Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
21.7°C24.7°C
3 BF 55%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
19.7°C24.9°C
1 BF 41%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
19.4°C21.6°C
4 BF 61%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
20.4°C20.8°C
2 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
24 °C
23.9°C24.0°C
3 BF 33%
"Υπάρχουν ακόμα δικαστές στο Βερολίνο;"
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

"Υπάρχουν ακόμα δικαστές στο Βερολίνο;"

Α. Ο θρύλος λέει: Ο βασιλιάς της Πρωσίας, ο Φρειδερίκος ο δεύτερος ή μέγας, που είχε τα «χωρίς έγνοιες» θερινά του ανάκτορα στο Πότσδαμ, ενοχλούνταν από το θόρυβο που έκαναν τα πανιά του παρακείμενου τοπικού ανεμόμυλου. Γι’ αυτόν τον λόγο ο βασιλιάς κάλεσε τον μυλωνά στο παλάτι του και του ζήτησε να του πουλήσει τον μύλο, ώστε να τον κατεδαφίσει και να ησυχάσει από αυτόν μια για πάντα. Ο μυλωνάς αρνήθηκε, διότι ο μύλος ήταν πατρική κληρονομιά, και τότε θυμωμένος ο βασιλιάς του απάντησε πως θα μπορούσε να του πάρει τον μύλο χωρίς να χρειαστεί να του δώσει δεκάρα.

Κατά παράφραση του θρύλου, ο μυλωνάς ξεστόμισε το περίφημο «υπάρχουν ακόμα δικαστές στο Βερολίνο»,1 ενώ το πιο σωστό, το πιο γερμανικό, απόφθεγμα είναι ότι ο μυλωνάς αντίτεινε στον βασιλιά: “Ναι, μεγαλειότατε, θα μπορούσες, εάν δεν υπήρχε το Εφετείο στο Βερολίνο”.2

Χωρίς να έχει μεγάλη σημασία το πώς ακριβώς εκφράστηκε ο θρυλικός μυλωνάς της Πρωσίας απέναντι στον βασιλιά του -ούτως ή άλλως αμφισβητείται η ιστορικότητα του συμβάντος- η ρήση «υπάρχουν (ακόμα) δικαστές στο Βερολίνο» έχει επικρατήσει στην ευρωπαϊκή (και την ελληνική) γραμματεία ως ένα ιδεολογικό «ανάχωμα» που κατοχυρώνει τη θέση ότι η αυθαιρεσία της εξουσίας μπορεί να ελεγχθεί και ότι αυτός είναι ο ρόλος και η αποστολή των δικαστηρίων. Στη χώρα μας χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην αρθρογραφία, το 2014, όταν τα ελληνικά δικαστήρια έλεγχαν τα «Μνημόνια».

Β. Πρόσφατα η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το αντισυνταγματικό (σύμφωνα με ό,τι έχει διαρρεύσει) άρθρο 2Α του Νόμου 4339/2015 για τις τηλεοπτικές άδειες και τον ρόλο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης ανέδειξε εγγενή προβλήματα του ελεγκτικού συστήματος τήρησης του Συντάγματος, που σαράντα χρόνια τώρα, ελλοχεύοντας μέσα σε έναν διάχυτο και παρεμπίπτοντα δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, απειλούν να ακυρώσουν την ιδεολογική ισχύ της ρήσης «υπάρχουν δικαστές» στην Ελλάδα, η οποία ρήση, όπως προανέφερα, αποτελεί το «ανάχωμα» στην κυβερνητική αυθαιρεσία ή, κατ’ άλλους, τον «τοίχο» που σηκώνουν κάθε φορά τα δικαστήρια εμποδίζοντας τους κυβερνώντες να κάνουν ό,τι τους αρέσει.

Γ. Είναι εκπληκτικό και άξιο λόγου το τι ειπώθηκε και γράφτηκε στα τηλεοπτικά, ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, τις τελευταίες μέρες, σχετικά με τη «δεσμευτικότητα» της εν λόγω απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πρώτα και κύρια, ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακύρωσε, δηλαδή κατήργησε, την αντισυνταγματική διάταξη (αν όχι όλο τον νόμο) και, από τη δημοσίευσή της, δεν απαιτείται άλλη νομοθετική ρύθμιση για να την παραμερίσει, να τη θέσει εκτός ισχύος. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι ανωτέρω ισχυρισμοί είναι λανθασμένοι· ενισχύουν όμως, για άλλη μια φορά, τη θέση ότι το ισχύον ελεγκτικό σύστημα τήρησης του Συντάγματος είναι ανεπαρκές και δεν ικανοποιεί το (ευρύτατα προβεβλημένο) περί δικαίου και Συντάγματος αίσθημα της κοινής γνώμης.

Με άλλα λόγια, οι ανωτέρω ισχυρισμοί δηλώνουν μάλλον το «δέον» παρά το «είναι» της ελληνικής συνταγματικής δικαιοσύνης. Θα έπρεπε, δηλαδή, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να καταργεί άμεσα τον «κατάπτυστο», «αυθαίρετο», αντισυνταγματικό «νόμο Παππά»,3 ο οποίος γλαφυρότατα έχει χαρακτηρισθεί ,από μερίδα του Τύπου, ως ένας «αυθαίρετος συνταγματικός περιορισμός των αρμοδιοτήτων της Βουλής».

Χαρακτηρισμοί αυτού του είδους αγνοούν (ή θέλουν να αγνοούν) ότι στη χώρα μας, όπως και στις περισσότερες χώρες του κόσμου, ένας νόμος σχεδιάζεται / προτείνεται από τον αρμόδιο υπουργό ή από βουλευτές, ψηφίζεται από τη Βουλή ως σώμα και εκδίδεται και δημοσιεύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως· έτσι ισχύει και δεσμεύει πάντες.

Στην Ελλάδα, κυβέρνηση, Βουλή και Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνιστούν τον αποκλειστικό νομοθέτη (τυπικών νόμων) και κατέχοντα του τεκμηρίου αρμοδιότητας, τον έχοντα δηλαδή, άνευ άλλης ειδικής πρόβλεψης, τη γενική αρμοδιότητα να νομοθετεί.4

Υπό την επιφύλαξη ότι το Σύνταγμα δεν απαγορεύει στον Έλληνα νομοθέτη (ρητά) να αποφασίσει κάτι, εκείνος μπορεί να νομοθετεί όταν και όπως θέλει. Εκτός αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 77 παράγραφος 1 του Συντάγματος,5 η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία, δηλαδή ασκείται «διά νόμου», που προτείνεται και ψηφίζεται από τη Βουλή και εκδίδεται και δημοσιεύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.6

Συνεπώς εύλογα διερωτάται κανείς πώς ένας (τυπικός) νόμος, ψηφισμένος από τη Βουλή, στο πλαίσιο του νομοθετικού της έργου, μπορεί να αποτελέσει αυθαίρετο συνταγματικό περιορισμό των «αρμοδιοτήτων» της ίδιας της Βουλής.

Προφανώς, ο εμπνευστής και εκφραστής του ανωτέρω (ανορθόδοξου) χαρακτηρισμού είχε κατά νου ότι ο «περιβόητος νόμος Παππά», κατά κάποιον τρόπο (που δεν μας τον εξηγεί), παραβιάζει τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας. Και, επειδή σε ένα συνταγματικό κράτος κάθε κυβερνητική (κοινοβουλευτική) πλειοψηφία περιορίζεται από το Σύνταγμα, οποιαδήποτε εγγύηση τήρησης του Συντάγματος λειτουργεί και ως εγγύηση προστασίας της (κοινοβουλευτικής) μειοψηφίας από κυβερνητικές αυθαιρεσίες.

Ο ανωτέρω συλλογισμός αποτελεί εξάλλου τον θεμέλιο λίθο του οικοδομήματος της συνταγματικής δικαιοσύνης. Επακόλουθο τούτου είναι να διερευνηθεί κατά πόσον «υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα» καταλλήλως εξοπλισμένοι και αρμοδίως επιφορτισμένοι για να διεξάγουν τον αναγκαίο έλεγχο τήρησης του Συντάγματος και εάν (και σε ποιον βαθμό) είναι επαρκής η δικαιοδοσία τους για να τον διεξάγουν «σωστά και εύρυθμα».

Δ. Ακόμα και μια σύντομη ανάγνωση των συνταγματικών κανόνων για τον ισχύοντα στην Ελλάδα δικαστικό έλεγχο των νόμων μάς οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο συντακτικός νομοθέτης απέκλεισε την άμεση κατάργηση από τα δικαστήρια των αποφάσεων του Έλληνα νομοθέτη. Μόνο στο πλαίσιο του κύριου (ακυρωτικού) ελέγχου του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου επιτυγχάνεται θεσμικά η αναγκαία διασταύρωση των κρατικών λειτουργιών.

Στις υπόλοιπες περιπτώσεις δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, ο παραμερισμός μιας κριθείσας αντισυνταγματικής διάταξης νόμου ή η ψήφιση μιας νέας (αντισυνταγματικής) διάταξης εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη και στο κατά πόσο τούτος πείσθηκε από το σκεπτικό της απόφασης του δικαστή.7

Ένας νόμος, αντίθετα, που ως αντισυνταγματικός δεν εφαρμόστηκε από ένα ελληνικό δικαστήριο εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται από τη διοίκηση και τα δικαστήρια. Επομένως η σχετική με το Σύνταγμα και τους κανόνες του απονομή δικαιοσύνης στην Ελλάδα διενεργείται στο στενό πλαίσιο μιας δίκης και μόνο για τις ανάγκες της. Ο Έλληνας δικαστής νομιμοποιείται να ασκήσει έλεγχο συνταγματικότητας δικάζοντας, εφόσον παραμένει στα όρια της δικαιοδοσίας που του έχουν αναγνωρισθεί από το Σύνταγμα.8 Με άλλα λόγια, ο Έλληνας δικαστής επηρεάζεται στην απόφασή του από τον έλεγχο συνταγματικότητας που επιχειρεί, αλλά δεν δικαιούται να εκδώσει μια δεσμευτική για τα υπόλοιπα δικαστήρια ή όργανα του κράτους απόφαση ως προς τον ελεγχόμενο νόμο. Πολύ, δε, περισσότερο ο Έλληνας δικαστής δεν δικαιούται να ακυρώσει τον (αντισυνταγματικό) νόμο, να τον θέσει δηλαδή εκτός ισχύος, χωρίς ρητή συνταγματική εξουσιοδότηση, όπως εκείνη του άρθρου 100 παράγραφος 4 υποπαράγραφος 2 του Συντάγματος.9

Άρα η δικαιοδοσία της συνταγματικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα δεν ξεχωρίζει από την κοινή δικαστική δικαιοδοσία.10 Σε κάθε περίπτωση το (ισχύον στη χώρα μας) σύστημα δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων προκρίνει την αποφασιστική αρμοδιότητα του νομοθέτη από εκείνη των δικαστηρίων (εκτός βέβαια της αρμοδιότητας του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου που «εξαιρετικά»11 προβλέπεται από το Σύνταγμα).

Ε. «Κάθε νόμος εμπεριέχει ερμηνεία του Συντάγματος. Σε κάθε δημοκρατικό, ιδίως, πολίτευμα, ο νομοθέτης είναι ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος για τη συγκεκριμενοποίηση -άρα, ουσιαστικά, και για την ερμηνεία- του Συντάγματος”.12 Το «τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων», που καθιέρωσε ο δάσκαλός μας Αριστόβουλος Μάνεσης, αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Στην περίφημη γνωμοδότησή του, που δημοσίευσε μαζί με τον Αντώνη Μανιτάκη για την «υπόθεση Ανδρεάδη», νουθέτησε μάλιστα τον Έλληνα δικαστή να είναι προσεκτικός όταν κρίνει ως αντισυνταγματική μια διάταξη νόμου, διότι «δεν αρκεί η έλλειψη συμφωνίας της προς το Σύνταγμα· πρέπει να υπάρχει σαφής αντίθεσή της».13

Είναι ρητή και έκδηλη η βούληση του συντακτικού νομοθέτη του 1975 να αποτρέψει τον Έλληνα δικαστή από το να ασκήσει, δικάζοντας, οποιαδήποτε οιονεί συντακτική και νομοθετική εξουσία. Τόσο για τον Έλληνα νομοθέτη όσο και για τον Έλληνα δικαστή είναι «στην Αθήνα» διακριτά και ξεκάθαρα τα όρια άσκησης της εξουσίας που τους δίνεται. Ως προς αυτό δεν υπάρχει κάποιο (συνταγματικό) κενό που θα επέτρεπε τη δημιουργία και διαμόρφωση ενός συνταγματικού εθίμου, κάτι που μπορεί να υποθέσει κανείς ότι επιχειρείται τελευταία, διαβάζοντας και ακούγοντας όσα ειπώθηκαν και γράφτηκαν ως προς την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις τηλεοπτικές άδειες και τον ρόλο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης.

Ανεπίδεκτο, συνεπώς, οιασδήποτε εξωγενούς συμπλήρωσης το Σύνταγμά μας, με τέτοιου είδους πρακτικές και τεχνικές, όσο σύμφωνες και να είναι με το κοινό αίσθημα περί συνταγματικής δικαιοσύνης, οδηγείται σίγουρα προς την «αλλοίωσή» του.

Ουαί και αλίμονό μας εάν αβασάνιστα παρομοιάσουμε τον «νόμο Παππά», όσο δυσάρεστος και αν μας είναι, με την αυθαίρετη επιθυμία του βασιλιά της Πρωσίας να κλείσει τον ενοχλητικό ανεμόμυλο του Μυλωνά. Ο «νόμος Παππά» είναι μια (τυπικά) συνταγματική απόφαση του δημοκρατικά νομιμοποιημένου (εκλεγμένου) Έλληνα νομοθέτη. Ας αντιληφθούμε επιτέλους ότι ακόμα και στην Ελλάδα του 21ου αιώνα το πιο σίγουρο και αποτελεσματικό όπλο του πολίτη απέναντι στην κυβερνητική αυθαιρεσία είναι και παραμένει η ψήφος του.

Γεράσιμος Θεοδόσηςσυνταγματολόγος – συγγραφέας

1 Μετάφραση του συγγραφέα από το «Es gibt noch Richter in Berlin»

2 Μετάφραση του συγγραφέα από το «Ja, Majestät... wenn das Kammergericht in Berlin nicht wäre!»

3 Σύμφωνα με το όνομα του (αν)αρμόδιου υπουργού που (απλώς) τον συνέταξε.

4 Γερ. Θεοδόσης, "Ο νομοθέτης και οι αποφάσεις των δικαστηρίων περί αντισυνταγματικότητας. Ανακρίβειες και άλλα συνταγματικά παραλειπόμενα", στο: www.constitutionalism.gr, 20 Οκτωβρίου 2016.

5 Άρθρο 77 παράγραφος 1 του Συντάγματος: «Η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία».

6 Βλ. Άρθρο 26 παράγραφος 1 του Συντάγματος: «Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας».

7 Βλ. Γερ. Θεοδόσης, "Ο νομοθέτης και οι αποφάσεις των δικαστηρίων περί αντισυνταγματικότητας. Ανακρίβειες και άλλα συνταγματικά παραλειπόμενα", στο: www.constitutionalism.gr, 20 Οκτωβρίου 2016.

8 Βλ. Αντ. Μανιτάκης, Η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου, 2008, σελ. 70.

9 Άρθρο 100, παράγραφος 4, υποπαράγραφος 2 του Συντάγματος: «Διάταξη νόμου, που κηρύσσεται αντισυνταγματική, είναι ανίσχυρη από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή από τον χρόνο που ορίζεται με την απόφαση».

10 Βλ. Αντ. Μανιτάκης, Η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου, 2008, σελ. 70.

11 Η αρμοδιότητα του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 100, παράγραφος 1, στοιχείο ε του Συντάγματος, δικαίως χαρακτηρίζεται ως διασφαλίζουσα περισσότερο την ενότητα της νομολογίας παρά την τήρηση του Συντάγματος. Ας ληφθεί υπόψη ότι, χωρίς τη σχετική διαφωνία δύο (εκ των τριών) ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, δεν δύναται να διενεργηθεί ο προβλεπόμενος, από το άρθρο 100, παράγραφος 1, στοιχείο ε του Συντάγματος, κύριος έλεγχος της (ουσιαστικής) συνταγματικότητας των (τυπικών) νόμων. Άλλωστε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 100, παράγραφος 2 του Συντάγματος, ούτε αυτοτελές δικαστήριο είναι ούτε διαρκές.

12 Αρ. Μάνεσης, Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος Ι, 1980, σελ. 193.

13 Αρ. Μάνεσης - Αντ. Μανιτάκης, Κρατικός παρεμβατισμός και Σύνταγμα (Έλεγχος τραπεζών βάσει Α.Ν. 1665/1951 και Ν. 431/1976), Γνωμοδότηση, στο ΝοΒ 1981, σελ. 1201.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL