Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
17.8°C19.6°C
4 BF 54%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ψιχάλες μικρής έντασης
15 °C
11.5°C16.3°C
4 BF 67%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
15.9°C18.0°C
4 BF 70%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
18.8°C20.8°C
5 BF 49%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
15.7°C16.9°C
3 BF 45%
Ζήτω που καήκανε οι Μυκήνες; Λιγάκι!
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ζήτω που καήκανε οι Μυκήνες; Λιγάκι!

Της Δήμητρας Κουντή

Ήταν και πάλι Αύγουστος, του 2007, όταν οι φωτιές που κατάκαιγαν την Ηλεία και άφηναν πίσω τους 63 νεκρούς, χιλιάδες ζώα και σπίτια καμένα και ανυπολόγιστες καταστροφές σε καλλιεργημένες και δασικές εκτάσεις περικύκλωσαν και τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας.

Η τραγωδία από τις καταστροφικές πυρκαγιές ανείπωτη και η αμηχανία για όλους εμάς, οι οποίοι καλύπταμε δημοσιογραφικά τη φωτιά που πλησίαζε και απειλούσε το Ιερό  Άλσος και το Μουσείο της Ολυμπίας, έκδηλη. Πώς να περιγράψεις την απειλή του πύρινου κλοιού που «έγλειφε» τις αρχαιότητες όταν είχαν χαθεί τόσες ανθρώπινες ζωές;

Η αγωνία των αρχαιολόγων που πνίγονταν από τους καπνούς μέσα στο αρχαιολογικό μουσείο για να προστατεύσουν αυτά τα έρημα αρχαία μας έδειξε τότε τον δρόμο για να πληροφορήσουμε αμέσως και σε απευθείας σύνδεση, από το ραδιόφωνο τότε, το κοινό.  Όλα τα μέσα ενημέρωσης παρακολουθούσαν με κομμένη ανάσα την εξέλιξη της φωτιάς.

Και να που πάλι Αύγουστο, του 2020, σε έναν αρχαιολογικό χώρο όπου θα έλεγε κάποιος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μπει η φωτιά (λόγω της ελάχιστης βλάστησης), όχι μόνο μπήκε, αλλά άφησε εμφανέστατα ίχνη, παρά τις προσπάθειες τις πολιτικής ηγεσίας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις κάνοντας λόγο για «λίγο μαύρο στο χώμα»!

Η φωτιά που μπήκε στις ομηρικές «πολύχρυσες» Μυκήνες «μαύρισε» όχι μόνο το χώμα, αλλά και τα μνημειακά ταφικά σύνολα. «Μαύρισε» την ετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού, που δεν μπόρεσε να ελέγξει μια φωτιά σε χαμηλή βλάστηση πριν περάσει σε ένα μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως επίσης «μαύρισε» κι άλλο την αξιοπιστία της ελληνικής δημοσιογραφίας, που διέθεσε ελάχιστα λεπτά για να πληροφορήσει το κοινό για τη φωτιά στις Μυκήνες.

Ούτε λόγος για έκτακτες συνδέσεις ή ανάδειξη των τραγικών στιγμών που τόσο έκδηλα αποτυπώθηκαν σε φωτογραφίες όπου οι φλόγες άγγιζαν τα μνημεία και οι καπνοί εξαφάνιζαν τον αρχαιολογικό χώρο.

Όσο για την αξιοπιστία και την ευσυνειδησία της πολιτικής ηγεσίας; «Ζήτω που καήκαμε»! Ή... Ζήτω που κάηκαν οι Μυκήνες, λιγάκι!

Αντί άλλων σχολίων, για να αντιληφθούμε το δέος που θα έπρεπε να νιώθει κάποιος όταν μιλάει για το γεγονός του φλεγόμενου αρχαιολογικού χώρου των Μυκηνών, που δυστυχώς είδαμε, παραθέτουμε αντιπροσωπευτικά λογοτεχνικά αποσπάσματα. Ίσως κάτι αντισταθμίσουν στον κυνισμό των ημερών μας.

Νίκος Καζαντζάκης, “Ταξιδεύοντας”, αποσπάσματα από το ταξίδι του στις Μυκήνες

Την άλλη μέρα, μεσημέρι, κινήσαμε για τη Μυκήνα. [Είναι η πυρωμένη ώρα, η κάθετη, που ταιριάζει για τους φοβερούς τούτους βράχους και θρύλους. Το πρωινό φως τους δίνει μιαν αγνότητα πού δεν μπορούν να έχουν, το σούρουπο τους δίνει μια ρομαντική μελαγχολία πού δεν καταδέχουνται να έχουν. Δε φωλιάζουν εδώ, στους ξακουστούς άνυδρους γκρεμούς, πρωινοί κορυδαλλοί μήτε βραδινά ερωτόπαθα νυχτοπούλια. Μα άγρια σαρκοβόρα όρνεα, αητοί και γεράκια, που ζυγαριάζουνται μεσημέρι στην κορφή του αέρα και σημαδεύουν στον κάμπο τι να φάνε. Κάψα πνιχτική, το αίμα άναψε, το λαρύγγι στεγνώνει. Καλοί σωματικοί όροι για το προσκύνημα τούτο.]

Ανεβαίνουμε από το Χαρβάτι τον ανηφορικό δρόμο: έχω στυλωμένα τα μάτια ανάμεσα στ’ αγριόθωρα βουνά της Ζάρας και του Προφήτη Ηλία και προσπαθώ να ξεχωρίσω μέσα στο πυρακτωμένο φως τη φωλιά των Ατρειδών. Είναι βράχος μέσα στους βράχους και δεν μπορείς να τη διακρίνεις. Μα από τα χτυπήματα της καρδίας νιώθεις πώς ολοένα ζυγώνεις. Στρίψαμε δεξιά κι ορθώθηκε μπροστά μας η φοβερή καστρόπορτα με τις δυο όρθιες λιόντισσες.

Πήρα μόνος μου τον ανηφορικό βασιλικό δρόμο, που τον είχε στρώσει η Κλυταιμήστρα με πολύτιμα κόκκινα χαλιά για να πατήσει ό νεοφερμένος άντρας της. «Πάτα, πάτα» του μιλούσε μαυλιστικά, «μη φοβάσαι τούς θεούς! Τοις δ’ ολβίοις γε και το νικάσθαι πρέπει».

Ανέβαινα μαζί με το μεγάλον ίσκιο, πάτησα τις στρουφιγμένες από την πυρκαγιά πλάκες του παλατιού, σβάρνισα με τη ματιά τα βουνά τρογύρα, τον κάμπο, ώς πέρα την αργίτικη θάλασσα. Προσπαθούσα να δω τι έβλεπε ο Αγαμέμνονας ανηφορίζοντας στο παλάτι του και τι η γυναίκα του, όταν αγνάντευε με δαγκαμένα χείλια τη θάλασσα πέρα, αν πρόβαλαν τα μισητά καράβια του γυρισμού. Τα ίδια τούτα βουνά θα κοίταζαν τον ίδιο ηλιοφρυμένο κάμπο, το ίδιο κύμα. Μα σημασία έχει μονάχα το πώς τα έβλεπαν. Με ποιον πρωτόγονο χοχλασμό.

Είχε δίκιο ο Γερμανός ζωγράφος, ο Φραντς Μαρκ, όταν ζωγράφιζε ένα τοπίο πού το κοίταζε ένα θεριό, να προσπαθεί ν’ αποδώσει το τοπίο όπως θα το έβλεπε το θεριό. Κι όχι όπως το έβλεπε το ανθρώπινο μάτι. Και το φαντάζουνταν ένα καταπληχτικό δράμα, πλημμυρισμένο χρώματα, πηχτό, αξεδιάλυτο, χωρίς σύνορα ανάμεσα θεριού και δάσους.

Πρέπει ν’ ανεβείς εδώ απάνω στο παλάτι του Αγαμέμνονα κυριεμένος από άγριο πάθος -μίσος, έρωτα, πόλεμο, τρόμο- για να μπορέσεις κάπως να δεις τον αργίτικο κάμπο και τα βουνά και τη θάλασσα όπως τα έβλεπαν οι Ατρείδες. Έτσι πρέπει να δεις και να παραστήσεις και τις τραγωδίες του Αισχύλου. Με τέτοιο μάτι θεριού όλα τ’ άλλα, κλασικές ισορροπίες, ρυθμικοί χοροί, στυλιζαρισμένες από αρχαία αγγεία χειρονομίες, είναι φιλολογία και μονολογίτικες θυσίες στην απούσαν Αφροδίτην.

Γιώργος Σεφέρης, «Μυκήνες»

Δώσ’ μου τα χέρια σου, δώσ’ μου τα χέρια σου,

δώσ’ μου τα χέρια σου.

Είδα μέσα στη νύχτα

τη μυτερή κορυφή του βουνού

είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο

με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού

είδα, γυρίζοντας το κεφάλι

τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες

και τη ζωή μου τεντωμένη σα χορδή

αρχή και τέλος

η τελευταία στιγμή·

τα χέρια μου.

Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες·

τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα

τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.

Πληγωμένος από το δικό μου χώμα

τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο

καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς,

τούτες τις πέτρες.

Ξέρω πως δεν ξέρουν, αλλά εγώ,

που ακολούθησα τόσες φορές

το δρόμο απ’ το φονιά στο σκοτωμένο

από το σκοτωμένο στην πληρωμή

κι από την πληρωμή στον άλλο φόνο,

την ανεξάντλητη πορφύρα

το βράδυ εκείνο του γυρισμού

που άρχισαν να σφυρίζουν οι Σεμνές1

στο λιγοστό χορτάρι

είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές2

πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά

τη μοίρα μας.

Φωνές από την πέτρα από τον ύπνο

βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει,

μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό

που χτύπησε τη γης με πόδια

Σώματα βυθισμένα στα θεμέλια

του άλλου καιρού, γυμνά. Μάτια

προσηλωμένα σ’ ένα σημάδι

που όσο κι αν θέλεις δεν το ξεχωρίζεις·

η ψυχή

που μάχεται για να γίνει ψυχή σου.

Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου

εδώ που σταματήσαν οι μυλόπετρες.

Οχτώβρης 1935

[Γιώργος Σεφέρης. 1936. Γυμνοπαιδία. Αθήνα. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. (1972) 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα:  Ίκαρος.

Περισσότερα για το χρονικό των ανασκαφών και τα μνημεία: https://argolikivivliothiki.gr/2013/10/09/mycenae/]

Στηρίξτε την έγκυρη και μαχητική ενημέρωση. Στηρίξτε την Αυγή. Μπείτε στο syndromes.avgi.gr και αποκτήστε ηλεκτρονική συνδρομή στο 50% της τιμής.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL