Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
17.6°C20.2°C
3 BF 49%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
14.1°C17.6°C
3 BF 66%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
16 °C
15.5°C16.0°C
4 BF 69%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
18 °C
17.1°C17.8°C
5 BF 67%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
18 °C
18.0°C18.0°C
3 BF 63%
Με φόντο το 1821
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Με φόντο το 1821

Το κείμενο του Μιχάλη Άνθη που προηγήθηκε, μου δημιούργησε την εξής σκέψη: σε αυτή την εικόνα της Ύδρας, όπου η ισχύς αλλά και η «μνήμη» όλου το κοινωνικού καθεστώτος, υπό την κυριαρχία των πλοιοκτητών/εφοπλιστών της εποχής, βρίσκεται απέναντι στον επαναστάτη Αντώνιο Οικονόμου και στην εξέγερση που οργάνωσε, πώς παρεισφρέει ο Ισίδωρος Ducasse, ήτοι ο Λωτρεαμόν, που οι γάλλοι σουρρρεαλιστές έναν αιώνα μετά τον έκαναν διάσημο, αναγορεύοντάς τον σε σύμβολό τους; Και συγκεκριμένα, ποιος από αυτούς, που αποτελούν το μπλοκ εξουσίας (της κοινωνίας αλλά και της μνήμης), γνωρίζει τον Λωτρεαμόν, ώστε να τον «επικαλείται»; Όχι βέβαια το 1821, όπου «διαδραματίζεται» το ποίημα «Ύδρα», αλλά το 1939 που δημοσιεύεται;

Σε αυτή τη δομικά συνειρμική ποιητική παράθεση είναι μάλλον δύσκολο να ταυτίσουμε κυριολεκτικά τη σχέση υποκειμένου και αντικειμένου μέσα στη ροή του λόγου. Όμως, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει το γεγονός ότι ο Εγγονόπουλος τίποτα δεν «πετάει» τυχαία μέσα στα ποιήματά του, όπως άλλωστε μας έχει δείξει η μέχρι τούδε φιλολογική έρευνα. Το αντίθετο: είναι άπειρες οι σχεδόν «αθώες» νύξεις που αφήνει να βρίσκονται σε κάποια γωνιά των ποιημάτων του, όμως αυτές φωτίζονται απροσδόκητα, και καθίστανται ενεργές εστίες, πλήρεις νοήματος, όταν ενταχθούν σε μια σκέψη, η οποία, τελικά, προκύπτει ως θεμιτή από τα συμφραζόμενα, προϋποθέτοντας βέβαια μελέτη του ποιήματος και σχετική έρευνα.

Όπως το έχει περιγράψει ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου, με κείμενό του στο αφιέρωμα των «Αναγνώσεων» στον Εγγονόπουλο (τχ. 230 και 231, 20 και 27-5-2007), «τα ποιήματα αυτά, χωρίς να χάνουν τη μαγεία του παράδοξου, αποτελούν, κατά βάθος, μικρές ή μεγάλες έλλογες συνθέσεις. Συνθέσεις που είναι αποτελέσματα μιας ‘σχεδόν οργανικής και κατά λόγον κίνησης’, με την οποία όλα, ακόμα και τα πιο ευφάνταστα, τα πιο ετερόκλητα συναπαντήματα προσώπων, ιστορικών στιγμών και τόπων, συμβόλων και ‘ευρημάτων’ του ατομικού και του συλλογικού υποσυνείδητου, μοιάζουν -και είναι- ιδανικά εναρμονισμένα, παρά την εξωτερική, κάποτε προκλητική, παράλογη συσχέτισή τους, σαν διά του παραλόγου εκλογικευμένα».

Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το ποίημα «Μαρσινέλ», που έστεκε αμήχανο μέσα στη συλλογή Εν ανθηρώ έλληνι λόγω, το οποίο ποίημα ο Μιχάλης Άνθης (άξιος φιλόλογος, με θέμα της διατριβής του τον Εγγονόπουλο) «αποκρυπτογράφησε», με κείμενό του στο ίδιο αφιέρωμα, δείχνοντάς μας ότι αναφέρεται, «καταλεπτώς», σε ένα συγκεκριμένο και σημαντικό γεγονός: «Στα ανθρακωρυχεία της πόλης Mαρσινέλ του Bελγίου το 1956 συνέβη ένα φοβερό εργατικό ατύχημα. Στις υπόγειες στοές των ανθρακωρυχείων έχασαν τη ζωή τους 136 Iταλοί εργάτες - μετανάστες, εξαιτίας των ανεπαρκών μέτρων ασφαλείας».

Επί του προκειμένου: έχω τη γνώμη ότι αυτός που, μέσα στο ποίημα «Ύδρα», επικαλείται τον Ισίδωρο Ducasse δεν μπορεί να είναι κανένας άλλος, παρά ο Ανδρέας Εμπειρίκος, γόνος άλλωστε μίας από τις μεγαλύτερες εφοπλιστικές οικογένειες. Μάλιστα, ο Εμπειρίκος (μέσα στο ποίημα ως γνώστης του Λωτρεαμόν) χρησιμεύει ως το βασικότερο point που απεγκλωβίζει τον χρόνο από την αγκίστρωσή του στο 1821, και του επιτρέπει την ταλάντωση, μέχρι το 1939, όπου δημοσιεύεται το ποίημα, αλλά και μέχρι σήμερα, μα και στο μέλλον, όπου (θα) διαβάζεται. Γιατί είναι γνωστό ότι ο Εγγονόπουλος δεν γράφει «ιστορικά ποιήματα» (ο Μπολιβάρ είναι ένα εξέχον παράδειγμα), αλλά, σχετικοποιώντας τον χρόνο, εδράζει τα ποιήματά του στις βασικές ποιότητες της ιστορικής κίνησης, εισάγοντας ρηξικέλευθες και φοβερές, όσον αφορά την πρωτοτυπία τους, συνάψεις.

Έτσι, ο Αντώνιος Οικονόμου, ως περσόνα/σύμβολο, μετατοπίζεται στο 1939, εν μέσω της μεταξικής δικτατορίας, όπου το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας, «εκσυγχρονισμένο» βέβαια, έχει τους ίδιους εχθρούς: κατηγγέλθη/ ὡς ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνος/ γιά τήν δημόσια/ ἀσφάλεια/ -γιά τήν εἰρήνη/ τῶν φιλησύχων πολιτῶν, και έτσι τελικά μας παραδίδεται, ως περσόνα/σύμβολο, στον εν γένει χρόνο.

Ας μην τρομάξει και ας μη φοβηθεί κανείς, όπως θα έλεγε κι ο Εγγονόπουλος. Όταν μιλάμε επί του έργου ενός τόσο μεγάλου, τόσο κρυπτικού, και τόσο μοναχικά αντισυμβατικού και ανοίκειου ποιητή, όπως είναι ο Εγγονόπουλος, περιττεύουν οι αντιδράσεις που απηχούν την μακαριότητα των γνωστών φιλολογικών ρομάντζων, ένα από τα οποία είναι η σχεδόν ανέμελη και όμοια, και φυσικά ανέφελη συντροφική πορεία των «δύο υπερρεαλιστών μας». Άλλωστε, ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος, ποιητικά, δεν ταυτίζονται πουθενά - ο σουρρεαλισμός, για τον ένα, αποτελεί μια απλουστευτική μονοκαλλιέργεια, ενώ, για τον άλλο, ένα μόνο από τα πολλά σημεία εκκίνησής του, για να φτιάξει εκείνες τις αδιανόητα πλούσιες και ανομοιογενείς συνθέσεις, που ενσωματώνουν ολόκληρη την πολυσχιδή διαδρομή του μοντερνισμού, αλλά και την κατάδειξη των ορίων του.

Όλα αυτά δεν είναι «θεωρητικά»: επειδή η μορφή των ποιημάτων του Εγγονόπουλου είναι τόσο σύνθετη και ανοιχτή, αξιώνεται να περιέχει και να συμπυκνώνει τόσα θραύσματα ιστορίας, να μας δίνει ανεπανάληπτα την αίσθηση των πραγμάτων, να μας προσφέρει μια διαυγή αντίληψη για την ίδια ιστορία.

Ας κλείσουμε με μια αυτο-εικόνα του Εγγονόπουλου, από τον Μπολιβάρ (1942-1943), η οποία δεν είναι καθόλου «αθώα», μα ούτε και άσχετη με το θέμα που συζητάμε· θα έλεγα μάλιστα ότι ο Εγγονόπουλος διεκδικεί τον Αντώνιο Οικονόμου, τον πρωταγωνιστή του ποιήματος « Ύδρα», ως δικιά του περσόνα:

Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,/ πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,/ Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη/ άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,/ Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες/ νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,/ Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,/ αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι/ Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα./ Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα/ εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,/ Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,/ Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.

Άλλωστε, αυτή τη σελίδα του Μπολιβάρ ο Εγγονόπουλος την «εικονογραφεί» με τον πίνακα «Ύδρα» (1940 - όντας αποσυνάγωγος από τη «γενιά του ’30» και το ιερατείο του περιοδικού Τα νέα γράμματα ως «εξτρεμιστής»), ώστε να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία περί της ταύτισής του με τον Αντώνιο Οικονόμου, αφού, όπως την επανάσταση του 1821, έτσι και την «επανάσταση» του μοντερνισμού, καθώς και τη μνήμη τους, το μπλοκ εξουσίας τελικά τις καρπούται, ενώ οι επαναστάτες εξοβελίζονται.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL