Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
18 °C
15.1°C19.8°C
3 BF 56%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
14.7°C17.0°C
1 BF 75%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
14.8°C17.1°C
3 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
14.8°C17.5°C
1 BF 58%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
14 °C
13.9°C16.9°C
0 BF 62%
Καβαφικοί απόηχοι, σημερινά προτάγματα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Καβαφικοί απόηχοι, σημερινά προτάγματα

ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ

ΤΑΣΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ, Μέμνησο, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 64

Μέμνησο, λουτρών οις ενοσφίσθης... της Ηλέκτρας; των Αθηναίων του Δαρείου; του Επίκτητου; Ποιού; Μήπως εκείνου που έλαμπε στα περασμένα μεγαλεία και στις σελίδες των βιβλίων με τα οποία μεγαλώσαμε, σπουδάσαμε, ονειρευτήκαμε, υπερηφανευτήκαμε, ξεχνώντας τελείως το άμμες δε γ’ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες;

Τι απέμεινε από εκείνη τη λαμπρή προγονική γενιά στον σύγχρονο «Ρωμιό»; Το Μέμνησο είναι μια προστακτική εις εαυτόν ή προς εμάς όλους του Νεοέλληνες και συγχρόνως είναι μια πληγή, μια υπόδειξη του σημείου που η μνήμη στάζει αίμα. Κι εκεί ο «Ρωμιός» πρέπει να θυμηθεί ποιος είναι, τι είναι και τι Θεό πιστεύει, αν πιστεύει, δηλαδή. Μέμνησο, σαν επιτάφια υπόμνηση. Η Αρκαδία είναι εκεί για όλους. Όχι η γεωγραφική, αλλά η άλλη, η αλληγορική, κυρίως αυτή· η υπόμνηση του θανάτου· και ο ποιητής ξέρει. Χαμένες Αρκαδίες είναι η ζωή. Και είναι πολλές: Μεγαλεία της πατρίδας, ηρωικές εικόνες, πρόσωπα του παρελθόντος που αν ψάξεις τη ζωή τους, πέρα από το μύθο τους, τελείωσαν άδοξα, θλιβερά ή φριχτά, πλούτη και άλλα. Δεν λέω νιάτα και ομορφιά, αλλά κάτι πέρα από τα αυστηρώς προσωπικά, αν και ο ποιητής όλα τα συμπεριλαμβάνει. Περαστικά όλα που αφήνουν καημούς αθεράπευτους.

Πέντε είναι οι ενότητες της συλλογής, σαν τα επεισόδια μιας τραγωδίας. Γιατί, με λίγη αφαίρεση από τον τύπο, σαν τραγωδία εξελίσσεται. Ο Τάσος Γαλάτης είναι ο ποιητής της Ιστορίας. Σαν τον Καβάφη και αυτός, παρατηρεί, στοχάζεται και γράφει. Με κάθε συλλογή, επαναλαμβάνει το στοίχημα με τον εαυτό του, με τον άνθρωπο που κρύβει μέσα του, με τον φιλόλογο που έχει διαβάσει όλα τα βιβλία και γι’ αυτό η σάρκα είναι θλιμμένη, όπως λέει ο Μαλαρμέ. Με τον πολίτη που βλέπει και θλίβεται και συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Να βλέπει μονάχα και να καταγράφει μπορεί.

Ο αναγνώστης με την πρώτη ματιά νιώθει άγριο το τράβηγμα. Σαν ένα άγκιστρο, ο στίχος τραβάει την κλωστή, βγάζει από τα σπλάχνα, γδέρνοντας κομμάτι σάρκας, δεν κόβει το λώρο όμως με τη μοίρα ή με τη μήτρα μνήμη. «Ένας Ρωμιός» του Μέμνησο όχι συγκεκριμένος, αλλά αορίστως ένας, δηλαδή ο καθένας, ένα κράμα από πολλά και τίποτα είναι διαρκώς μπροστά του: «Άθεος και άπατρις/ δεν εδίσταζε να δηλώνει ενίοτε/ εάν οι περιστάσεις το απαιτούσαν/ Έλλην και Χριστιανός Ορθόδοξος/ ωστόσο κατά βάθος/ δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο». Ο Γαλάτης δε συγγράφει ποίημα, ψυχογραφία κάνει, εξετάζει επιστημονικά αυτό το πλάσμα, τον Ρωμιό που είναι Έλληνας όπου τον συμφέρει, όταν π.χ. ταυτίζει την ομορφιά του με τον Ηνίοχο ή τον Απόλλωνα, τα πάθη και την πονηριά του με του Οδυσσέα, αλλά «δυο αιώνες μετά την εθνεγερσία» δεν έχει ακόμα κατανοήσει «την πίστη του και τη φυλή του». «Άθεος και άπατρις», ανάλογα με τις περιστάσεις. Και το «πάλαι ποτέ κλεινόν άστυ», γεμάτο από τα «γραφήματα των προοδευτικών», τους άστεγους κι απόκληρους και «τα κακομοιριασμένα σκυλιά της Πανεπιστημίου και της Κοραή». Οι ονοματιζόμενοι δρόμοι, ο ένας κάθετος στον άλλο, μπροστά στο μέγιστο πνευματικό μας ίδρυμα, έλαβαν θέση για να παραπέμπουν στη γνώση και στην αξία της που υποστήριζε ως πρώτιστη ανάγκη ο Χιώτης πατριώτης και επιστήμων. Η παιδεία του έθνους πάνω και πρώτη από όλα. Ποια παιδεία και ποιο έθνος;

Ο Γαλάτης είναι πολίτης αυτής της πόλης και την αγαπά και έχει παιδεία, και έχει ζήσει τον τρόμο από τις ιστορικές στιγμές σ’ αυτό το «κλεινόν άστυ». Δεν είναι οι άλλοι μόνο αλλά και ο ίδιος άστεγος και απόκληρος από πατρίδα και θρησκεία, από όλα τα ωραία και ιδανικά των βιβλίων που διάβασε και δίδαξε. Έρχεται από την «Καλογραίζα του 48» και ζει στην Αθήνα του σήμερα. Παίρνει ανάσες από μια «μια ανατολή του ηλίου και της Σελήνης στον Υμηττό», από μια στάση για να κοιτάξει «περιφρονημένα κεραμίδια/ ερυθρόμορφα ή μελανόμορφα/ λαβές αγγείων και αγνύθες», για να ξεφύγει πάλι μακριά στους πύργους του Μανχάταν και να προφητεύσει πως «θα πέφτουν και θα ξαναπέφτουν», πως «δεν θ’ απομείνει καν ένα ίχνος από την Παλμύρα», γιατί αν οι παλαιότερες εποχές γέννησαν πολιτισμό η δική μας έχει γεννήσει τρόμο. Ωστόσο, ο τρόμος του ’48 στην Καλογραίζα ζει και σε άλλες χώρες και σήμερα και πάντα.

Μέμνησο. Τον Ιλισσό, τις φιγούρες του Καραγκιόζη που μάθαινε παιδί, ένα όστρακο από τα ορυχεία του Λαυρίου στο Θορικό, τη Μακρόνησο απέναντι, τους συνανθρώπους μας Αφρικανούς και Ασιάτες, εκείνους που κοιμούνται στο δρόμο «όμοιους του κι αδελφούς του» που θα μπορούσε να φιλοξενήσει αλλά σαν τον Baudelaire λέει και ξαναλέει μέσα του: «Hypocrite lecteur, - mon semblable, - mon frère!» και φεύγει. Και η χριστιανική του ευσπλαχνία για λίγο μόνο διστάζει... και θέτει ερωτήματα στον Χριστό, ανάλογα μ’ εκείνα του Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκι. Βέβηλες ακούγονται οι ερωτήσεις, στα δύσκολα, αρχαίες και νέες κοινές οι παρατηρήσεις, «Μόνο του χάρου δεν μπορούν να του κάνουν τίποτα», έλεγε η μητέρα του κι ο Σοφοκλής «Άιδα μόνον φεύξιν ουκ επάξεται» κι ακολουθεί η ανυπαρξία. Ο Ρωμανός πνίγηκε, όχι ο Διογένης, ένα απλό παιδί, άγνωστο, αλλά και η Τροία, η Καρχηδόνα, το Άουσβιτς, τα Γκούλακ, όλα τα καταπίνει ο χρόνος. Κι όλα υπάρχουν για να του λένε: Μέμνησο: το Ηρώο των πεσόντων στη Μεσογείων, το «Βυζαντινό γεφύρι» στην Πάρο, το «Λευκιανό Κοιμητήρι» με τους πεσόντες του ’12, του ’13, του ’22 και πιο πέρα τους πεσόντες του ’47, του ’48, του ’49 που καθόλου δεν τους εμπόδισε «το όμαιμον, το ομόγλωσσον και το ομόθρησκον», να μην αλληλοσκοτωθούν. Από την άλλη γλίτωσε «η λύρα του Αρχίλοχου», «η ακτινοβολία του παριανού μαρμάρου», το «απροσδιόριστο μειδίαμα ενός κούρου ή μιας κόρης» κι αυτά μπορούν να γίνονται «ξάφνου... η αθανασία». Τελική αποτίμηση «Ουκ έχω ειδέναι», ούτε για θεούς ούτε για πράξεις ηρώων ούτε «πώς το αόρατο εισβάλλει ακατανόητο στο φωτεινό βασίλειο των ορατών».

Ο ποιητής δουλεύει με τη γραφίδα καλέμι «με το ανεξίτηλο τρίτο του χέρι», όπως το όρισε ο Οδυσσέας Ελύτης. Δουλεύει το «άλλοτε» που μοιάζει με το σήμερα και το αύριο. Πηγαινοέρχεται στο χρόνο για να δει πως όλα ίδια γίνονται και ξαναγίνονται. Σκαλίζει μνήμες και όπως κάλπαζε για την αθανασία κάποτε καλπάζει «τώρα για τον κάτω κόσμο». Τα αρχαία κείμενα, τα θρησκευτικά, τα ιστορικά, οι εμπειρίες μιας ολόκληρης ζωής, οι σκηνές του καθ’ ημέραν βίου («Τετίγγεσιν εοικώς»), όλα του δίνουν το έναυσμα και, όπως τη μέλισσα βλέπει ο Ισοκράτης, «εφ’ άπαντα μεν τα βλαστήματα καθιζάνουσαν αφ’ εκάστου δε βέλτιστα λαμβάνουσαν», έτσι, κι εκείνος από αυτά ζει και ανασαίνει: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα» θυμάται, αλλ’ όμως δυσκολεύεται με το «Γραικός θε να πεθάνω/ κι ας έχει όλος ο κόσμος αλλαξοπιστήσει πια». Η έξοδος από το δράμα δεν φέρνει λύτρωση και στη στροφή μας βάζει μια τρικλοποδιά: όλοι, σπουδαίοι και μη, καταλήγουν «στην αδυσώπητη χωματερή που οι αδαείς ονόμασαν ιστορία». Πικρό και δυνατό το σκούντημα του στίχου, σαν αψιθιά. Θα ’θελα να κρατήσω το «Γραικός». Το σαρκίο όταν έρθει η ώρα θα το πάρει ο Χάρος. Τους στίχους όμως κάποιοι άλλοι «Ρωμιοί», θα τους θυμούνται· «Γραικοί», και ας ελπίσουμε όχι απελπισμένοι.

Ανθούλα Δανιήλ είναι κριτικός λογοτεχνίας

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL