Ωραία παιδιά, κατάχαμα κυλάει
το πιο ωραίο ρόδο απ’ το στεφάνι σας.
Αδράξτε κάθε τι που προσπερνάει.
Μα αν σε βιτρίνα εμπρός βρεθεί η χάρη σας
ή σε γκισέ, φυλάξτε το τομάρι σας.
Θυμάστε; Colin de Cayeaux τον λέγανε·
το άσυλο εμπιστεύτηκε – ναι, σας εσάς·
σημάδεψε ο μπάτσος – και τον ξέκανε.
Παιγνίδι είν’ η ζωή – μα όχι για ψιλά.
Ποντάρεις την ψυχή – κι ίσως το σώμα.
Αν χάσετε – δεν έχει θέση εκεί ψηλά.
(Ποιο μπαρ θα σε δεχτεί αν είσαι λιώμα;)
Μα κι αν κερδίσετε, θά ’ναι – μια ακόμα
γυναίκα που λαμπάδιασε σαν άχυρο
για μια μονάχα νύχτα. Σας το λέω ωμά:
Για τόσα λίγα, κρίμα τέτοιο ενέχυρο!
Καθένας ας μ’ ακούσει – και συμπέρασμα
ας βγάλει πως απλές αλήθεις λέω.
Χειμώνα-καλοκαίρι είναι το κέρασμα
καλόδεχτο και το κορίτσι ωραίο.
Και λάμπει σαν το νόμισμα το νέο
που ανεμομάζωμα είναι και σκορπίζεται.
Μα εγώ σιγά το λέω σαν να φταίω:
η ήρα από το στάρι δεν χωρίζεται.