Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
17.0°C20.9°C
2 BF 52%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
14.9°C18.3°C
1 BF 75%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
16 °C
13.0°C16.0°C
4 BF 73%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
17 °C
16.1°C17.8°C
2 BF 69%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
16.3°C16.9°C
3 BF 51%
Ο λιμός και ο λοιμός
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ο λιμός και ο λοιμός

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Σαν ήρθαμε στην πόλη, εβρήκαμε τους Τούρκους σε άθλια κατάσταση, από την πείνα. Δεν είχανε αφήσει ζώο κανένα, ούτε πετεινό ούτε γάτα ή ποντικό. Κατά την υγεία τους, μπορούσες να τους διαιρέσεις σε τρεις τάξεις, δηλαδή οι γεροί και δυνατοί, οι άρρωστοι κι αδύναμοι και οι αναίσθητοι. Αυτοί οι τελευταίοι σουρνόντουσαν στη γη και έσκαβαν στα κατώγια των σπιτιών, στις κοπριές και τις άλλες ακαθαρσίες της πόλης, όπου έβρισκαν σκουλήκια μεγάλα και τα έτρωγαν. Είχαν φτάσει σε τέτοια αναισθησία, ώστε όταν τους πλησιάζαμε, γύριζαν και μας κοίταζαν με τα μάτια γλαρά και παραπονεμένα, χασμουργιόντουσαν κι έκαναν να ζητήσουν βοήθεια, αλλά δεν μπορούσαν να μιλήσουν, κι έπειτα κατέβαζαν πάλι τα μάτια και συνέχιζαν να σκάβουν, έβρισκαν τα σκουλήκια, τα άρπαζαν και με μεγάλη ταχύτητα κι επιθυμία τα έχαφταν, και δεν εφρόντιζαν τίποτα άλλο παρά για τη συντήρηση της ζωής τους.

Η άλλη τάξη, οι άρρωστοι κι αδύναμοι, ήτανε λίγο δυνατότερη. Αυτοί μπουσούλαγαν και εννοούσαν κάπως καλύτερα από τους προηγούμενους. Αλλά απ’ την πείνα έτρωγαν τους νεκρούς, ετράβαγαν τα ψαχνά κρέατα με τα δόντια και με πολλή όρεξη και επιμέλεια προσπαθούσαν να χορτάσουν. Όταν τους φωνάζαμε άκουγαν, γύριζαν, μας έβλεπαν, κι έπειτα πάλι άρχιζαν να τρώνε τα κρέατα των νεκρών. Τη νύχτα εκοιμόντουσαν σε κάποια αγκωνή, σε μέρος στεγνό, πέντε έξι μαζί.

Η τρίτη τάξη ήταν υγιής, αλλά οι περισσότεροι έτρωγαν και αυτοί ανθρώπινα κρέατα. Αυτή την υποψία την είχαμε, γιατί είδαμε νεκρούς που τους έλειπε ένα πόδι ή μια πλάτη και γύρω να υπάρχουν μικρά κομματάκια, όπως στα κρεοπωλεία όταν λιανίζουν τα σφαχτά, και τότε εννοήσαμε πως κι αυτοί τρώνε τους πεθαμένους. Μετά μάθαμε ότι κάποιοι Τούρκοι είχαν αιχμαλωτίσει έναν Έλληνα, τον έσφαξαν κρυφά στο ερείπιο του Σάλα και τον έφαγαν. Είπαμε τότε μεταξύ μας, να έχουμε το νου μας και να φυλαγόμαστε και αν κάποιος πυροβολήσει με το πιστόλι να τρέξουν αμέσως οι υπόλοιποι σε βοήθεια. Πήγαμε και στους Πασάδες, να το πουν στους Τούρκους, για να μην έρθει πανικός απ’ τον πυροβολισμό, και να τους κάνουν να πάψουν να τρώνε ανθρώπινα κρέατα, γιατί δεν θα τους δώσουμε πλέον τροφή.

Την επόμενη μέρα με επισκέφτηκε ένας Μπουλούκμπασης Αλβανός, και σαν ήρθε η κουβέντα, του είπα πως ο θεός θα τους εγκαταλείψει και θα τους κολάσει τέτοιοι που είναι και μάλιστα γι’ αυτό τους παιδεύει και τους έφτασε σε τέτοιο χάλι, να τρώνε τους αδελφούς τους.

- Ο θεός να μη σε φέρει ποτέ σε τέτοια θέση, αλλά πάντως γλυκύτερο φαγητό στον κόσμο δεν είναι άλλο απ’ το ανθρώπινο κρέας και μάλιστα τα ψαχνά, άμα τα κάνεις ντολμάδες και τους τυλίξεις με την πέτσα του φύλλου τής φραγκοσυκιάς, μόνο που για να βγει η πέτσα απ’ το φύλλο, πρέπει πρώτα να το βράσεις με νερό θαλασσινό. Τα μυαλά τα ανθρώπινα γίνονται ακόμα γλυκύτερα τηγανητά με βούτυρο κι επειδή δεν υπάρχει βούτυρο, ούτε λάδι, βάζουμε και για το τηγάνισμα λίπος ανθρώπινο. Στην αρχή κι εμείς δεν θέλαμε να πέσουμε σ’ αυτό το απάνθρωπο αμάρτημα, αλλά ύστερα πολύ μας στενοχώρησε η πείνα και αγριέψαμε και δεν συλλογιζόμαστε τίποτα άλλο παρά πώς να βρούμε τροφή για να ζήσουμε.

Αρρώστησα απ’ τον τύφο που γεννήθηκε μέσα στο Ναύπλιο. Η αρρώστια είχε πολλά και παράξενα συμπτώματα και αποτελέσματα. Όποιος κόλλαγε ήταν αδύνατο να ζήσει και αν γλύτωνε έχανε μία από τις αισθήσεις του, ή τη μνήμη ή την ακοή. Όταν ήτανε στην ακμή της, τον άρρωστο τον κυρίευε μανία και η φαντασία του έφτανε πολύ ψηλά. Πολλοί εσηκώθηκαν, άλλοι νύχτα κι άλλοι μέρα, και πήγαν να κολυμπήσουν στη θάλασσα να δροσιστούν, γιατί η εσωτερική φλόγα ήτανε αθεράπευτη, κι εκεί επνίγηκαν. Άλλοι πάλι ενόμιζαν ότι το έδαφος ήτανε η θάλασσα και αφού εγδυνόντουσαν και άφηναν τα ρούχα στο σπίτι, να μη βραχούν, έπεφταν απ’ τα παράθυρα. Όσοι γλύτωναν από το πέσιμο, εγύριζαν στην πόλη γυμνοί και κανείς δεν τους μάζευε. Άλλοι νόμιζαν πως ήσανε ιερείς και γύριζαν μέσα στα σπίτια και ιερουργούσαν. Αρρώστησαν και πολλοί φιλέλληνες Γερμανοί, που ήρθαν να προσφέρουν τον εαυτό τους θυσία στην κλασική γη των παλαιών Ελλήνων, όπως έγραφαν και τα διαβατήριά τους.

Όλοι αυτοί εχάθηκαν οι δυστυχείς δωρεάν, γιατί δεν είχαν κανένα συγγενή να τους μαζέψει και να τους περιποιηθεί, δεν εγνώριζαν και τη γλώσσα για να εξηγούνται. Κι αν κανείς είχε τα λογικά του και πήγαινε να πάρει νερό να σβήσει τη φωτιά που τον έκαιγε, καμιά βοήθεια δεν έβρισκε, γιατί μόλις τον έβλεπαν έφευγαν οι γεροί, να μη μολυνθούν. Το ίδιο έκαναν και οι συγγενείς των Ελλήνων. Ούτε ιατροί υπήρχαν, ούτε νοσοκομεία, ούτε φάρμακα, και οι χωρικοί εφοβούντο να πλησιάσουν τους αρρώστους, όχι μόνο να μη μολυνθούν αλλά και γιατί ενόμιζαν ότι όποιος πάθαινε την αρρώστια δαιμονιζότανε. Πολύ έβλαψε και η ώρα του έτους και η θέση της πόλης, γιατί ήτανε χειμώνας και η υγρασία μεγάλη.

Εγώ ήμουν άρρωστος για 28 ημέρες, κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο. Στην αρχή με περιποιήθηκε ο Παναγιώτης Χρυσανθόπουλος, που μετά ονομάστηκε Κακλαμάνος, αλλά ύστερα με παράτησε κι έφυγε κρυφά. Μου είχαν καρφώσει τα παράθυρα και την πόρτα του δωματίου, να μην γκρεμιστώ, και υπέφερα πολύ, ελαττώθηκε το μνημονικό και η ακοή μου, αλλά αργότερα τα ανέκτησα πάλι.

[Από το βιβλίο Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη (2003), τώρα στο Εμφύλιο σώμα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου (2014). Το απόσπασμα ενσωματώνει σπαράγματα της αφήγησης του Φωτάκου]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL