Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
19.2°C21.2°C
3 BF 71%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ασθενής ομίχλη
17 °C
13.6°C19.4°C
2 BF 78%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
17.7°C19.4°C
3 BF 67%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
25 °C
22.7°C24.8°C
6 BF 33%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
16.8°C18.5°C
0 BF 82%
Κρίση και κριτική
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Κρίση και κριτική

Συνέντευξη της Όλγας Καρυώτη, του Κώστα Σπαθαράκη και του Νίκου Τσιβίκη

Από το πρώτο κιόλας τεύχος του, το περιοδικό Λεύγα κατάφερε να κατακτήσει έναν χαρακτήρα ξεχωριστό και ζηλευτό για πολλούς, φίλους και λιγότερο φίλους. Η έμφαση στην κριτική, η συγκροτημένη πολεμική, η έγνοια για το επιχείρημα και την τεκμηρίωση, ο ευκρινής λόγος, η απέχθεια στις τσιριμόνιες, τις συμβατικότητες και τις ευγένειες, μαζί με τη φροντίδα στο στήσιμο, μαζί με το χιούμορ, τη φάρσα, το κέφι συνιστούν βασικά στοιχεία του χαρακτήρα αυτού. Αναζητήσεις και φανερώματα μιας νέας Αριστεράς, ενός κριτικού αντισυμβατικού λόγου, μιας ριζοσπαστικής και ανεξάρτητης Αριστεράς, μιας «λόγιας Αριστεράς»; (Πάντως, όταν τους είχαμε πει τον τελευταίο χαρακτηρισμό, παραλίγο να μας κόψουν την καλημέρα…) Ας μην το πούμε εμείς, ας κρίνουν οι αναγνώστες ποιος χαρακτηρισμός ταιριάζει καλύτερα. Συναντήσαμε την Όλγα Καρυώτη, τον Κώστα Σπαθαράκη και τον Νίκο Τσιβίκη, μέλη της Συντακτικής Επιτροπής της Λεύγας και απάντησαν σε ερωτήματα που τους θέσαμε όπως πώς ξεκίνησε το περιοδικό τη διαδρομή του, ποιοι ήταν και είναι οι στόχοι, οι προτεραιότητες και ο χαρακτήρας του.

Ι.Μ.-Σ.Μπ.

Νίκος Τσιβίκης: Η Λεύγα από το ξεκίνημά της τον Μάρτιο του 2011 δεν υπήρξε απλώς δημιούργημα μιας παρέας που έψαχνε τρόπο να εκφραστεί: οι περισσότεροι της συντακτικής ομάδας άλλωστε βρεθήκαμε μαζί λίγο πριν βγει το πρώτο τεύχος. Ήταν μια συνάντηση ανθρώπων, μια συνάντηση κύκλων που δεν ξέρω καν αν θα τους λέγαμε ομόκεντρους: συμπίπτανε σε ένα μέρος τους. Η βασική σκέψη ήταν να υπάρξει ένα έντυπο που θα βάζει στο επίκεντρο την κριτική, χωρίς να δεσμεύεται από την πολιτική γραμμή ενός συγκεκριμένου χώρου.

Ταυτόχρονα, νιώθαμε ότι χρειαζόταν ένα σημείο στο οποίο θα μπορούσαν να συναντηθούν σε επίπεδο σκέψης απόψεις της αριστεράς οι οποίες για διάφορους λόγους και κυρίως εξαιτίας της στράτευσης σπάνια συνομιλούν. Θεωρούσαμε και θεωρούμε απαραίτητο το πεδίο μιας τέτοιας συνομιλίας, χωρίς να υπάρχουν προαπαιτούμενα ή ένα συγκεκριμένο πλαίσιο θέσεων. Είναι ενδιαφέρον ότι εξαρχής βρέθηκαν κοντά άνθρωποι που είτε φλερτάρουν με ιδέες αυτονομίας είτε θεωρούν εαυτούς «ορθόδοξους» κομμουνιστές είτε βρίσκονται στον χώρο της ανανεωτικής ή ριζοσπαστικής Αριστεράς, χωρίς να είναι υποχρεωτική η συμμόρφωση σε μια γραμμή. Και κυρίως χωρίς μια απάντηση στο επίμονο ερώτημα «Εσείς ποιανού είστε;»

Κώστας Σπαθαράκης: Η αρχική ιδέα ήταν ότι βρισκόμαστε άνθρωποι που έχουμε διαφορετικές, ή όχι ακριβώς ίδιες, καταβολές και αντιλήψεις για διάφορα ζητήματα, τα οποία τα συζητάμε. Τα πράγματα το 2011 ήταν ρευστά, και ταυτόχρονα δεν υπήρχε αμεσότητα προσέγγισης. Υπήρχε είτε μια κλασικού τύπου ανάλυση, αυτή που συνηθίζει να κάνει η αριστερά με βάση κάποιες θεωρητικές προκείμενες, μια ανάγνωση της συγκυρίας και ένα πολιτικό συμπέρασμα: υπερβολικά «ευγενική», υπερβολικά αφηρημένη και καθόλου πρακτική στα αποτελέσματά της. Είτε είχε αρχίσει αυτό που βλέπουμε πολύ έντονα σήμερα, η εμμονή στην επερχόμενη καταστροφή, στο «δεν θα γίνει τίποτα», μια κλάψα που δεν παράγει ούτε πολιτικές θέσεις ούτε αποτέλεσμα. Το κενό ανάμεσα σε αυτά τα δύο, σκεφτόμασταν, θα μπορούσε να είναι ένα ύφος λιγότερο ευγενικό και πιο θαρραλέο στις γενικεύσεις του: δεν θα φοβόταν, όπως δεν φοβάται κανείς όταν μιλάει ιδιωτικά.

Όλγα Καρυώτη: Η κρίση ανακίνησε μια διαφορετική αντιμετώπιση των ζητημάτων που απασχολούσαν ανέκαθεν την αριστερά. Το κίνημα των πλατειών --ασχέτως με την κριτική που του κάνουμε-- δημιούργησε μεγάλη κινητικότητα και κινητοποίηση, την αίσθηση ότι συμβαίνει κάτι, κάτι διαφορετικό. Μια ανάταση, μια μεγάλη κοινωνική διάθεση, περιέργεια και ζύμωση, που άγγιξε ανθρώπους που δεν ήταν ενταγμένοι ή δεν ήθελαν να εντάξουν τον λόγο τους σε ένα συγκεκριμένο ρεύμα ή οργάνωση της αριστεράς. Και τους έδινε τη δυνατότητα, το θάρρος και τον χώρο να συμβάλουν και να συνδιαμορφώσουν όλο αυτό που συνέβαινε.

Πιστεύω ότι ο κύκλος αυτός κλείνει με τις εκλογές του καλοκαιριού του 2012, τα πράγματα μορφοποιούνται. Κι εκεί ίσως βλέπουμε μια αλλαγή στο περιοδικό, μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του τι κάνουμε. Είναι φυσικό, η Λεύγα έχει άμεση σχέση με το τι συμβαίνει στην κοινωνία. Είμαστε άνθρωποι που βρισκόμαστε σε μία πλευρά πολιτικά, με την ιστορική αριστερά, και θέλουμε να επικοινωνήσουμε, χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι να τηρούμε τις ακαδημαϊκές φόρμες, χωρίς να μας παίρνει μπάλα ο δημοσιογραφικός λόγος και η επικαιρότητα· να κάνουμε κριτική χωρίς τους περιορισμούς που μπορεί να έχει το έντυπο μιας πολιτικής συλλογικότητας.

Κ. Σπαθαράκης: Η αρχική επιλογή, να μην ακολουθήσουμε αυστηρά τη συγκυρία, πιστεύω δικαιώθηκε. Όπως όλοι μας, όταν σκεφτόμαστε λίγο πιο ελεύθερα τι συμβαίνει, λειτουργούμε καλύτερα, πιο διαισθητικά, προβλέπουμε σε μεγαλύτερο βάθος τα θέματα που θα αναδειχθούν στο μέλλον, χωρίς να κυνηγάμε την επικαιρότητα ή τις απαντήσεις: έγραψε ο δείνα το τάδε και πρέπει να απαντήσουμε κ.λπ. κ.λπ.

Ν. Τσιβίκης: Ξεφυλλίζοντας το περιοδικό, βλέπει κανείς εύκολα ότι ακολουθεί μια διάρθρωση τριμερή. Έχουμε α) την ενότητα «πρώτες ύλες», με ρεπορτάζ και ειδήσεις, με μια διασταλτική έννοια του όρου, β) τα «αναλώσιμα», μια ενότητα κριτικής, πολιτισμικής και πολιτικής, και γ) το «σκραπ», μια ενότητα ελεύθερης γραφής, διηγήματα, ενίοτε και ποιήματα.

Στις «πρώτες ύλες» είχαμε τη φιλοδοξία να καταδυθούμε στο ρεπορτάζ, να αναδείξουμε θέματα τα οποία δύσκολα έβγαιναν στην επικαιρότητα. Σήμερα, δυο χρόνια μετά, υπάρχει στα αριστερά έντυπα περισσότερο αποκαλυπτικό ρεπορτάζ, που παλιότερα θεωρούνταν σχεδόν μπας-κλας. Εν μέρει το πετύχαμε και εν μέρει όχι, καταφέραμε όμως να αναδείξουμε κάποια ζητήματα. Για παράδειγμα, σε πολλές λεύγες, συνεργάτες μας από τα εσώτερα των Βρυξελλών, μας βοήθησαν να αναδείξουμε θέματα της ΕΕ, θέματα που αφορούν τον πυρήνα της λειτουργίας της. Έναν πυρήνα που συνήθως χάνεται γιατί θεωρούμε ότι είναι γραφειοκρατικός, δεν μας αφορά, είναι μακρινός, ενώ πρόκειται για τον τρόπο λήψης αποφάσεων που αφορά όλους μας, όχι μόνο τους κοστουμάτους νεοφιλελεύθερους δεξιούς!

Ό. Καρυώτη: Οι «πρώτες ύλες» είναι έρευνα και στοιχεία πάνω σε ζητήματα που μπορεί να μην είναι τα πιο δημοφιλή, αλλά είναι πολύ βασικά για να αντιληφθούμε την πραγματικότητα. Σίγουρα αυτό το προσφέρουν τα κείμενα για την ΕΕ, με μια οπτική που συχνά ξεχνάμε: τώρα που μας έχει φάει η κρίση, βλέπουμε μόνο την τρόικα και όχι τη συνολικότερη πολιτική της ΕΕ. Ή άλλα θέματα όπως π.χ. για τους εργαζόμενους με μπλοκάκι: οι φορολογικές αλλαγές τους πλήττουν, πλήττουν ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης, το οποίο συχνά δεν θεωρούμε καν εργατική τάξη.

Κ. Σπαθαράκης: Όλα αυτά, βέβαια, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας: κανείς μας δεν ασχολείται με τη Λεύγα επαγγελματικά, άρα υπάρχει μια αδυναμία πρακτική.

Ό. Καρυώτη: Και, πέρα από την αδυναμία αυτή, είναι πολύ δύσκολο να μιλάς ανοιχτά για τέτοια ζητήματα. Όταν εξελίσσεται ένας αγώνας, αντιλαμβάνεσαι προβλήματα, θέλεις να τα πεις, αλλά θεωρείς ότι δεν μπορείς, γιατί ο αγώνας ακόμα διακυβεύεται.

Κ. Σπαθαράκης: Ή, ακόμα κι αν έχει τελειώσει, μετά από εννιά μήνες απεργία τι θα πεις; Δεν τα κάνατε σωστά, το κίνημα δεν λειτούργησε σωστά; Είναι ένα δύσκολο και κάπως αμήχανο πεδίο παρέμβασης, ειδικά όταν είσαι ως ένα βαθμό απέξω.

Πώς μιλάμε λοιπόν γι' αυτά τα πράγματα; Ποιο τρόπο, ποιο πρότυπο έχουμε για την αποτίμηση μιας απεργίας, αποτυχημένης ή πετυχημένης; Λέμε συνήθως «οι νικηφόροι αγώνες», «η αδιαλλαξία του εργοδότη, της κυβέρνησης», η «αστυνομική βαρβαρότητα»: κλισέ που, ακόμα κι αν ισχύουν, δεν μας βοηθάνε να καταλάβουμε. Το πώς κινήθηκε σε βάθος χρόνου μια συνδικαλιστική προσπάθεια, τι πραγματικά συμβαίνει το μαθαίνουμε εν πολλοίς απ' τα ντεσού, τις ιδιωτικές συζητήσεις. Προσπαθούμε λοιπόν να φέρουμε αυτές τις συζητήσεις μπροστά, να τις κάνουμε δημόσια, χωρίς να έχουμε λύσει την αμηχανία για το ύφος τη στόχευση ενός τέτοιου κειμένου.

Ν. Τσιβίκης: Τουλάχιστον θελήσαμε να μπούμε σ' αυτό το δύσκολο πεδίο. Μια απ' τις πιο πετυχημένες εκδοτικά και ενδιαφέρουσες εσωτερικά στιγμές της Λεύγας είναι η συζήτηση που δημοσιεύσαμε για τις πορείες του Οκτώβρη του 2011. Όταν, θυμάστε, μπροστά απ' τη «Μεγάλη Βρετανία», συγκρούστηκε το «Κίνημα» με το «Κόμμα» -- σε εισαγωγικά βέβαια και τα δύο. Το θέμα βρέθηκε πολύ ψηλά στο ενδιαφέρον των αριστερών. Κάναμε μια προσπάθεια αποτίμησης: τι σήμαιναν τα γεγονότα, αλλά και πώς συγκροτούμε, στο μυαλό μας, τις έννοιες «κίνημα» και «κόμμα», και μετά τις βάζουμε να αντιπαρατεθούν σ' ένα θέατρο σκιών που αντανακλά συχνά τη δική μας κατανόηση. Μια άλλη τέτοια στιγμή ήταν η αποτίμηση του απεργιακού αγώνα της Χαλυβουργίας. Πολλές φορές στην αριστερά σηκώνουμε τα θέματα με τα μπούνια όσο τρέχουνε, συχνά και περισσότερο απ' όσο μπορούμε να τα ερευνήσουμε, και μετά, όταν λήξει το ζήτημα, σπεύδουμε να πάμε στο επόμενο. Και αυτή η εμπειρία σπάνια αποτυπώνεται δημόσια, μολονότι είναι κάτι που μας απασχολεί έντονα κατ' ιδίαν.

Κ. Σπαθαράκης: Η έμφαση στην πραγματικότητα ξεκινάει και από τη διαπίστωση ότι υπάρχει γύρω μας υπερπληθωρισμός άποψης. Αλλά υπάρχει ελάχιστος επαγγελματισμός ως προς τη διατύπωση της άποψης κι ακόμη λιγότερος ως προς τη συγκέντρωση στοιχείων που θα στήριζαν, θα απέρριπταν ή θα πλαισίωναν την άποψη. Είναι ένα έλλειμμα που δεν μπορεί να καλυφθεί χωρίς ένα ευρύτερο δίκτυο καταγραφής, τεκμηρίωσης, έρευνας κ.λπ., μέρος του οποίου είναι ένα περιοδικό.

Ν. Τσιβίκης: Και θέλουμε να ανοίξουμε τη συζήτηση ακόμη και για «τα άγια των αγίων»: την απεργία, το κίνημα, την πορεία…

Κ. Σπαθαράκης: Γιατί είναι ανάγκη να ξεφεύγουμε λίγο από τις άμεσες αφορμές της επικαιρότητας, μήπως και μας προκύψει κάτι ευρύτερο, μια σκέψη ψύχραιμη και αποστασιοποιημένη. Γράφονται σήμερα στο ίντερνετ άπειρα κείμενα που κάνουν τεράστιο ντόρο και όμως ξεχνιούνται την άλλη μέρα. Το αποτέλεσμα είναι να περιστρεφόμαστε γύρω από τις ίδιες αυτονόητες παραδοχές και να υπάρχει η αίσθηση μιας στασιμότητας, ενώ τα ζητήματα που θέτει η πραγματικότητα φαίνεται διαρκώς να μας υπερβαίνουν.

Ό. Καρυώτη: Από την άλλη, η Λεύγα δεν είναι περιοδικό ακαδημαϊκό, αλλά δεν είναι ούτε δημοσιογραφία ούτε προπαγάνδα – δεν το λέω αρνητικά το «προπαγάνδα», καλά κάνουν όλοι και προπαγανδίζουν τις θέσεις τους. Αυτός ο τριπλός προσδιορισμός αγγίζει πολλούς που θέλουν να εκφραστούν, δίνει τη δυνατότητα να γράψεις πιο ελεύθερα, από την πλευρά της κριτικής σκέψης.

Ν. Τσιβίκης: Δεν αναζητούμε ένα προσδιορισμένο κοινό, και αυτό είναι άποψη και για το έντυπο. Δηλαδή, πιστεύαμε και πιστεύουμε ότι υπάρχουν κομμάτια σημαντικά σε μια μπροσούρα αναρχική, η οποία όμως αδικείται και χάνεται, ή σε ένα κείμενο μπλογκίστικο χάι-τεκ τεχνολογικό που επίσης χάνεται… Όλα αυτά πιστεύαμε ότι μπορούσαν να βρεθούν μαζί, με ένα καλό και πρωτότυπο αμπαλάζ. Κι εδώ θα έβαζα τη σημασία που δίνουμε στην εμφάνιση και στο στήσιμο του περιοδικού: θέλουμε να έχει κάτι επαγγελματικό, να μην αναδίδει προχειρότητα. Και επίσης, στο χιούμορ, το κόμικ, την αντιδιαφήμιση, τη φάρσα: το περιοδικό δεν είναι μόνο η καλή έρευνα ή η καλή κριτική.

Κ. Σπαθαράκης: Επιστρέφω στη διαμόρφωση του ύφους. Η απουσία γνωστών ονομάτων στη Λεύγα την έκανε πιο εύκολη. Αν έχεις δυο-τρία ονόματα αναγνωρίσιμα, με συγκεκριμένο ύφος, έλκεσαι απ' αυτό, τείνεις να συγκροτήσεις ανάλογα το ύφος σου. Και το ίδιο το έντυπο έρχεται να «χτιστεί» γύρω απ' αυτά τα ήδη προκαθορισμένα στοιχεία. Η επιλογή να μην υπάρχουν γνωστές υπογραφές ήταν η διεκδίκηση αυτής της ελευθερίας. Άνθρωποι της σειράς μας...

Ν. Τσιβίκης: …και της γενιάς μας: «ένα περιοδικό γενιάς», τριαντάρηδων-τριανταπεντάρηδων με κοινά χαρακτηριστικά μορφωτικά αλλά και ταξικά. Κόσμος που βιώνει την κρίση, οπότε αναμετράται με τα ζητήματα από άλλη θέση σε σχέση με την προηγούμενη γενιά.

Η απουσία γνωστών ονομάτων έχει σχέση και με την αντίληψη ότι η γνώση δεν ανήκει μόνο στους ειδικούς. Όπως μιλάμε για μέσο αναγνώστη, υπάρχει και ο μέσος αρθρογράφος, ο οποίος μπορεί επαρκέστατα, εξοπλισμένος με τα εργαλεία της κριτικής, και με μια καλή έρευνα να προσεγγίσει τα θέματα. Κι αυτό θέλουμε να αντανακλάται και στον αναγνώστη: δεν υπάρχουν ερμητικά, εξειδικευμένα κείμενα που να μην μας αφορούν. Ένα κείμενο, είτε για την τεχνολογία, είτε για τα συνδικαλιστικά είτε για την ΕΕ, είναι κομμάτι της πραγματικότητάς σου, θα μπορούσες κάλλιστα να είσαι συγγραφέας του, επομένως και αναγνώστης του.

Κ. Σπαθαράκης: Ένα παράδειγμα: στη συζήτηση όλης της αριστεράς για τη ΔΕΗ, κυριαρχεί η καταγγελία της ιδιωτικοποίησης. Και σωστά. Όμως δεν μπαίνει το ερώτημα τι είναι η ιδιωτικοποίηση, αν σκοπεύει να αναπτύξει την επιχείρηση, αν είναι αποεπένδυση, πού οδηγεί. Άρα, μένουμε σε ένα απλοϊκό σχήμα ότι θέλουν να τα πάρουν όλα οι κακοί, οι ξένοι τη μια φορά, οι Έλληνες την άλλη, οι κακοί πάντως. Ηθικοποιούμε το ζήτημα, προπαγανδίζουμε τις θέσεις μας, αλλά δεν βλέπουμε τον πραγματικό μετασχηματισμό που επιτελείται.

Η διαμάχη των ιδεών τείνει συχνά να αντικατασταθεί από επιχειρηματολογίες ταυτοτικού χαρακτήρα. Οι ιδέες «μας» θεωρούνται περίπου αυτονόητες, σαν να μη χρειάζονται στήριξη, θεμέλιο, έρεισμα, πραγματολογικό υλικό. Στη Λεύγα δεν προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια κοινή γραμμή, αλλά ένα έδαφος ανταλλαγής απόψεων. Είναι πιο δύσκολο απ' όσο φαντάζεται κανείς. Δεν επιδιώξαμε ποτέ να ομονοήσουμε ή να συμφωνήσουμε: σε πολλά τεύχη, υπάρχουν ανοιχτά αντικρουόμενες απόψεις για το ίδιο ζήτημα.

Ό. Καρυώτη: Εγώ για τη διαδικασία έχω να πω δυο λέξεις: μαγικός σουρεαλισμός. Μ' ένα «μαγικό τρόπο», κάθε τεύχος βγαίνει δεμένο χωρίς να έχει υπάρξει στόχευση γι' αυτό -- δεν έχω καταλάβει ακριβώς πώς γίνεται…

Με την Ο. Καρυώτη, τον Κ. Σπαθαράκη και τον Ν. Τσιβίκη συζήτησαν η Ιωάννα Μεϊτάνη και ο Στρατής Μπουρνάζος.

Τη Συντακτική Επιτροπή της «Λεύγας» αποτελούν: Βιβή Αντωνογιάννη, Στέφανος Βαμιεδάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θοδωρής Δρίτσας, Κωστής Καρπόζηλος, Όλγα Καρυώτη, Ελένη Κυραμαργιού, Αλέκος Λούντζης, Μόρφω Μπεληγιάννη, Κώστας Περούλης, Άγης Πετάλας, Κώστας Σπαθαράκης, Νίκος Τσιβίκης, Έλια Χαρίδη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL