Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
18.7°C22.9°C
4 BF 48%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
16.0°C21.2°C
2 BF 45%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
17.0°C19.8°C
1 BF 70%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
19.3°C21.4°C
3 BF 60%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
20 °C
17.9°C19.9°C
5 BF 37%
Το κρυφτό
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Το κρυφτό

Του Σταύρου Παναγιωτίδη*

Διήγημα για τη σύλληψη ενός στελέχους της Νεολαίας Λαμπράκη την 21η Απριλίου

«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον...» ή κάπως έτσι, τέλος πάντων. Γαμώτο, μόνος αυτός δεν το ήξερε. Τι στο διάολο γινόταν, τι μοναξιά ήταν αυτή ξαφνικά, μέσα σε τόσο κόσμο; Σε τόσους ανθρώπους δικούς του, σε τέτοια κοινή μοίρα μέσα; Όλοι τους ήξεραν τις ψαλμωδίες εκτός απ’ αυτόν. Έσκαγε. Κάποιοι άλλοι, όμως, είχαν πια τρελαθεί για τα καλά. Έτρεχαν οι απέξω από το κάγκελο να ακούσουν, μαζεύονταν και μαζεύονταν όλο και περισσότεροι και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι γίνεται. Οι σκάλες υπέφεραν τα βαριά πατήματα από τα παπούτσια και έστελναν τον μεταλλικό ήχο τους σε όλο το χώρο, να χτυπιέται από τον έναν τοίχο στον άλλο και να στροβιλίζεται παντού εκεί μέσα. Σε λίγο οι αστυφύλακες είχαν πλημμυρίσει το χώρο μπροστά από τα κελιά. Δεκάδες μάτια κοίταζαν τους κρατούμενους με απορία, με θυμό, με αδυναμία να κατανοήσουν. «Καλά ρε, αυτούς τους φέραμε εδώ για κομμουνιστές και μας βγήκαν χριστιανόπουλα;».

Μεγάλη Παρασκευή. Μεγάλη Εβδομάδα. Μεγάλο Μαρτύριο. Δεν ήταν πολλές οι μέρες από εκείνο το πρωί. Ξύπνησε, κατάλαβε πως κάτι γινόταν και σε λίγο το έμαθε. Δικτατορία. Τανκς στους δρόμους της Αθήνας, συλλήψεις πολιτικών. Αυτό το τελευταίο τον ξάφνιασε, αλλά και τον ανακούφισε μαζί. «Έπιασαν τον Παπανδρέου, τον Μαύρο, τον Κύρκο, εμένα θα κυνηγήσουν τώρα;». Ντύθηκε βιαστικά και τράβηξε για τα γραφεία. Η μάνα του στην πόρτα τού φώναξε να προσέχει και να γυρίσει γρήγορα, έτοιμη, λες, να πάει κι αυτή μαζί του. Έφτασε. Δεν βρήκε κανέναν, η πόρτα κλειδωμένη. Δεν μπόρεσε να μπει να πάρει τίποτα από μέσα. Έγγραφα, στοιχεία, δεν ήξερε τι μπορεί να βρίσκεται εκεί. Εδώ και δυο μήνες είχε παραδώσει τα κλειδιά σε έναν άλλο σύντροφό του για να τρέξει την οργάνωση όσο αυτός θα ασχολιόταν με τις έκτακτες υποχρεώσεις του στο Πολυτεχνείο. «Κοίτα πώς ήρθε τώρα, να το πάρει ο διάολος!». Γύρισε γρήγορα στο σπίτι. Ήταν άρρωστος, κρυωμένος. Και Γραμματέας μιας τοπικής Οργάνωσης της Νεολαίας Λαμπράκη. Δεν ένιωσε να απειλείται. «Πιάνουν τα κεφάλια», σκέφτηκε. «Δεν θα με πάρουν εμένα». Έπεσε, σκεπάστηκε και έμεινε να κοιμηθεί. Ήταν εξαντλημένος από τον πυρετό. Και ίσως γι’ αυτό, το κουρασμένο μυαλό του δεν σκέφτηκε έναν από τους πιο βασικούς παράγοντες των τοπικών δραμάτων: τον χαφιέ της γειτονιάς.

Σε λίγη ώρα ένα αυτοκίνητο φρέναρε απότομα μπροστά στο ισόγειο σπίτι του. Οι πόρτες άνοιξαν με δύναμη. Ο Βασιλάκης φάνηκε πρώτος. Με μια έκφραση λιγδιασμένης χαράς στο πρόσωπο. Περίμενε τη στιγμή αυτή χρόνια, λες από τη μέρα που γεννήθηκε, από την πρώτη ώρα, όλο και περισσότερο κάθε λεπτό που περνούσε. Άφησε την πόρτα ανοιχτή, να κρέμεται. Δεν τον ένοιαζε τίποτε άλλο, ζούσε τη στιγμή της ζωής του. Τώρα το ασφαλίτικο αμάξι έμεινε στη μέση του δρόμου με όλες τις πόρτες του να χάσκουν, σαν τέρας σιδερένιο με τέσσερα στόματα έτοιμα να αρπάξουν, να δαγκώσουν, να χωνέψουν, σαν να ήταν και τα τέσσερα του Βασιλάκη, του ασφαλίτη, του πιο αχώνευτου ανθρώπου όλου του μαχαλά. Δυνατά χτυπήματα στην πόρτα του σπιτιού, φωνές. Άνοιγμα. «Φέρε μας τον γιο σου». Δυνατά, σταθερά βήματα. Το ήξερε το σπίτι. Δεν ήταν και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους όλα εκεί. Χτισμένα από πρόσφυγες, Πόντιους, σε μια περιοχή που ο Καζαντζίδης είχε θέση πάνω από τον Θεό, η ΕΔΑ πάνω από την ΕΡΕ και η πεισματωμένη τιμιότητα πάνω από όλα. Όχι, όμως, και για όλους. Μπήκε με ορμή στο δωμάτιο, τον άρπαξε από τα ρούχα, ποια ρούχα, τις πυτζάμες, τον τράνταξε, τον έσυρε έξω, άρχισε να τον χτυπάει, τίποτα δεν πρόλαβε να πάρει μαζί του. Μόνο, όπως τον τράβαγαν σαν κακός αέρας έξω από το σπίτι του, το χτισμένο με αίμα, όπως τον περνούσαν απότομα κάτω από το κατώφλι, σαν να του έκαιγαν κομμάτια της ψυχής και να τα πετούσαν πίσω του, η μάνα πρόλαβε και του έχωσε στο χέρι το μαντήλι του. Σαν να ήθελε να τον φυλάει. Όχι αυτό, αυτή. Αυτή του το είχε χαρίσει, αυτή του το είχε κεντήσει με τα χέρια της. Σαν ευχή και σαν κραυγή στον κόσμο τού το έδωσε τώρα με τα ίδια αυτά χέρια, σαν να έψαχνε μια τελευταία αφορμή να αγγίξει τα χέρια του παιδιού της. Πάσχα ερχόταν... και της παίρναν το παιδί της.

Στο αμάξι. Με βρισιές. Για μάνες, πατεράδες, χριστούς και παναγίες από τα παιδιά τού «πατρίς- θρησκεία- οικογένεια». Καμιά πατρίδα δεν θα τους ήθελε στα χώματά της, καμιά θρησκεία δεν θα τους άντεχε για πιστούς, καμιά οικογένεια δεν θα μιλούσε για αυτούς. Ξύλο. Γροθιές στο πρόσωπο. Το μαντήλι. Το μαντήλι στο πάτωμα. Έσκυψε. Όταν βαρέθηκαν για λίγο να τον χτυπάνε, έσκυψε και το πήρε. Το μαντήλι λερωμένο, στα χέρια του. Και τώρα ματωμένο. Το έσφιξε στη γροθιά του. Το ’κρυψε. Δεν θα του το έπαιρναν αυτό. Ό,τι τον κράταγε δεμένο με το σπίτι του, δεν θα του το έπαιρναν. Φοβήθηκε. Δεν ήξερε πού τον πάνε. Ήταν μέρα μεσημέρι, ο ήλιος είχε βγει πολύ ψηλά, κανείς δεν ήταν στο δρόμο μα όλοι έβλεπαν. Πίσω από τα κλειστά καφασωτά παντζούρια η γειτονιά κοιτούσε. Τον πιο λεβέντη της να της τον παίρνουν. Και κανείς δεν ήξερε για πού. Ούτε αυτός. Και φοβόταν, φοβόταν. Μέχρι που είδε τα κρατητήρια. Και ηρέμησε. Κατάλαβε ότι δεν θα τον σκότωναν. Τουλάχιστον για την ώρα.

Η μάνα του το σπίτι το είχε γεμίσει με τη ζωή της, με την αγάπη της για τα παιδιά και τον άνδρα της. Για όλο τον κόσμο, όλη τη γη, μέσα στο μια σταλιά σπιτάκι. Το αγαπούσε κι αυτό. Κάθε του γωνιά ήταν δική της, σώμα της. Μα τώρα, κάθε του πόντος ήταν αίμα και την έδιωχνε. Δεν βαστιόταν. Όρμησε στους δρόμους να ψάξει το παιδί της, τον γιο της. Το σπλάχνο της. Καμιά άλλη λέξη δεν βγήκε ποτέ με πιο πολύ πόνο από το στόμα ανθρώπου όσο αυτή από το στόμα της μάνας, ίδιος ο πόνος της γέννας.

Περπατούσε γρήγορα. Δεν ήξερε πού να πάει. Οι γνώριμοι δρόμοι τής φαίνονταν φίδια που σούρνονταν και χόρευαν κάτω από τα πόδια και σηκώνονταν για να την πνίξουν, τα σπίτια γύρω της βουνά που θα την πλάκωναν. Ο λαιμός της έσφιγγε, όλος ο κόσμος γύρω της έσφιγγε. Άρχισε να τρέχει προς το αστυνομικό τμήμα. Και να μην κρατιέται. Να φωνάζει. «Οι Γερμανοί πήραν το παιδί μου, οι Γερμανοί πήραν το παιδί μου». Αυτούς ήξερε. Τους Γερμανούς. Τη δικιά τους αγριότητα είχε γνωρίσει, αυτούς είχε δει να κυνηγάν τον άντρα της, αυτούς ένιωθε πως έβλεπε να αρπάζουν τώρα και το γιο της. Στο δρόμο κάποιοι καταλάβαιναν τι έψαχνε. Και την πλησίαζαν. Και την έφτυναν. Τη χτυπούσαν. Την έβριζαν. Κι αυτή και το παιδί της και όλα τα καθίκια τους κομμουνιστές και τη Ρωσία τους και τη ζωή τους και την ψυχή τους και το Χριστό τους κι άντε πάλι μια γύρα όλα. Κι αυτή εκεί, να βαδίζει, να μην στέκει, να μην τρομάζει, να μη βλέπει, να μην ακούει, ένα μόνο πράγμα στο μυαλό της, το παιδί της, η ζωή της, τα χέρια του, το μαντήλι... φτυσίματα, κλωτσιές, αιμοβόρα μάτια και βρωμερά στόματα, καθρέφτες ψυχών χυδαίων της Ελλάδας, κι αυτοί οι άνθρωποι, κι αυτά τα όντα είναι Ελλάδα, και για αυτούς πολέμησε ο άντρας της, και για αυτούς χτυπιόταν ο γιος της, γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Κι ένας από τον κόσμο την πλησίασε, με φόβους και προφυλάξεις και της είπε να μην ψάχνει το γιο της εκεί, στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους, γιατί τους είχαν πάρει όλους παραπέρα, σε άλλη γειτονιά.

Και τόσες μέρες μετά, αυτός εκεί. Σε μια φυλακή, μαζί με άλλους πολλούς. Σε μια σταλιά χώρο. Να μην χωράει τίποτα λιγότερο από το σύμπαν τους. Το κοινό. Με ένα βαρέλι για την ανάγκη τους, άνδρες γυναίκες, όλοι μαζί. Σαν να ήταν στο βαρέλι οι ψυχές αυτών που τους έβαλαν εκεί και να ήθελαν να απλώσουν τις αφόρητες μυρωδιές τους παντού, νομίζοντας ότι έτσι μπορούν να κάνουν τον κόσμο όλο ίδιο με αυτούς. Μεγάλη Παρασκευή. Και μαζί τους σε ένα από τα κελιά ήταν ένας πρώην παπάς, από χρόνια τσακωμένος με διάκους κι αρχιμανδρίτες, ξυρισμένος, με ένα πλυντήριο ρούχων πλέον για δουλειά. Και με αυτόν μπροστάρη, όλοι οι κρατούμενοι να ψέλνουν. Και μόνο αυτός, μόνος, αυτός να μην ξέρει τα λόγια. Και να απορεί για τους άλλους. Και να τους ζηλεύει. Και να χαίρεται για την πηχτή απορία στα μάτια των χωροφυλάκων. Και να τον πονάει πιο πολύ η συμπόνια στα μάτια των πολύ λίγων από αυτούς. Και σε λίγες μέρες μεταφορά. Σε ένα στρατόπεδο έξω από την πόλη. Με ένα πανύψηλο μικρό παράθυρο στο κελί τους, που έπρεπε να τεντώσουν ψηλά τον λαιμό τους για να το δουν. «Και μην διανοηθεί κανείς σας να επιχειρήσει να αποδράσει από το παράθυρο», τους προειδοποίησε με μια μίξη σαδισμού και τυπολατρικής βλακείας ένας αξιωματικός.

Ο πατέρας του είχε βγει στο δρόμο. Είχε βάλει σημάδι το γνωστό του γραφείο. Θα έδινε την μάχη της απόκρυψης. Του καμουφλαρίσματος. Τα είχε μάθει στην εκπαίδευσή του πριν πάει να πολεμήσει στην Αλβανία. Του χρησίμευσαν. Και μετά, στην Αντίσταση, στα βουνά της Μακεδονίας, ακόμη πιο πολύ. Με τον ΕΛΑΣ, για την Ελλάδα. Γι’ αυτόν, για τα παιδιά του, για τη λευτεριά του, κρυβόταν. Κρυβόταν και πολεμούσε. Και τώρα το ίδιο. Και τότε, μετά τον πόλεμο, πήγε άλλη μια φορά να κρυφτεί. Λίγο πριν τον Εμφύλιο. Δεν ήθελε να πολεμήσει. Μα ήταν αξιωματικός του στρατού. Τον βρήκαν, τον έπιασαν. Θα τον εξόριζαν. Του έδωσαν φύλλο πορείας να πάει στα νησιά. Η Μακρόνησος τον περίμενε. Μπορεί κι ο Άη Στράτης. Πέρασε όμως πρώτα από την Αθήνα. Στην πόλη ζούσε μια κοπέλα από το χωριό, δασκάλα. Οι οικογένειες γνωρίζονταν. Πήγε και την βρήκε. Το κορίτσι είχε έναν θείο στρατηγό. Της μίλησε. Την ίδια μέρα αυτή πήγε και βρήκε τον στρατιωτικό. «Αν πάει ο Σταύρος στην εξορία, θα πάω κι εγώ μαζί του», του είπε. Τίποτε άλλο. Αυτό μόνο. Σε λίγες μέρες νέα κλήση. Χαρτί για τη Θεσσαλονίκη. Απόσπαση στο Γ΄ Σώμα Στρατού. Εκεί που τράβαγε τώρα. Να βρει τον παλιό του γνωστό. Και τον βρήκε. Για να παίξει μαζί του το παιχνίδι της απόκρυψης. Άρχισε να του φωνάζει. «Εσείς φταίτε. Αφού τον παρακολουθούσατε και ξέρατε ότι έχει μπλέξει με κομμουνιστές, γιατί δεν μου το είπατε για να τον σώσω, να τον βοηθήσω; Εσείς φταίτε, να σώσετε τώρα έστω το παιδί μου!».

Η καγκελόπορτα ανοίγει. Τον φωνάζουν. Τον τραβάνε. Αμάξι. Ταχύτητα. Πάλι δεν ξέρει πού τον πάνε. Μα ηρεμεί που είναι πάλι μεσημέρι, που ο ήλιος είναι ψηλά, που ξέρει πως ο κόσμος βλέπει πίσω από τα κουμπωμένα καφασωτά. Και στο χέρι σφίγγει πάντα το μαντήλι. Καφέ από το ξεραμένο αίμα. Που του 'μοιαζε τώρα σαν να μην ήταν το δικό του. Σαν να είχε έρθει στο κελί την νύχτα, όταν κοιμόταν, η μάνα του. Να του έδωσε πίσω το αίμα του και να άφησε πάνω στο μαντήλι το δικό της. Τη ζωή της για τη ζωή της. Το αίμα της για το αίμα του. Έσφιγγε το μαντήλι στα χέρια. Έσφιγγε τα δόντια από την απόφαση να μην φοβάται και από τον φόβο για το αν θα κρατήσει την απόφασή του. Τα σαγόνια του τον πόνεσαν. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Άνοιξαν οι πόρτες και πάτησε κάτω, προσπαθώντας να είναι το πάτημά του σταθερό. Κατάφερε να τους ξεγελάσει. Να τους κρυφτεί. Πάτησε γερά. Δεν είδαν να τους φοβάται. Μπήκε στο κτήριο, τον ανέβασαν με τα πόδια τούς ορόφους και έφτασαν στο γραφείο του αξιωματικού. Μπήκαν μέσα. Το έμπασαν κι αυτόν. Τον άφησαν εκεί. Έμεινε να στέκει μπροστά σε δυο αξιωματικούς του στρατού. Έναν με στολή κι αστέρια κι έναν με πολιτικά, και μάτια που από πίσω τους μετρούσε τις στιγμές αντίστροφα. Τον άγνωστο γαλονά και τον πατέρα του. Και ο πρώτος μίλησε. «Είσαι ελεύθερος. Και να ξέρεις, δεν το κάνω για σένα, το κάνω για τον πατέρα σου. Που είναι ένας εθνικόφρων αξιωματικός κι εσύ δεν του έμοιασες καθόλου! Σε αποδίδω πάλι στην κοινωνία. Να φανείς αντάξιός του».

Σε λίγο η πόρτα άνοιγε ξανά. Ένας αξιωματικός κι ένας φοιτητής έβγαιναν μαζί από μέσα. Δυο κομμουνιστές. Ένας από χρόνια πολλά κρυμμένος κι ένας που είχε βγει για πάντα στο φανερό. Δυο άνθρωποι με την ιστορία όλης της Ελλάδας να βαραίνει τα σκυμμένα τους κεφάλια. Να παίρνει το πρόσωπο του φόβου μέσα στις καρδιές τους. Περπάτησαν. Έφυγαν. Με κουβέντες λίγες. Το ίδιο βράδυ, τους άλλους τους πήραν για την Γυάρο.

Πολλά χρόνια μετά, κοντά σαράντα, ο δεύτερος, πήγε στο θέατρο. Η παράσταση θα γινόταν στο χώρο ενός παλιού στρατοπέδου. Μπήκε μέσα, τριγύρισε, χάζεψε και ξαφνικά στάθηκε. Δεν στάθηκε, έμεινε. Εκεί. Να κοιτάζει. Μια φίλη του τον πλησίασε. «Τι έχεις;». «Εγώ εδώ δεν έρχομαι για πρώτη φορά... Με είχε φέρει εδώ αιχμάλωτο η Χούντα. Εδώ παλιά ήταν φυλακή. Και τώρα ήρθα να δω θέατρο...». Μια γυναίκα, όπως περνούσε από δίπλα, τον άκουσε και στάθηκε. Δεν μίλησε. Μόνο τον άκουγε. Ο πατέρας μου γύρισε και την κοίταξε. Την άκουσε να του λέει τρεις λέξεις μόνο: «Αυτό είναι εκδίκηση...». Και σε λίγο η παράσταση άρχιζε. Κι είχε έρθει η ώρα να κρύψει κι αυτός κάτι που άρχιζε να ξεπροβάλει γυαλίζοντας μέσα από τα μάτια του.


* Υποψήφιος Διδάκτορας Ιστορίας

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL