Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αυξημένες νεφώσεις
19 °C
17.0°C19.3°C
1 BF 85%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
14 °C
12.6°C14.5°C
1 BF 90%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
17 °C
17.0°C19.4°C
4 BF 82%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
21 °C
20.2°C21.5°C
4 BF 72%
ΛΑΡΙΣΑ
Ομίχλη
12 °C
11.9°C13.0°C
0 BF 100%
«Μουσουλμάνοι και Εβραίοι θα έπρεπε να πολεμούν μαζί το μίσος»
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

«Μουσουλμάνοι και Εβραίοι θα έπρεπε να πολεμούν μαζί το μίσος»

Του David Feldman*

Η ισλαμοφοβία γίνεται αντικείμενο της δημόσιας συζήτησης τη δεκαετία του 1990 και από τότε η συσχέτισή της με τον αντισημιτισμό επανέρχεται συνεχώς. Διανοούμενοι και δημόσια πρόσωπα έχουν υπογραμμίσει τις κοινές ρίζες του αντισημιτισμού και της ισλαμοφοβίας στο πλαίσιο μιας αντίληψης της Ευρώπης ως χριστιανικής ηπείρου, στην οποία οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν ανεπιθύμητους ξένους.

Πολύ πρόσφατα, μελετητές υποστήριξαν ότι η ισλαμοφοβία και ο αντισημιτισμός έχουν αλλάξει με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο άλλαξαν μαζί. Οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι εκδιώχθηκαν ταυτόχρονα από την Ιβηρία το 1492. Οι Εβραίοι ήταν ο «άλλος» στο εσωτερικό, οι Μουσουλμάνοι ο εξωτερικός «άλλος», εκείνος που εμφανιζόταν ολοένα και πιο απειλητικός μετά την οθωμανική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1453. Το 19ο αιώνα και οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι θεωρούνται παρομοίως Σημίτες, που δένονται από μια γλωσσική και φυλετική κληρονομιά, καθώς και από τον Αβρααμικό μονοθεϊσμό. Οι Άραβες ήταν Εβραίοι που ίππευαν, όπως έγραψε ο Ντισραέλι. Ήταν μόλις τον εικοστό αιώνα, μετά τη συμμαχία του 1917 μεταξύ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και του Σιωνισμού, όπως επισημαίνει ο James Renton, που οι ευρωπαϊκές προσλήψεις για τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους εισέρχονται σε μια νέα περίοδο: οι Εβραίοι έπαψαν να θεωρούνται «Ανατολίτες» και το Ισλάμ επαναπροσδιορίστηκε ως ένα πολιτικό πρόβλημα.

Οι προσπάθειες αυτές για να έρθουν κοντά σήμερα Μουσουλμάνοι και Εβραίοι, μέσα από την ανάδειξη της συνδυαστικής εξέλιξης του αντισημιτισμού και της ισλαμοφοβίας έχουν τον χαρακτήρα πολιτικής παρέμβασης, αλλά κι ενός διανοητικού εγχειρήματος. Επιμένοντας στις ιστορίες και τις προκλήσεις που μοιράζονται οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι, οι μελετητές και ακτιβιστές λειτουργούν ως κυματοθραύστες στα ρεύματα εκείνα που τους θέλουν χώρια.

Η απόσταση μεταξύ των Εβραίων και των Μουσουλμάνων δημιουργείται από τις διαφορετικές κοινωνικές τους εμπειρίες. Το 50% των Μουσουλμάνων του Ηνωμένου Βασιλείου ζει σε συνθήκες φτώχειας, αποτελώντας τη θρησκευτική ομάδα με τον μεγαλύτερο σχετικό κίνδυνο. Οι Εβραίοι έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να τον αντιμετωπίσουν, με μόλις το 13% να ζει σε συνθήκες φτώχειας. Στις ανώτερες βαθμίδες της κλίμακας, οι Μουσουλμάνοι, αναλογικά με τον συνολικό τους αριθμό, είναι η θρησκευτική ομάδα που εκπροσωπείται λιγότερο στα «κορυφαία επαγγέλματα» στην Αγγλία και την Ουαλία, ενώ αντίστοιχα οι Εβραίοι εμφανίζουν το υψηλότερο ποσοστό εκπροσώπησης.

Οι διαφορές στην κοινωνική τάξη συμπληρώνονται από πολιτικές αποκλίσεις. Οι περισσότεροι Βρετανοί Εβραίοι είναι τώρα υποστηρικτές του Συντηρητικού Κόμματος, ενώ οι μουσουλμάνοι τείνουν να υποστηρίζουν τους Εργατικούς. Οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι τείνουν να παίρνουν το μέρος, συχνά παθιασμένα, αντίθετων πλευρών, αναφορικά με τις συγκρούσεις που προκλήθηκαν από τη δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ το 1948, τις πολιτικές του από την ημερομηνία εκείνη, από τη Νάκμπα και την ανάπτυξη του εθνικού κινήματος των Παλαιστινίων.

Μουσουλμάνοι και Εβραίοι εκπροσωπούνται επίσης στο βρετανικό πολιτικό δημόσιο διάλογο με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Οι Εβραίοι παρουσιάζονται από τους πολιτικούς ηγέτες ως παράδειγμα μειονότητας –νομοταγείς, φιλόδοξοι, με ισχυρή αίσθηση της συλλογικής ταυτότητας που συνδυάζεται με τον πατριωτισμό. Αντίθετα, η εικόνα των Μουσουλμάνων, είναι συχνά εκείνη μιας ομάδας ανεπαρκώς ενταγμένης, με συμπάθειες για την τρομοκρατία και τους εχθρούς του έθνους.

Αυτές οι κοινωνικές και πολιτικές διαφορές συναντιούνται με την καχυποψία με την οποία σημαντικό μέρος των εβραϊκών και μουσουλμανικών πληθυσμών βλέπουν ο ένας τον άλλο. Ορισμένοι Εβραίοι ισχυρίζονται ότι οι Μουσουλμάνοι είναι υπεύθυνοι για την παρατηρούμενη αύξηση του αντισημιτισμού στη Βρετανία και την Ευρώπη. Αυτή η καχυποψία για τον μουσουλμανικό πληθυσμό μεταξύ ορισμένων Εβραίων εντοπίζεται εξίσου και σε μια σημαντική μειοψηφία Μουσουλμάνων. Η πιο πρόσφατη και εκτεταμένη έρευνα για τον αντισημιτισμό στη Βρετανία, που διεξήχθη από το Ινστιτούτο Έρευνας για την Εβραϊκή Πολιτική, διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι μουσουλμάνοι δεν ανταποκρίνονται θετικά σε αντισημιτικές δηλώσεις, αλλά ότι ταυτόχρονα ο αντισημιτισμός «είναι σταθερά υψηλότερος μεταξύ του μουσουλμανικού πληθυσμού της Μεγάλης Βρετανίας από ό, τι μεταξύ του συνολικού πληθυσμού».

Μπροστά σε τόσα που σπρώχνουν Εβραίους και Μουσουλμάνους σε διαφορετικές και κάποιες φορές αντίθετες κατευθύνσεις, όταν οι μελετητές και οι ακτιβιστές επισημαίνουν τα κοινά θεμέλια της ισλαμοφοβίας και του αντισημιτισμού, ρίχνουν φως στις κοινές πηγές προκατάληψης που πλήττουν και τις δύο ομάδες. Ωστόσο, οι όροι που χρησιμοποιούμε σε αυτές τις συζητήσεις –ισλαμοφοβία και αντισημιτισμός– αξιοποιούνται τώρα με τρόπους που υπονομεύουν αυτή την εύθραυστη αλληλεγγύη. Μια μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση σχετικά με την προέλευση των όρων και το πώς χρησιμοποιούνται θα μας κάνει πιο συνειδητοποιημένους σχετικά με τις παγίδες και την πολυπλοκότητα που αντιμετωπίζουμε.

Ο όρος «αντισημιτισμός» διαδόθηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1870 και του 1880. Τότε, αυτοαποκαλούμενοι αντισημίτες ισχυρίστηκαν ότι η ισότιμη πρόσβαση των Εβραίων σε δικαιώματα –που κατοχυρώθηκε με αποφασιστικό τρόπο μόνο το 1871– αποτελούσε σοβαρό λάθος και ότι το κράτος όφειλε να αναλάβει επείγουσα δράση προκειμένου να προστατεύσει τους Γερμανούς και τη γερμανικότητα από τους Εβραίους και την εβραϊκή επιρροή. Ήταν μόνο τότε που η λέξη «αντισημιτισμός» υιοθετήθηκε από τους Εβραίους και τους συμμάχους τους. Ο νέος όρος εξαπλώθηκε γρήγορα στις διάφορες γλώσσες, καθώς οι Εβραίοι αγωνίζονταν να διατηρήσουν και να υπερασπιστούν τα ίσα δικαιώματά τους. Ο «αντισημιτισμός» σήμαινε κάτι πολύ συγκεκριμένο: την επίθεση στα νομικά και πολιτικά δικαιώματα των Εβραίων.

Οι εκστρατείες εναντίον του αντισημιτισμού πάντοτε επικαλούνταν σειρά δικαιωμάτων που παραβιάζονταν. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, ο αντισημιτισμός έγινε συνώνυμος με την επίθεση στα ίσα δικαιώματα. Αυτή η αντίληψη για τον αντισημιτισμό δεν εξαφανίστηκε. Στα μεσοπολεμικά χρόνια οι νίκες του Εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία και την Αυστρία αποτύπωσαν τη διαρκή σημασία της. Μετά το 1945, η εκστρατεία κατά του αντισημιτισμού επεκτάθηκε και στους Εβραίους στη Σοβιετική Ένωση. Για ορισμένους, επρόκειτο για έναν αγώνα διασφάλισης των δικαιωμάτων τους στο πλαίσιο του σοβιετικού συντάγματος, για άλλους ήταν τα ανθρώπινα δικαιώματα των Εβραίων που διακυβεύονταν, ενώ για κάποιους η εκστρατεία για να επιτραπεί στους Εβραίους να εγκαταλείψουν την ΕΣΣΔ και να μεταβούν στο Ισραήλ αφορούσε έναν αγώνα για τα εβραϊκά εθνικά δικαιώματα.

Και με την ισλαμοφοβία τι έγινε; Όπως είδαμε στην πρωτοποριακή μελέτη του Runnymede Trust που κυκλοφόρησε το 1997, η ισλαμοφοβία ταυτοποιήθηκε και έγινε αντικείμενο αντίθεσης στο πλαίσιο των φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών αξιών. Τα δεινά που προσδιορίστηκαν τότε ως ισλαμοφοβικά δεν έχουν νόημα χωρίς αυτές τις άλλες, θετικές αξίες. «Ο όρος Ισλαμοφοβία», σημείωνε η έκθεση Runnymede, «αναφέρεται στην αβάσιμη εχθρότητα προς το Ισλάμ», η οποία οδηγεί σε άδικες διακρίσεις εις βάρος Μουσουλμάνων και τον αποκλεισμό τους από τα καθιερωμένα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Αυτός είναι ο φιλελεύθερος χαρακτηρισμός της ισλαμοφοβίας, που προέρχεται από μια παράδοση αντιδράσεων στον ρατσισμό, στα τέλη του 20ου αιώνα. Η ρίζα του προβλήματος θεωρείται ότι εδράζεται στην προκατάληψη και η λύση βρίσκεται στον σεβασμό της εμπειρικής ποικιλομορφίας (που θα υπονομεύσει τα αρνητικά στερεότυπα) και την ορθολογική συζήτηση. Ο στόχος της πολιτικής θα πρέπει να είναι η προώθηση των ίσων ευκαιριών και η βασική σύσταση της έκθεσης αφορούσε στην επέκταση της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων, ώστε να καλύπτονται τόσο οι θρησκευτικές όσο και οι εθνοτικές μειονότητες.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τη δημοσίευση της έκθεσης Runnymede, το διακύβευμα της ισλαμοφοβίας άρχισε να αρθρώνεται με νέα ορολογία. Ο Tariq Modood υποστήριξε ότι η έκφραση δυσαρέσκειας σχετικά με την ισλαμοφοβία στη Βρετανία συνδέεται στενά με την άνοδο της μουσουλμανικής συνείδησης και τον «αγώνα για αναγνώριση». Ο Salman Sayyid σημειώνει αντίστοιχα ότι «χωρίς κατανόηση του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η επιβεβαίωση της μουσουλμανικής ταυτότητας σε παγκόσμια κλίματα είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή πλέον η ισλαμοφοβία». Ο οικουμενισμός που έδωσε μορφή στην επίθεση κατά της ισλαμοφοβίας το 1997 συμπληρώθηκε από αυτόν που ευνοεί συγκεκριμένα μουσουλμανικά συμφέροντα.

Βλέπουμε κάτι παρόμοιο στην περίπτωση του αντισημιτισμού. Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 20ου αιώνα, τα νοήματα που προσδίδονταν στον αντισημιτισμό στηρίζονταν σε καθολικά ιδεώδη, καθώς και σε εβραϊκά συμφέροντα –στις ιδέες της ισότητας που ενσωματώνονταν στην εβραϊκή χειραφέτηση και στα δικαιώματα των μειονοτήτων. Η έννοια αυτή δεν έχει εξαφανιστεί, αλλά έχει συμπληρωθεί και μερικές φορές έχει επισκιαστεί από μια έννοια αντισημιτισμού που συνδέεται με την υπεράσπιση πολιτικών που προωθούν ειδικά τα εβραϊκά συμφέροντα. Όταν το Ισραήλ αποτελεί το θέμα συζήτησης στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κατηγορία του αντισημιτισμού μπορεί ακόμα να επικαλεστεί τα δικαιώματα μιας ιστορικά διωκόμενης μειονότητας, όπως κάθε φορά που οι Εβραίοι δυσφημούνται ως μια σκοτεινά συνωμοτική δύναμη που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τα συμφέροντά της. Ωστόσο, όταν το θέμα είναι το Ισραήλ, η κατηγορία του αντισημιτισμού αναδύεται επίσης στο πλαίσιο ενός κράτους, όπου οι μη εβραϊκές μειονότητες υφίστανται συστηματικά δυσμενή μεταχείριση και το οποίο, από το 1967, ασκεί κυριαρχία σε άτομα πέρα ​​από τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορά του. Σε αυτή τη συνθήκη, μπορεί να γίνει δύσκολος ο εντοπισμός της σύνδεσης μεταξύ της αντίθεσης στον αντισημιτισμό και της υποστήριξης για τα καθολικά ιδεώδη.

Λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές αυτές, καθίσταται δυσχερέστερη η οικοδόμηση ενός κοινού σκοπού μεταξύ των αντιπάλων του αντισημιτισμού και της ισλαμοφοβίας. Παραδόξως, μια κοινή τάση σε Μουσουλμάνους και Εβραίους τις τελευταίες δεκαετίες, δηλαδή η πολιτική της ταυτότητας, χρησιμεύει μόνο στην εμβάθυνση του διαχωρισμού. Το 93% των βρετανών Εβραίων αναφέρει ότι το Ισραήλ αποτελεί μέρος της ταυτότητάς τους ως Εβραίων και το 90% υποστηρίζει το δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει ως εβραϊκό κράτος. Αυτός είναι ένας ισχυρός λόγος για τον οποίο βιώνουν τις ρητορικές επιθέσεις στο Ισραήλ ως επιθέσεις στην ταυτότητά τους ως Εβραίων και τις χαρακτηρίζουν ως αντισημιτικές. Αλλά και στην περίπτωση της ισλαμοφοβίας, ο Abdool Karim Vakil σημειώνει: «Όπου το Ισλάμ είναι αναπόσπαστο κομμάτι των μουσουλμανικών ταυτοτήτων, η δυσφήμιση του Ισλάμ επηρεάζει τον σεβασμό και την αυτοεκτίμηση των Μουσουλμάνων».

Μια αντιρατσιστική πολιτική βασισμένη στη γλώσσα των δικαιωμάτων είναι σε θέση να διαπραγματευτεί τις αποστάσεις μεταξύ των Εβραίων και των Μουσουλμάνων τόσο στη βρετανική κοινωνία όσο και σχετικά με το πώς ανταποκρίνονται στη διαμάχη Ισραήλ/Παλαιστίνης. Ωστόσο, μια αντιρατσιστική πολιτική που χτίζεται πάνω στην πολιτική της μουσουλμανικής και της εβραϊκής ταυτότητας θα συμβάλει στην εδραίωση αυτών των εγχώριων και διεθνών διαφορών, που σήμερα αυξάνουν ολοένα και περισσότερο την απόσταση μεταξύ Μουσουλμάνων και Εβραίων.

*O David Feldman είναι Καθηγητής Ιστορίας στο Birkbeck και Διευθυντής του Ινστιτούτου Pears για τη Μελέτη του Αντισημιτισμού

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΩΤΗΡΙΑ ΛΙΑΚΑΚΗ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL