετε κάποιο βράδυ στα έμβολα της Πόλης, ανάμεσα στο δημόσιο λίθο και τις ορειχάλκινες κληματίδες;

Πιο πλατιά, ω πλήθος, η απήχησή μας επάνω σ' αυτή την κλιτύ μιας εποχής δίχως παρακμή: τη Θάλασσα, την απέραντη και πράσινη σαν αυγή στην ανατολή των ανθρώπων,

Τη Θάλασσα τη γιορτινή πάνω στις βαθμίδες της σαν πέτρινη ωδή: γιορτή και βίγλα στα σύνορά μας, ψίθυρος και γιορτή σε ύψος ανθρώπινο - αυτή η ίδια η Θάλασσα η αγρύπνια μας, σαν αναγόρευση θεϊκή...

Η πένθιμη ευωδιά του ρόδου δε θα πολιορκήσει πια τα κιγκλιδώματα του τάφου· η ώρα ζωντανή μες στα δαφνόφυλλα δε θ' αποσιωπήσει πια την ψυχή της μιας ξένης... Πικρά, τα χείλη μας, εμάς των ζωντανών, υπήρξαν ποτέ;

Είδα να χαμογελά στα φώτα του πελάγου το μεγάλο τούτο γιορτάσι: η Θάλασσα η γιορτινή των ονείρων μας, σαν ένα Πάσχα από πράσινη χλόη και σαν γιορτή που τη γιορτάζουν,

Όλη η Θάλασσα η γιορτινή των ορίων, κάτω από στίφη λευκά σύννεφα, σαν περιοχή ασυδοσίας και σαν χώρα δουλοπαροίκων, σαν περιφέρεια μανιασμένου χόρτου και που παίχτηκε στα ζάρια...

Πλημμύρισε, ω αύρα, τη γέννησή μου! Και η εύνοιά μου ας φύγει σε μια κονίστρα από πελώριες κόρες ματιών!... Της Μεσημβρίας τα δόρατα κραδαίνονται στις πύλες της χαράς. Του μηδενός τα τύμπανα υποχωρούν στα πίφερα του φωτός. Και ο Ωκεανός από κάθε μεριά, καταπατώντας το βάρος του από νεκρά ρόδα,

Στ' άνδηρά μας από ασβέστιο υψώνει το κεφάλι του ενός Τετράρχη!

Από τα Αλόσημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

Το δισέλιδο «Πορτραίτο» που θα δημοσιεύεται κάθε Κυριακή στην Αυγή σχεδιάστηκε επί του πιεστηρίου, εξού και τα κείμενα που περιβάλλουν τα ποιήματα είναι παλαιότερα· εφεξής, θα είναι, πλην επιβεβλημένων εξαιρέσεων, γραμμένα ή έστω μεταφρασμένα ειδικά για το δισέλιδο – οπότε και η σύνολη εικόνα θα είναι, ελπίζουμε, λιγότερο «ακαδημαϊκή». Το σημείο φυγής του εκάστοτε πορτραίτου είναι η εμπειρία της εξορίας – με άλλοτε άλλη μορφή, όχι κατ’ ανάγκην προφανή· άλλωστε, «ο κόσμος έχει ξενιτειές / κι ο κόσμος δεν τις ξέρει»… Θεωρήσαμε σκόπιμο εντούτοις να ξεκινήσουμε από το προφανές – και η συγκυρία ευνόησε: προ ολίγων ημερών έκλεισαν 130 χρόνια από τη γέννηση του Σαιντ-Τζον Περς.

Τη γνωριμία μας με τον Περς την οφείλουμε όλοι μας, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, καταρχάς στον Τάκη Παπατσώνη· πέραν αυτού, τη βαθύτερη εμπλοκή μου με την ποίησή του εγώ την οφείλω και στον Ηλία Λάγιο· η επιλογή να ξεκινήσουμε με Περς ας θεωρηθεί, συνεπώς, και φόρος τιμής.

Γνήσιος ποιητής μείζονος τόνου και αναπεπταμένων οριζόντων, ποιητής λυτρωτικός, του καιρού μας, ο Saint - John Perse εισχώρησε ώς το βάθος της ύπαρξης, ένιωσε το τραγικό ρίγος της ουσίας της και αναδύθηκε, ωστόσο, γεμάτος έρωτα για τη ζωή, με αρχέτυπα οράματα γεμάτα λάμψη, χρώμα, νερό και άμμο, που τα ρίχνει, μοναχικός Πρίγκηπας, ενάντια στη σκοτεινή μοίρα. Η ποίησή του, λυρική και υποκειμενική στην υπόστασή της και στην εσωτερική της ύφανση, έχει τη σπάνια δύναμη, για κείνον που την έχει κάνει δική του, να σπάζει το φράγμα της υποκειμενικότητας, να εισδύει στο αντικείμενο, κι είναι μια από τις πιο βαθιές και πιο ψηλές σε νόημα του καιρού μας. Τα σύμβολά της γενικεύονται και σ' ένα μέρος της παίρνει τον αέρα και τις κυματώσεις του έπους, ενός αφηρημένου σύγχρονου έπους. Κλείνει ένα δικό της μυθικό κόσμο, που το συχνά ιερατικό λεκτικό της του δίνει άρθρωση και βημάτισμα επιβλητικό. Κι εκπέμπει ένα διαμαντένιο, πολυεδρικό φως, που αστράφτει πιο λαμπρό, καθώς τραγικές σκιές, αποκαλυπτικές του σκοτεινού βάθους, πέφτουν ανάμεσα στους στίχους.  Στο ποίημα του “Du Maître d' astres et de navigation” (“Περί του Κυρίου των άστρων και της θαλασσοπορίας”) εξομολογείται:

«Τρισάθλια είναι η επίγεια μοίρα, μα απέραντος ο πλούτος μου στις θάλασσες, κι ανυπολόγιστο το κέρδος μου στα τραπέζια τα υπερπόντια [...] Όλα ειπωμένα το βράδυ και στη χαμόσυρτη κολακεία του βραδιού. Κι εσύ που ξέρεις, Όνειρο αδημιούργητο, κι εγώ, δημιουργημένος, που δεν ξέρω, τι άλλο κάνουμε σε τούτες τις ακτές, παρά να στήνουμε τις παγίδες μας για τη νύχτα;

Κι Αυτές που λούζουν μέσα στη νύχτα, στην άκρη των νησιών με θολωτές ροτόντες,

Τις μεγάλες υδρίες τους, ζωσμένες από 'να γυμνό μπράτσο, τι άλλο κάνουν, ω, ευλαβητικές, παρ' εμάς τους ίδιους;... Με είπαν ο Σκοτεινός και κατοικούσα τη λάμψη».

Σύμβολα και εικόνες γεμίζουν την αφηρημένη και συνάμα εκφραστική τούτη ποιητική μορφή, που είναι δική του δημιουργία. Καθαρισμένη κι απ' το τελευταίο ίχνος θεματογραφίας, εξελίχθηκε, ωριμάζοντας, σε μια θαυμαστή ενότητα, κι έχει την ιδιότητα να κρατεί αδιάπτωτο το «βαθμό διέγερσης» που ζητούσε ο Poe από την αληθηνή ποίηση. Άλλωστε σ΄αυτή τη μεγάλη γενιά ανήκει ο Perse. Κατεβαίνει απ' τον Rimbaud –έχει τη φαντασία του, την ικανότητά του την πλαστική για πλατιές εικόνες– κι απ' τον Mallarmé –έχει την αυστηρότητα του πειθαρχημένου λεκτικού του–, πλησιάζει τον Valéry, και πιο πολύ τον Paul Claudel. Με τον Claudel έχουν κοινό τον ανοιχτό εκτεινόμενο στίχο, που μοιάζει να βαδίζει και ν' απλώνεται για να εκφράσει τη λαχτάρα του ποιητή ν' αγκαλιάσει την οικουμένη.

Ο Perse βρισκόταν κιόλας από τα πρώτα βήματά του, στα 23 χρόνια του, στη δημιουργική πρωτοπορία: είχε ξεπεράσει, στη φόρμα, τη βαλερική ποίηση, πριν από το μεσουράνημα του Valéry –στα χρόνια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο– που ήταν και κατά δέκα περίπου χρόνια μεγαλύτερός του. Το μοτίβο της μοναξιάς και της εξορίας είναι διάχυτο σ' όλο το ποιητικό έργο του, δεμένο με το βαθύτερο «τραγικό αίσθημα της ζωής», όπως το 'νιωσε ο Nietzsche. Ο μείζων, μεγαλόπνοος τόνος, τα συχνά θριαμβικά οράματα της ποίησής του, που απλώνονται σ' ένα πλανητικό, οικουμενικό αγκάλιασμα της γης, της στεριάς και της θάλασσας, υψώνονται σαν πρόκληση και σα μέσο λύτρωσης ενάντια στη σκοτεινή μοίρα.

Μα στα Amers εκδηλώνεται ο ποιητής στη μεγαλύτερη ένταση και στη μεστότερη ωριμότητά του. Στα εκτενή τούτα ποιήματα, που ενώνονται οργανικά σ' ένα σύνολο, μ' ένα νόημα και μ' ένα μήνυμα, μ' ενότητα τόνου στην αναπεπταμένη έξαρσή τους, ο Perse βυθίζεται πιο βαθιά στην υποκειμενικότητά του. Επικαλείται και προσκαλεί τον έρωτα και τη γυναίκα, τους εκτεταμένους ορίζοντες, τα πρωτόγονα και πρωτογενή τοπία με τη μυθική βλάστηση, τη θάλασσα και τα καράβια, σε μια πρωτόφαντη μαγεία μιας λυρικά εξαρμένης ατμόσφαιρας. Στα ποιήματα τούτα, τα ερωτικά και μυστηριώδη και συνάμα τόσο γήινα, τόσο θριαμβικά και τραγικά, γεμάτα σκιές και λάμψεις, η θάλασσα γίνεται ένα παντοδύναμο σύμβολο ζωής – τον έρωτα και τη γυναίκα συμβολίζουν τα πλοία. Τον έρωτα και την τρικυμισμένη ζέστα της αγαπημένης γυναίκας, και τους ονειρένιους γυαλούς, και τη θάλασσα και τα μακρινά τοπία με τις μυρωδιές τις άγριες κι όλες τις εικόνες που μας μεθούν, τα στήνει ο Perse σα νίκη ενάντια στο θάνατο, σα νίκη ενάντια στη μοναξιά και στην ανθρώπινη εξορία, σα λαμπερό φως μέσα στη μέση του σκότους, του σκότους της ύπαρξης. Εκμυστηρεύεται ο ποιητής:

«Στη θάλασσα μόνη θα πούμε – Τι ξένοι που υπήρξαμε στις γιορτές της Πολιτείας, και τι ανερχόμενο άστρο από τις υποβρύχιες γιορτές – Ήρθ' ένα βράδυ, πάνω στην κλίνη μας...»

Κι αναφωνεί:

«Ω γυναίκα, και πυρετός καμωμένος γυναίκα! χείλη που σε οσφράνθηκαν διόλου δεν οσμίζονται το θάνατο».

Κι αλλού:

«Είδα να λάμπει ανάμεσα στα δόντια σου η κόκκινη παπαρούνα της θεάς. Ο έρωτας στη θάλασσα πυρπολεί τα πλοία του».

Κι ακόμα τούτοι οι στίχοι:

«Κι εσύ που σ' αγαπώ, είσ' εδώ δα. Η καρδιά μου, το κορμί μου, ελεύθερα απ' το θάνατο, πάρε τη φύλαξή τους και τη φροντίδα...»

«Το ν' αγαπάς είναι επίσης δράση! Μαρτυρώ για τούτο το θάνατο που απ' τον έρωτα μόνο χτυπιέται».

«Φοβάμαι, κι είχα κρυώσει. Μείνε κοντά μου ενάντια στη νύχτα του ψύχους [...] Κράτησέ με πιο δυνατά ενάντια στην αμφιβολία και στην άμπωτη του θανάτου».

Μα, κι αν ακόμα κλυδωνίζεται στο αίσθημα της ματαιότητας, κι αν ακόμα υπάρχουν στιγμές που η καθίζηση και η αμφιβολία υπερτερούν, ο μείζων τόνος ξεπηδά, πάλι και πάλι, σαν ορμητικό νερό από πίδακα στο γαλάζιο, σα φως μέσ' απ' το σκότος του βάθους, σαν το ίδιο το υπόγειο ρεύμα της ζωής καθώς αδιάκοπα διαπερνά και ξεπερνά το θάνατο:

«Αγαπάτε, ω, ζευγάρια, τα πλοία - και τη φουσκωμένη θάλασσα μέσα στις κάμαρες! [...] Τούτ' η απέραντη αυγή που τη λένε θάλασσα – αφρός φτερών και ξεσήκωμα όπλων. Έρωτας και θάλασσα απ' το ίδιο κρεβάτι, έρωτας και θάλασσα στο ίδιο κρεβάτι...».

Χαρακτήρισαν την ποίησή του «σκοτεινή». Όμως απέναντι στην καταθλιπτική μοίρα του θανάτου και το στ' αλήθεια σκοτεινό βάθος της ύπαρξης, το υποστασιακό περιεχόμενο της ποίησής του, όταν έχεις μπει μέσα στην ατμόσφαιρά της, απλώνεται στους στίχους του με πεντακάθαρη φωτεινότητα: «Με είπαν ο Σκοτεινός και κατοικούσα τη λάμψη...» – κι απ' αυτούς τους στίχους ακριβώς είναι που αναδύεται το θαύμα της ζωτικής ενέργειας και η ομορφιά η περίλαμπρη του κόσμου.

ΠΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ

Έτσι μίλησε η Ποιήτρια:

"Πίκρα, ω εύνοια! Πού καίει το θυμίαμα ακόμα;... Θαμμένος ο σπόρος της παπαρούνας, στρεφόμαστε στο τέλος προς εσένα, Θάλασσα, ακοίμητη των ζωντανών. Σ' εσένα, ακοίμητη για μας και αυστηρή, όπως το έντομο κάτω από το ιστίο. Και λέμε, την είδαμε, τη Θάλασσα των γυναικών πιο όμορφη κι απ' την εχθρότητα. Και μόνο εσένα γνωρίζουμε πιο μεγάλη και άξια να υμνηθεί,

Θάλασσα, που φουσκώνεις στα όνειρά μας σαν ατελείωτος διασυρμός και σαν ιερή αισχρότητα, εσύ που βαραίνεις πάνω στης παιδικής μας ηλικίας τους μεγάλους τοίχους και τις πλατείες σαν χυδαίος όγκος και σαν θείο κακό!

Η πληγή στους γλουτούς μας σαν σφραγίδα ειλικρίνειας, ο έρωτας στα χείλη της πληγής όπως το αίμα των θεών. Έρωτα! έρωτα του θεού παρόμοιε με ύβρη, τα μεγάλα νύχια των αρπακτικών που βηματίζουν πάνω στη γυναικεία σάρκα μας και τα φευγαλέα σμήνη του πνεύματος πάνω στη μονιμότητα των νερών... Θρυμματίζεις, ηδύτητα,

Έως εκείνη τη συστολή της ψυχής που γεννιέται με τις κλίσεις του λαιμού και πάνω στο ανεστραμμένο τόξο του στόματος - αυτό το κακό που αλώνει κάθε γυναίκας την καρδιά όπως η φωτιά την αλόη ή όπως ο κορεσμός του πλούσιου μέσα στα μάρμαρά του αλώνει τα μύρα.

Μέσα μας ανατέλλει μια ώρα που δεν την είχαμε προβλέψει. Πόσο πολύ περιμέναμε στα κρεβάτια μας την ανατροπή των οικείων σωμάτων. Η γέννησή μας είναι αποψινή, και αποψινή και η πίστη μας. Μια γεύση κέδρου και αιθέριου ελαίου μάς διατηρεί ακόμα στις τάξεις μας μέσα στην εύνοια των Πόλεων, αλλά η σαγήνη της θάλασσας είναι πάνω στα χείλη μας,

Κι από την ευωδιά της θάλασσας στα σεντόνια και στα κρεβάτια μας, στην οικειότητα της νύχτας, ξεκινούν για μας η μομφή και η υπόνοια απλωμένες πάνω σε όλες τις πέργκολες της γης.

Καλό δρόμο στα βήματά σας, θεότητες του προθαλάμου και της κλίνης! Ενδύτριες και κομμώτριες, αόρατες Φρουροί, εσείς που στοιχίζεστε πίσω μας στις δημόσιες τελετές, υψώνοντας στις φωτιές της θάλασσας τους μεγάλους καθρέφτες σας πλήρεις από το φάντασμα της Πόλης,

Πού ήσασταν απόψε, όταν διακόψαμε τον δεσμό μας με τη φάτνη της ευτυχίας;

Αλλά εσείς που είστε εκεί, θείοι οικοδεσπότες της στέγης και της υπαίθρου, Κύριοι! Κύριοι! δάσκαλοι του χορού των βημάτων των ανθρώπων στους Ισχυρούς, δάσκαλοι του συγκλονισμού - εσείς κρατάτε ψηλά την κραυγή των γυναικών μέσα στη νύχτα,

Να πράξετε έτσι ώστε ένα βράδυ να θυμηθούμε απ' όλ' αυτά την περηφάνια και ό,τι πραγματικό αναλισκόταν εκεί, και που υπήρξε θάλασσα, και μας πήγε αλλού,

Ανάμεσα σ' όλα τα απαγορευμένα πράγματα και σ' εκείνα που υπερβαίνουν τη νόησή μας..."

Από τα Αλόσημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΟΥΛΙΖΑΚΗ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL