Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
14.7°C18.4°C
4 BF 63%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
18 °C
16.3°C19.7°C
3 BF 46%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
17.1°C18.3°C
2 BF 61%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
18.2°C19.8°C
6 BF 53%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
16.8°C18.5°C
0 BF 48%
Βαλκάνιοι «σοφοί» στην Ελληνική επανάσταση
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Βαλκάνιοι «σοφοί» στην Ελληνική επανάσταση

ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Το πολιτικό πρόταγμα της Ελληνικής επανάστασης του 1821, εμπνευσμένο από το αντίστοιχο αντιμοναρχικό, δημοκρατικό και κοσμοπολίτικο του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, μπορεί να γίνει σαφέστερο μέσα από τις πολιτικές και θεσμικές επιλογές των πρωτεργατών αλλά και από τον αντίκτυπό της στο εξωτερικό. Στο σύντομο αυτό σημείωμα θα αναφερθούμε σε δύο βαλκάνιους εκπροσώπους της ολιγομελούς ομάδας «σοφών», που συστρατεύτηκαν με σαφώς νεωτερικούς πολιτικούς όρους, από κοινού με την πολυπληθέστατη των «μαχητών», που συμμετείχαν στην Ελληνική επανάσταση. Η διάκριση «μαχητές»-«σοφοί» αποτυπώνεται στο ποίημα «Γραικομανία» του «ελληνιστή», γιατρού σπουδαγμένου στην Αθήνα (Γυμνάσιο 1839, Ιατρική Σχολή 1844) και στο Παρίσι, Πέταρ Πρότιτς (1822-81) εξέχοντος μέλους της βουλγαρικής ελίτ στη Ρουμανία.

Όταν γράφεται το παραπάνω ποίημα, το φαινόμενο της βαλκανικής ελληνοφωνίας ή, απαξιωτικά, «γραικομανίας» βρίσκεται στην καμπή του. Δεν πρόκειται, ωστόσο, απλώς για την ανάσχεση της διάδοσης της ελληνικής γλώσσας, αλλά γενικότερα για το αναδυόμενο μέτωπο ενάντια στον ριζοσπαστικό πατριωτισμό, από τον οποίο αντλούνταν αξίες και ιδεολογικά όπλα υπέρ του «φωτισμού τους γένους», με διαβατήριο την ελληνική γλώσσα. Όπως είναι γνωστό, αυτή η πρώιμη εκδοχή εθνικής ιδεολογίας στις μετα-ναπολεόντειες ευρωπαϊκές συνθήκες («Ευρώπη των συνθηκών», καταστολή κινημάτων, παλινόρθωση) υποχωρούσε, ενώ το μοντέλο του εθνικού κράτους αναπροσανατολίστηκε προς ανταγωνιστικό πνεύμα και αντι-κοσμοπολίτικες εσωστρεφείς ιδεολογικές αφετηρίες (λαϊκή ψυχή, εθνικός χαρακτήρ, εθνική ατομικότης κ.τ.ό.). Σ' αυτή τη συγκυρία, μορφωμένοι Βαλκάνιοι με συνείδηση έως τότε χριστιανού οθωμανού υπήκοου (Γραικοί/Ρωμιοί), από την τελευταία δεκαετία του 18ου αι., επέλεξαν να ενστερνιστούν το νεοτερικό πνεύμα, εμπνεόμενοι από τον «Πατριωτισμόν», «τα όπλα του λογικού» και το σύμφυτο με τις «Πατριωτικές πράξεις» «πνεύμα της Θρησκείας». Σύντομα όμως βρέθηκαν αντιμέτωποι με το ανερχόμενο ευρωπαϊκό αντεπαναστατικό μέτωπο και την εκκλησία και, από το 1844, με την επιρροή της ρωσικής «σλαβονιστικής» ιδεολογίας.

Σ' αυτό τον άνισο αγώνα οι ετερόγλωσσοι «ελληνιστές»/«ελληνόφρονες» πρώιμοι πατριώτες πρόλαβαν να βιώσουν την αντι-διαφωτιστική στροφή και απογοητεύτηκαν ή αναθεώρησαν τις απόψεις τους, κάτι που αποδείχτηκε εύκολο για ορισμένους, ενώ για άλλους οδυνηρό. Θα εστιάσουμε σε δύο παραδειγματικές περιπτώσεις «σοφών»/«ελληνιστών», στους Νικόλα Σάβα Πίκκολο και Ιβάν/Ιορδάνη Σελιμίνσκι, που μυήθηκαν στο διαφωτιστικό πρόταγμα και συμμετείχαν στην Ελληνική επανάσταση: Και οι δύο ήσαν γόνοι εύπορων εμπορικών οικογενειών με άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας και της αρχαίας γραμματείας και με σπουδές σε δυτικο-ευρωπαϊκά πανεπιστήμια: Αποτελούσαν δηλαδή μέλη μιας ελίτ με κοσμικά κυρίως ενδιαφέροντα, που διακρίθηκαν συνομιλώντας με ευρωπαίους ομοϊδεάτες τους. Επιπλέον, προσέτρεξαν να συνδράμουν τους επαναστατημένους Έλληνες, στο πεδίο του διπλωματικού και στρατιωτικού αγώνα αντίστοιχα, από ριζοσπαστικές και κοσμοπολίτικες θέσεις.

Ο Ν. Σ. Πίκκολο (Τύρνοβο 1792-1865), με σπουδές στο ελληνικό σχολείο της γενέτειράς του, στην Αυθεντική Ακαδημία του Βουκουρεστίου και σ' εκείνη της Χίου, μετέφρασε και δημοσίευσε Γάλλους (π.χ. Ρουσσώ), Γερμανούς και αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (π.χ. Αριστοτέλη). Εισήγαγε μάλιστα την αναπαράσταση αρχαίων έργων στο θέατρο της Οδησσού, από όπου γνωρίζουμε ότι διαδίδονταν πατριωτικές ιδέες. Στο Παρίσι, από το 1818, συνεργάστηκε στενά με τον Κοραή, μαθητεία από την οποία προέκυψαν ριζοσπαστικά αντικληρικά κείμενα που προκάλεσαν «εκρηκτικές εντάσεις και ρήξεις» και συνακόλουθα την πατριαρχική μήνιν. Το 1822, συστημένος από τον Κοραή, όπως κι άλλοι του κύκλου του, έφτασε στην Ύδρα για να συμμετάσχει στην Επανάσταση, αλλά τελικά η παραμονή του αποδείχθηκε ατελέσφορη. Από το 1823 θα διδάξει φιλοσοφία στην Ιόνια Ακαδημία της Κέρκυρας, με πρόταση του Φρ. Γκύλφορδ, θα σπουδάσει Ιατρική στην Ιταλία και αργότερα θα ασκήσει το επάγγελμα του γιατρού στο Βουκουρέστι (1830-39). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε στο Παρίσι, εκδίδοντας μεταφράσεις και φιλολογικές μελέτες, χωρίς ίσως να εγκαταλείψει τις θέσεις των «Ιδεολόγων» ανάμεσα στους «πεζοτάτους» συγκαιρινούς του.

Η ελληνική και βουλγαρική ιστοριογραφία ερίζουν για την «εθνικότητα» του «Τουρναβίτη λογίου» Πίκκολο ερήμην των συνειδητών επιλογών του. Ο ίδιος, ζωντανό παράδειγμα ατόμου που έζησε ανάμεσα σε δύο κόσμους, αυτοπροσδιορίζεται και Γραικός και Έλληνας, διακρίνοντας τις ετερόγλωσσες α-εθνικές κοινωνίες των χριστιανών Ρωμιών/Γραικών της Βαλκανικής, που τότε μπολιάζονταν με το διαφωτιστικό πατριωτικό/εθνικό πνεύμα, από τη γαλλική «πολιτική κοινωνία» -πολιτογραφήθηκε μάλιστα «Υδραίος πολίτης [=Citoyen]» καθώς επρόκειτο να αναλάβει διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό εκπροσωπώντας τους επαναναστατημένους Έλληνες. Εμπνεόμενος από «τον έρωτα της ελευθερίας», επέλεξε να εξέλθει αμετάκλητα από τη γενέτειρά του και από το ασφυκτικό θεοκρατικό πλαίσιο του «Γραικού» Οθωμανού υπηκόου και, ως κοσμο-πολίτης, να πολεμήσει τις δεισιδαιμονίες και να διαδώσει τις ιδέες της δημοκρατίας, του πατριωτισμού, του ορθού λόγου και του φυσικού δικαίου μέσα από τη φιλοσοφία, το θέατρο, την παρατήρηση και θεραπεία του ανθρώπινου και του κοινωνικού σώματος κι ακόμα, μεταφράζοντας επωφελή βιβλία· η ελληνική γλώσσα και η ευρεία γλωσσομάθειά του αποτέλεσαν τα απαραίτητα όπλα του, ενώ η Επανάσταση των Γραικών-Ελλήνων του έδινε μια ευκαιρία να δράσει και στο πεδίο της σύγκρουσης.

Η αντίληψή του για την Ελλάδα δεν φέρει ακόμα το οικείο σε μας εθνικό/κρατικό περιεχόμενο, όχι μόνο γιατί αυτό τότε συγκροτείται αλλά και γιατί ο Πίκκολο εμμένει στην κοσμοπολίτικη διαφωτιστική «Ιδεολογία». Υπ' αυτή την έννοια, και οι δύο ιστοριογραφίες, ελληνική και βουλγαρική, δεν πείθουν, υποστηρίζοντας την ελληνική εθνικότητά του, βάσει της ελληνομάθειάς του, μιας αναφοράς της ελληνο-βουλγαρικής καταγωγής του και της συμμετοχής του στην Επανάσταση, ή τη βουλγαρική, βάσει της γενέτειρας και της μητρικής του γλώσσας αντίστοιχα, με στόχο τη νομιμοποίηση, με αναχρονιστικούς όρους, των επίδικων αντικειμένων του παρόντος.

Από τη σύντομη περίοδο της επαναστατικής εμπειρίας του Πίκκολο, αξιομνημόνευτα είναι δύο τουλάχιστον τεκμήρια, η θετική απάντηση των «προκρίτων» της Ύδρας (5-7-1822) στην αίτηση του να πολιτογραφηθεί Υδραίος και την επιστολή του, γραμμένη στην Καλαβρία (13-10-1822), μακριά από το μπαρουτοκαπνισμένο περιβάλλον «μετά πολλάς πλάνας και τρικυμίας». Σ' αυτή ζητάει, μια φαινομενικά διαδικαστική διόρθωση στο σχετικό έγγραφο: Αποποιούμενος οποιοδήποτε «προνόμιον», απαιτεί «η λέξις ν' αφαιρεθή, όχι μόνον ως απλώς ισοδύναμος με το Ανομία, αλλά και διότι κατά το πολιτικόν σύνταγμά μας, οι Έλληνες είναι όλοι ισόνομοι.», συλλογιστική στην οποία ανιχνεύεται μια εκδοχή ελληνικού συνταγματικού πατριωτισμού.

Είναι γνωστό ότι ο Πίκκολο αναχώρησε από την Ύδρα απογοητευμένος, αλλά όχι λιγότερο αποφασισμένος να αγωνιστεί με το όπλο της γραφής. Η ματαίωση, την τελευταία στιγμή, της αποστολής του από κοινού με τον Κόντε Ανδρέα Μεταξά στη Βερώνα, όπου θα συνερχόταν η «Συνέλευσις των Μονάρχων», όχι παράδοξα αποσιωπάται ή θίγεται αόριστα στις πηγές της εποχής, αφού φαίνεται να σχετίζεται με τις συγκρούσεις των φατριών και με ρωσική υπόδειξη. Ήταν δυνατόν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις να είχαν λησμονήσει το στενό συνεργάτη του Κοραή και, αφορισμένο από το Πατριαρχείο, συγγραφέα της πιο δηκτικής αντικληρικής σάτιρας;

Ο Ιβάν/Ιορδάνης Σελιμίνσκη (Σλίβεν 1799-1867) είναι ένας ακόμα «σοφός», που πήρε μέρος στην Ελληνική επανάσταση ως στρατιωτικός. Φοίτησε στο ελληνικό σχολείο της γενέτειράς του και στη σχολή των Κυδωνιών, όπου δίδασκε ο Θεόφιλος Καΐρης. Από το 1821 έως το 1823 συμμετείχε στην Ελληνική επανάσταση. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Ιταλία και την Αυστροουγγαρία και δίδαξε στη γενέτειρά του και στη Φιλιππούπολη, από όπου διωγμένος κατέφυγε στη Βλαχία για να επιστρέψει στην Αθήνα στη δεκαετία του 1840. Εδώ απόκεινται οι πολυσέλιδοι αυτόγραφοι κώδικές του με μεταφράσεις, από τα γαλλικά και γερμανικά, κλασικών έργων του δυτικο-ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που φανερώνουν τη γλωσσομάθεια και την ευρύτητα των επιρροών που δέχθηκε. Στο προλογικό σημείωμα μιας από αυτές τις μεταφράσεις (Προς τους αναγινώσκοντας, o μεταφραστής), σε δύο διαφορετικές γραφές, κάνει λόγο για την περιπέτεια που βίωσε ως ιδιοκτήτης δύο σχολείων, τα οποία εξαναγκάστηκε να κλείσει τo 1826, αποκαλύπτοντας έτσι τη δυσμενή θέση των «ελληνιστών» στις βουλγαρικές κοινότητες και τις συγκρούσεις τους τόσο με τις ντόπιες αρχές όσο και με τους σταλμένους από το Πατριαρχείο ιεράρχες.

Έχοντας λοιπόν εγκαταλείψει την εκπαιδευτική του δραστηριότητα, έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει Ιατρική στο Αθήνησι (1840-44). Στα μέσα ακριβώς της δεκαετίας του 1840, οπότε εγκαινιάζεται η διάδοση ανάμεσα στους Σλάβους οθωμανούς υπηκόους της ρωσικής ιδεολογίας του «Σλαβονισμού», ο Σελιμίνσκη αναπροσανατολίζεται από το δυτικο-ευρωπαϊκό διαφωτιστικό πρόταγμα του κοσμοπολιτισμού, στο οποίο είχε στρατευτεί για την ηθικήν βελτίωσιν της πατρίδος του, προς τη βουλγαρική εθνική ιδέα, δραστηριοποιούμενος στο εκκλησιαστικό κίνημα. Σ' αυτή τη συγκυρία του εθνικού αναπροσανατολισμού του Βούλγαρου «οδηγού Στρατιωτών Ι. Σελιμίνσκη» το οθωνικό βασίλειο, μάλλον αργοπορημένα, τον βραβεύει για τη στρατιωτική του δράση στην Ελληνική επανάσταση με αργυρό αριστείο -το μόνο γνωστό δεδομένο για την επαναστατική του εμπειρία. Στο ελληνικό κράτος η μνήμη της συμμετοχής βαλκάνιων «μαχητών» και «σοφών» εξακολουθούσε να κατοικεί, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ήδη δύο Μεγάλες ιδέες είχαν κιόλας συγκροτηθεί στα Βαλκάνια (στο ελληνικό και το σερβικό κράτος, 1844), βάσει των οποίων οι όποιες ελληνο-βουλγαρικές σχέσεις σταδιακά θα διαρραγούν.

Στη σπάνια φιλολογική σκευή και στην πατριωτική απελευθερωτική χρήση της αρχαίας γραμματείας των δύο «σοφών» ανιχνεύσαμε τη συνειδητή επιλογή εκκοσμικευμένων και κοσμοπολίτικων αντιλήψεων και στάσεων ζωής, όπως συμπυκνώνονται σε συμβολικούς τόπους και χρόνους (Διαφωτισμός-ελληνική αρχαιότητα/δημοτικά τραγούδια), διαφορετικούς από τη μεταγενέστερη καταφυγή στη γενέτειρα-μητρική γλώσσα/βουλγαρικά άσματα. Η αποδοκιμασία των «ελληνιστών»/ «ελληνοφρόνων» και η δυσφήμησή τους ως «γραικομάνων», στην πρώιμη φάση του βουλγαρικού εθνικού κινήματος (περίοδος μεταρρυθμίσεων), συνιστά την αιχμή της αντεπίθεσης λαϊκών και εκκλησιαστικών κύκλων στις ιδέες της ισονομίας και της Επανάστασης. Στην ουσία, στόχος τους δεν ήταν η εξάλειψη της ελληνικής γλώσσας -κάτι αναμενόμενο στη διαδικασία συγκρότησης έθνους κράτους με τα οικεία διακριτικά του γνωρίσματα-, αλλά κυρίως η κατίσχυσή τους επί του μόνου τότε ριζοσπαστικού πόλου. Έτσι, μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι το βουλγαρικό κίνημα λιγότερο με τη γέννησή του (a la greca) και περισσότερο με τη σλαβονιστική του στροφή βρήκε τον αναγνωρίσιμο αντι-φαναριωτικό βουλγαρικό χαρακτήρα του και μπόρεσε να συγκροτήσει εθνική ιδεολογία -και μάλιστα ερήμην των οικονομικο-κοινωνικών όρων που συνόδευαν αντίστοιχες δυτικο-ευρωπαϊκές ιδεολογίες, όπως συνέβη στα Βαλκάνια. Γίνεται έτσι κατανοητή η ιδιοτυπία του βουλγαρικού εθνικού προγράμματος, η πρόταξη δηλ. της θεσμοθέτησης Εξαρχίας (αποδέσμευση από το Πατριαρχείο, χωρισμός του βουλγαρικού ποιμνίου από το γραικικό γένος, φιρμάνι Φεβρ. 1870). Πόσο καταλυτική υπήρξε η ήττα των «σοφών» και των ιδεών τους αλλά και η γενέθλια αυτή θεσμική/εκκλησιαστική πράξη, όπως αποτυπώθηκε στο γεωγραφικό χώρο και στις ανταγωνιστικές σχέσεις των ομάδων εξουσίας, θα φανεί σύντομα με τον αφορισμό της βουλγαρικής εξέγερσης του 1876 από τον οθωμανικό θεσμό της Εξαρχίας, όπως ακριβώς η Ελληνική επανάσταση από το Πατριαρχείο· ανιχνεύεται όμως και στη μακρά διάρκεια, στον εύθραυστο χαρακτήρα του βουλγαρικού κράτους και στην ταλαντευόμενη ιδεολογία του, μέχρι και σήμερα, ανάμεσα στην πρωτο-βουλγαρική και στην (κοινή με τους Ρώσους) σλαβική καταγωγή των πολιτών του.

Οι δύο περιπτώσεις των «σοφών» αγωνιστών στην Επανάσταση του '21 είναι αξιομνημόνευτες, γιατί θέτουν εκ νέου το ζήτημα της συγκρότησης των βαλκανικών κρατών σε σχέση με τα ευρωπαϊκά επαναστατικά κινήματα.

Το πλήρες κείμενο, με υποσημειώσεις, στο blog των «Αναγνώσεων».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL