Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
18 °C
15.9°C18.7°C
2 BF 53%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
14 °C
11.3°C14.6°C
3 BF 51%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
12.0°C16.0°C
2 BF 72%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
15.5°C17.7°C
2 BF 81%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
12 °C
11.6°C11.6°C
0 BF 63%
Το επίμετρο της Άμφισσας
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Το επίμετρο της Άμφισσας

Το φθινόπωρο του 2014, ο Δημήτρης Αρμάος είχε επαναφέρει για πολλοστή φορά την πρότασή του ν’ αρχίσουμε να εκδίδουμε μεταφρασμένη σε τερτσίνα κι ενδεκασύλλαβο και σχολιασμένη τη Θεία Κωμωδία. Εννοούσε: να εκδίδουμε ξεχωριστά κάθε Άσμα μόλις ολοκληρώνεται η μετάφραση, από το 1ο της Κόλασης ώς το 33ο του Παραδείσου, μαζί με τα πλήρη, ει δυνατόν, σχόλια και «τα λίγα αναγκαία» για την κατανόηση του εκάστοτε Άσματος δοκίμια (αυτήν τη δουλειά, του σχολιαστή και υπομνηματιστή, επεφύλασσε στον εαυτό του σεμνότατα· και ήταν γνώστης –και– του Δάντη στ’ αλήθεια απαράμιλλος)· να εκδοθούν δηλαδή 100 τόμοι, των 160 σελίδων κατ’ ελάχιστον έκαστος… Για πολλοστή φορά λοιπόν είχε επαναφέρει την πρόταση και για πολλοστή φορά την είχα απορρίψει, γιατί «πόσα χρόνια θα μας πάρει, ρε Δημήτρη; πόσα είναι τα λίγα αναγκαία δοκίμια;» – μολονότι, βέβαια, ήξερα πως οι απειρισμοί που εμφάνιζαν παγίως τα σχέδιά του ήταν η μόνη μορφή που μπορούσε να δώσει ο Δημήτρης στην τρομακτική ερημιά γύρω αν μας αφήσει ξαφνικά, μες στο πλήθος, από το χέρι η μάνα μας, στην τρομακτική απόσταση που πρέπει να διανύσουμε· ήξερα δηλαδή πως δεν αστειευόταν κατά βάθος καθόλου (αν και μιλούσαμε πάντα μεταξύ αστείου και σοβαρού), αφού άλλωστε ήταν κι ο μόνος που είχε δικαίωμα να κάνει τέτοια σχέδια και να τα εννοεί, όπως ξέρουν όλοι όσοι έχουν δει την επ’ άπειρον ημιτελή διατριβή του Καρδιά ξερριζωμένη – Το μοτίβο της καρδιοφαγίας στον Μεσαίωνα: έναν τόμο έννιακοσίων και βάλε σελίδων που τείνει να εξαντλήσει το θέμα – μήπως και κάποιος καταλάβει γιατί το διάλεξε ο Δημήτρης, τι θέλει σ’ αυτή τη γλώσσα να πει… «- Πόσα χρόνια θα μας πάρει, ρε Δημήτρη; – Ας πάρει και δέκα! »… Τώρα μου φαίνεται πως κάποιος που τον μισοθυμόμουν ανέκαθεν καθόταν στο βάθος του καφενείου όπου τα κουβεντιάζαμε αυτά και μας χλεύαζε· ποια χρόνια; κάτι μήνες έχετε πια…

Όταν απέρριψα και πάλι την πρόταση για τον Δάντη, ο Δημήτρης μού έστειλε σε link το “Βαράτε, βιολιτζήδες”: «ας είναι καλά το γινάτι σου, δεν σου θυμώνω εγώ»…

Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Δημήτρη (31 Μαΐου 2015), ο Σταμάτης Μαυροειδής μου ζήτησε να γράψω δυο λόγια· έγραψα, υπό τον τίτλο “Η βολίδα του κακού”, το εξής (επανορθώνω εδώ κάποιες διαλείψεις της μνήμης):

Ένα βράδυ του 2008, περασμένα, πολύ περασμένα μεσάνυχτα, ο Δημήτρης, η Λουίζα, η Κατερίνα, ο Ηρακλής κι εγώ αποφασίζουμε να προεκτείνουμε την ολονυχτία σε άλλο μπαρ, εκτός Εξαρχείων! Ζητάω να κάνει η Κατερίνα που οδηγούσε στάση κάτω απ’ το σπίτι στην Αποκαύκων που έμενα, ανεβαίνω και ρίχνω στην τσάντα Παπατσώνη. Στο άθλιο μπαρ ορθίων που βρεθήκαμε, στη Μαβίλη, γινόταν χαμός. Φέρνω, μες στον ορυμαγδό, την κουβέντα στον Παπατσώνη ξέροντας πόσο τον αγαπάει ο Αρμάος – και αναμένω την αντίδραση: στίχους που θυμάται από το “Τα εις εμαυτόν” και «ρε γαμώτο, γιατί να μην το έχουμε να το διαβάσουμε τώρα;». Οπότε ανασύρω το βιβλίο, του το δίνω κι ανάβουμε γύρω του αναπτήρες σαν σε παρωδία συναυλίας. Αυτά θα ήσαν γραφικότητες, μπορεί και πόζα – αν δεν επρόκειτο για τον Αρμάο, που μιλούσε τη γλώσσα τής βαθιάς, παθιασμένης γνώσης και της αγάπης για τα ποιήματα, εκείνης που αν δεν την έχεις καταντάς χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον, και που ποτέ καμιά πόζα δεν τον άγγιξε καν. Κι έτσι – ενώ γύρω μας κοιτάνε άναυδοι, ο Δημήτρης, ο ντυμένος δημόσιος υπάλληλος, ο πράος, φιλικός, διαλλακτικός κι ώς το μεδούλι αντισυμβατικός, αρχίζει να διαβάζει με τη χαρακτηριστική, θερμή, απλόχωρη φωνή του:

Τ’αγαπημένα, τα ορθάνοιχτα χρόνια της ζωής μου,

που τα σφαλήσανε στην άπνοια και την καταχνιά –

ό,τι με στέρησαν, πού να τα ξαναβρώ;

Προσπάθησα με τις αφαίρεσες ν’ αναπληρώσω

αρμύρες, άστρα, δέντρα, πολιτείες·

ήρθε και με συντρόφεψε η μελέτη·

σκληρή κι αυτή, μου φώτισε το τί έχω χάσει [...]

Προσπάθειες μάταιες, φτωχικές· πώς θ’ αναπλήρωνεν

ο θάνατος τη ζωή, κ’ οι ξεραΐλες

πλούσια χλωρίδα των καλών καιρών;

Μην οι νεκροί αναστήσονται κ’ αινέσουσί σε; [...]

Κλείστηκα και μονώθηκα με την αγάπη –

τη βαθύρριζη αγάπη, την πολύ πιστή –

κι ήταν πηγάδι αστέρευτο η ευφροσύνη,

μ’ έγνοιες, με μέριμνες και με στοργές,

σύνεργα που γεμίζανε τους αδειασμένους

κι αμελημένους χώρους μιάς άθλιας ψυχής [...]

Άλλα ήρθαν και τα κόψανε τα νήματα!

Μου στρέβλωσαν την αρμονία και της αγάπης!

Ούτε αυτήν δεν μου αφήκαν· μάταιες οι έγνοιες

κούφιες οι μακρόσυρτες προσευχές!

Και τάχα τώρα ποια πλέον προσμονή

ή ποια στροφή θα μου αποδώση ό,τι αφαιρέθη;

Και το άδικο τόσο μεγάλο

θαν  το αστερώση,

για ναν το βλέπουν οι μελλούμενοι στις νύχτες τους

και ν’ ανακράζουν:

Βλέπεις τούτα τ’ άστρα,

μόλις θεατά, με τα στριμμένα σχήματα;

Είναι η σφραγίδα της δυστυχίας κάποιου Παπατζώνη,

που τόσο υπόφερε, τότε που μάχονταν όλοι οι ανθρώποι,

χρόνια κλεισμένος στον περίβολο της μάντρας του,

χτυπημένος από βολίδα του κακού…

Ο Ξενοφών γνώρισε τον Δημήτρη το ’79, ακούγοντάς τον από τον φωταγωγό ν’ απαγγέλλει μόνος του Σολωμό. Τώρα που τον χτύπησε η βολίδα του κακού, επιμένω να τον ακούω ν’ απαγγέλλει. Τα άλλα, τα πολλά που αξίζουν στον παιδαγωγό, τον επιμελητή κειμένων, τον ποιητή, θα τα πούμε αργότερα.

Να λοιπόν σε τι χρησιμεύει η ποίηση! Ελπίζοντας, όπως στο Καθαρτήριο οι σκιές, πως δουλεύει για λογαριασμό μας ο χρόνος ή, πάλι, ξορκίζοντας όσα κυοφορεί, δανειζόμαστε λόγια απ’ το μέλλον μας... Γιατί, βέβαια, όταν τα έγραφα αυτά δεν είχα ακόμη δικά μου λόγια, αφού τίποτα απ’ όσα δίνει στα λόγια μας νόημα δεν είχα ακόμη συμβεί. «Τον αγαπημένο μας κ.λπ. κηδεύομεν σήμερον κ.λπ.»· το κρεμάσαμε στην υπό του Κυρίου καταραθείσα και μαρανθείσα μουριά της Καλλιδρομίου, έξω από το «Παρασκήνιο» – αλλά δεν διάβασα στ’ αλήθεια τι έγραφε· στην κηδεία έβγαλαν λόγους – αλλά δεν άκουσα στ’ αλήθεια τι έλεγαν· και στις παρέες ή στο τηλέφωνο τό ’λεγα όπως σκιτσάρεις μηχανικά στο μπλοκάκι ενώ μιλάς... Η πρώτη κατακρήμνιση μέσα μου, η πρώτη κίνηση ώστε κάποτε να παραδεχτώ πως ο Δημήτρης Αρμάος, ο φίλος μου, πέθανε, έγινε όταν καταπιάστηκα να διορθώσω, λίγους μήνες αργότερα, πριν δώσω το τυπωθήτω, ένα βιβλίο με κείμενα περί dolce stil novo, Commedia κ.λπ.· να αποκαταστήσω βαρείες, περισπωμένες, δοτικές – σ’ ένα βιβλίο περί Καβαλκάντι και Δάντη...

Ακούγεται γελοίο, το ξέρω – και μοιάζει κι ολότελα άδικο. Το δυσαναπλήρωτο κενό που αντικρίζουμε όταν χάνεται ένας ασύγκριτος φιλόλογος κι επιμελητής εκδόσεων, ένας ποιητής πολλώ μάλλον, δεν αρκεί για να φτάσει η είδηση; Ναι, ασφαλώς – αν το ζήτημα ήταν να πλέξω το αρμόζον δημόσιο εγκώμιο... Και τότε θα προσπαθούσα να δέιξω πώς συναιρούνται αυτά στη σπουδαιότερη απ’ όλες δουλειά – του δασκάλου... Βρέθηκα, όντως, μια-δυο φορές στην τάξη του Αρμάου, είδα τα πρόσωπα των μαθητών του, τη σχέση του μαζί τους – και με τους συναδέλφους του: η φλογερή, άνευ όρων αγάπη που ενέπνεε για τη λογοτεχνία (η γενιά τού πατέρα μου θα έλεγε: «για τα γράμματα») του επιστρεφόταν ως αγάπη γι’ αυτόν τον ίδιο κι ευγνωμοσύνη. Είναι σπουδαίο και κρίσιμο να έχεις καλλιεργήσει ανθρώπους – κι αυτό ο Δημήτρης το έκανε προσφέροντας από τη δική του καλλιέργεια, σαν να μοιραζόταν ένα αγαθό με κόπο κερδισμένο κι εντούτοις αυτονοήτως κοινό, και το έκανε με πάθος μαζί και πραότητα· εξού και αυτός ο φανατικός, ο μονομανής, δεν είχε ποτέ ούτε έναν εχθρό· δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσα να φανταστώ μετασχηματισμένον τον τύπο τού ουμανιστή – ν’ αντιστέκεται στη γενικευμένη λήθη...

Αυτά κι άλλα πολλά θα συνύφαινα στο αρμόζον δημόσιο εγκώμιο· κι από ένα σημείο και πέρα θα τά ’χανα, όπως για χρόνια συνέβαινε όταν τύχαινε κι έπεφτα σε παλιό μαθητή τού πατέρα μου και άκουγα δεόντως σιωπηλός να του πλέκει το εγκώμιο, έναν σύντομο επικήδειο δηλαδή, «ως μαθηματικού, ως εκπαιδευτικού, ως ανθρώπου»· αν και ο εγκωμιαζόμενος ήταν εντελώς uncorrect κι άναβε τσιγάρο στην τάξη απ’ ό,τι μου λένε… Τα έχανα, πράγματι· γιατί δεν ήξερα ακόμα στ’ αλήθεια για ποιο πράγμα μιλάμε, ποιο «λείψανον του ιερού αγώνος» κλαίμε σαν τον Κονδυλάκη κι εμείς… Το ότι πέθανε ο πατέρας μου το παραδέχτηκα ολόκληρο, δίχως υπόλοιπο, χρόνια αργότερα, καλοκαίρι, στις μόνες διακοπές που ήταν λογικό να είναι –αφού ήσαν ο Ξενοφών και ο Ηρακλής– και δεν ήταν, για κάποιο λόγο, ο Δημήτρης, όταν πήγα στο περίπτερο, δεν είχα Καρέλια Αγρινίου, κι αγόρασα τα τσιγάρα τού πατέρα μου, Άσσο φίλτρο μαλακό, δεν ξέρω γιατί· ίσως γιατί η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία μοίραζε Λέμμυ Κώσιον – που τον διάβαζε μετά μανίας… Ξαφνικά – δεν παιζόταν καμία παράταση πια…

Στην περίπτωση του Δημήτρη, διαθέτω μηχανισμό εκλογίκευσης, βέβαια: Το πολυτονικό, η πιο προφανής εμμονή του, για την οποία μονίμως αστειευόμασταν, ήταν η γλώσσα που μιλούσε, απλούστατα· η ιδιάζουσα διάλεκτος μιας λησμονημένης τώρα πλέον πόλεως, της οποίας υπήρξε άλλωστε ο κατεξοχήν νοσταλγός. Ίσως όμως και πάλι να μην το διατυπώνω σωστά· ίσως το πολυτονικό ήταν, ακόμη βαθύτερα, ο γραφικός χαρακτήρας του· και το παθιασμένο κείμενο που έγραφε μ’ αυτόν τον γραφικό χαρακτήρα σ’ όλη του τη ζωή ήταν μια διακήρυξη πίστης στη Μνημοσύνη: το πάθος του γι’ αυτήν επιμέριζε στα άψογα σχεδιασμένα και τυπωμένα βιβλία· στη σχολαστική μέχρι τελικής πτώσεως φιλολογική εργασία· στα σχολικά εγχειρίδια που παρήγαγε (και τα συνόδευσε με μια ψευδώνυμη μελέτη για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας· ψευδώνυμη, μεν, αλλά με το ψευδώνυμο να παραπέμπει στους Αλεξανδρινούς λόγιους, στην περιώνυμη βιβλιοθήκη τους δηλαδή)· και το ίδιο πάθος σφραγίζει την ποίησή του εντέλει, όπου το βάρος μιας απέραντης φιλολογικής μνήμης, το βάρος τής πλήρους ταπεινότητος αγάπης για τα ποιήματα, το βάρος της γνώσης κάθε πιθανής τεχνικής συγκροτούν μια μέθοδο αντιρρόπησης – των βίαιων εντυπώσεων στις οποίες ήταν εκτεθειμένος μονίμως… Όμως θα πρέπει να διαβάσουμε τη λέξη «εντυπώσεις» σωστά, αδιαχώριστη δηλαδή απ’ τη βία της: δεν πρόκειται για κάποια σπονδή στον ιμπρεσιονισμό, πρέπει μάλλον να φανταστεί κανείς ένα παλιό πιεστήριο – ή μιαν αίθουσα βασανιστηρίων, το ίδιο κάνει… Εξού και ο Δημήτρης επέμενε (στην αυλή τού Χαρμάνη, ολόκληρο απόγευμα) ο τίτλος των ώς τότε Απάντων του –Βίαιες εντυπώσεις, ύψιλον/βιβλία, 2006– να είναι τυπωμένος ανάγλυφα, σαν να εντυπώθηκε στο σκληρό χαρτί… Δείτε τό – πώς θα το έλεγε ο πατέρας μου; ναι: το ολοκλήρωμα· δείτε πώς το βιβλίο, το υλικό αντικείμενο εννοώ, αναδέχεται στην επιφάνειά του, στην αδρή, προφανή υλικότητά του τα βάθη του – σαν να συλλαμβάνεις με την αφή σου το νόημα. Αλλ’ αυτό ακριβώς είναι η ποίηση – «πραγματοποιημένη» θα έλεγε ο Άγρας… Και νά γιατί για τον Αρμάο η ανάγνωση, που έμελλε να οδηγήσει πέντε οργιές τού βάθους, άρχιζε πάντοτε μ’ ένα επεισόδιο της αφής: άνοιγε εντελώς το βιβλίο και περνούσε με δύναμη την παλάμη πάνω στο ανοιχτό δισέλιδο...

Αν λοιπόν πρέπει να λογίζεται ποιητής, είναι πρωτίστως επειδή είχε πλήρη επίγνωση του συνεχούς που ενεργοποίησε η πρώτη κατακρήμνιση μέσα μου – και που, αν εκτελέσουμε όλους τους αναγκαίους μετασχηματισμούς, είναι (σκέπτομαι τώρα, κατόπιν εορτής δηλαδή) η βαθιά δομή της Θείας Κωμωδίας.

Ναι, τώρα ξέρω πως η έμμονη ιδέα του να εκδοθεί ο Δάντης, προπάντων ο Δάντης –που θέλησε και πέτυχε να μεταχειριστεί τις σκιές σαν κάτι στερεό, υλικό (trattando l’ ombre come cosa saldi), που ξεκίνησε ν’ αντιγράφει από το βιβλίο της μνήμης του και κατέληξε να δει τα σκόρπια φύλλα ολόκληρης της πλάσης δεμένα με την αγάπη σ’ έναν τόμο (legato con amore in un volume / ciό che per l’ universo si squaderna)–, η επιμονή του να εκδοθεί σωστά, με τα όλα του, ένα έργο που τείνει να ανασυστήσει σε κάθε επίπεδο το συνεχές της μνήμης, το συνεχές ζωντανών-και-νεκρών που είναι το υφάδι της ζωής καθενός μας, οφειλόταν στο ότι είχε δει αυτό το συνεχές – κι είχε νιώσει τον ίλιγγο που ένιωθα όταν κοιτούσα το οπισθόφυλλο στα Κλασσικά Εικονογραφημένα: το παιδάκι που κουβάλαγε ένα τεράστιο βιβλίο, στο εξώφυλο του οποίου έβλεπες ένα παιδάκι να κουβαλά ένα τεράστιο βιβλίο, στο εξώφυλλο του οποίου ... – επ’ άπειρον! Αυτό το βιβλίο ήθελε να εκδώσει εντέλει ο Δημήτρης...

Όλες οι παρέες ανακαλούν και ανακυκλώνουν χαρακτηριστικά στιγμιότυπα που συνδυάζονται σ’ ένα δακτυλικό αποτύπωμα· και διηγηθήκαμε πράγματι, ο ένας στον άλλον συχνά πώς κάποιο βράδυ ο Δημήτρης εξήγησε ότι «η Ιτέα είναι το επίμετρο της Άμφισσας» (της πατρίδας του). Όταν ο Ηρακλής διηγείται την ιστορία, επεξηγεί πάντα: «Καταλαβαίνεις; όχι το επίνειο· το επίμετρο!»... «Καταλαβαίνεις, μικρή μου, καταλαβαίνεις;»

Τώρα περπατάω στην Καλλιδρομίου, τη νύχτα αργά όπως περπατούσαμε πάντα, και μου φαίνεται πως είμαστε μια μονοκοντυλιά ο-δρόμος-κι-εμείς και περνάει κάθε τόσο η γομολάστιχα: Χρήστος Βακαλόπουλος, Νίκος Μπαλής, Ηλίας Λάγιος, Γιάννης Βαρβέρης, Κωστής Παπαγιώργης… Και δεν μπορώ να ξανασύρω τη γραμμή – ό,τι σβήστηκε σβήστηκε, όποιον πίκρανα πίκρανα… Και η γομολάστιχα σβήνει σύριζα πια: Δημήτρης Αρμάος…

Γιατί το συνεχές μπορεί και να είναι το ράγισμα στο πιάτο που είδε ο Φιτζέραλντ· και μπορεί τη μορφή που πρέπει να πάρει ο θρήνος για να μην ψευτίσουμε τίποτα να την είδα πολύ παλιά: στους καταλόγους με ονόματα που εκόμιζαν οι γριές – και εκφωνούνταν δίχως επώνυμα στα μνημόσυνα... Γεωργίου, Δημητρίου, Σοφίας, Γεωργίου, Ιωάννας, Μαρίας, Δημητρίου, Σοφίας... Ο Θεός γνώριζε βέβαια σε ποιον Δημήτριο, σε ποιον Γεώργιο, σε ποια Σοφία αναφέρεται ο ιερέας κάθε φορά... Δεν ξέρω γιατί ήταν τόσο σπαρακτικό όλο αυτό· ήταν ίσως το αποτύπωμα που αφήνει η ματαιότητα για την οποία μιλά ο Δαμασκηνός στα κατεξοχήν ποιήματα – και που δεν είναι ευκρινές στο μαλλιοτράβηγμα, στους γόους, στον κοπετό, αφού εκεί το αποτύπωμα το γεμίζει την ίδια στιγμή επίμονα και ερήμην μας η ζωή, όπως γεμίζει αμέσως το νερό τα ίχνη κάποιου που βαδίζει στην άμμο...

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL