Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αυξημένες νεφώσεις
20 °C
17.6°C21.2°C
1 BF 46%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
15.3°C18.5°C
1 BF 57%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
13.0°C14.9°C
2 BF 85%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
18.2°C19.8°C
1 BF 56%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
12.9°C15.7°C
0 BF 76%
Τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και ο νεοφιλελευθερισμός: οι λογικές (και εύλογες) αντιφάσεις του καπιταλισμού στη διαχείριση της κρίσης κορωνοϊού
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και ο νεοφιλελευθερισμός: οι λογικές (και εύλογες) αντιφάσεις του καπιταλισμού στη διαχείριση της κρίσης κορωνοϊού

Του Μιχάλη Ψημίτη*

Κατά κανόνα, στην παγκόσμια ιστορία οι καταστάσεις κρίσης συνιστούν για τις κυρίαρχες δυνάμεις μοναδικές ευκαιρίες να ξεδιπλώσουν μια ευρεία γκάμα συνολιστικών πολιτικών παρέμβασης, οι οποίες συγκροτούν νέο τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων που τείνει να μετασχηματίζει μακροπρόθεσμα τα πρότυπα οργάνωσηςτης ζωής μας και τα κριτήρια των επιλογών μας σε πεδία όπως η εργασία, η οικονομία, η παραγωγή, η πολιτική δραστηριότητα, η κατανάλωση, ο τρόπος διαβίωσης, κ.λπ. Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση του Β’Παγκοσμίου Πολέμου στο τέλος του οποίου επικράτησε (λόγω των κοινωνικών συνθηκών διεξαγωγής του) μια γενικευμένη ταξική συναίνεση στην οικοδόμηση ενός κορπορατιστικού μοντέλου διασυμφώνησης τόσο του τρόπου ανάπτυξης της οικονομίας όσο και των συναφών οικονομικο-κοινωνικών πολιτικών του κράτους, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις καταστάσεων κρίσης υπήρξαν πάντοτε συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές ελίτ που μεροληπτικά εκμεταλλεύθηκαν τις ρευστές συνθήκες για να επιβάλλουν μακροπρόθεσμα τις δικές τους επιλογές. Αυτό συνέβη σε περιφερειακές συρράξεις, μεγάλες πλημμύρες και τσουνάμι, τυφώνες, πραξικοπήματα, «πολέμους» κατά της τρομοκρατίας, οικονομικές καταρρεύσεις, και άλλες φυσικά ή ανθρώπινα προκληθείσες καταστροφές. Αυτό συμβαίνει και τώρα αναφορικά με τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης που καθιστούν ακόμη πιο ευέλικτη την εργασία, προετοιμάζουν τεράστιους θύλακες νομιμοποιημένης ανεργίας και καταστρατηγούν εργασιακά δικαιώματα. Αυτό συμβαίνει με τα μέτρα για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που υποχρεώνουν συνολικά το ακαδημαϊκό προσωπικό των δημοσίων πανεπιστημίων να εκπαιδεύεται ταχέως σε «λύσεις» εξ αποστάσεως διδασκαλίας. Αυτό συμβαίνει με τις αποφάσεις για την επίταξη περιοχών στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου, οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν για το χτίσιμο κλειστών δομών κράτησης προσφύγων (ενώ πριν ελάχιστες εβδομάδες το σενάριο αυτό είχε καταποντιστεί από τη δυναμική αντίδραση των τοπικών πληθυσμών). Αυτό συμβαίνει με την εκ των πραγμάτων αιτιολόγηση των νομικών περιορισμών των «δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων» ή με τις αποφάσεις για την απομόνωση του ατόμου και την επιτήρηση των δημοσίων χώρων, κ.ο.κ.

Συγχρόνως, όμως, αυτές οι καταστάσεις συνιστούν ανοιχτό παράθυρο να δούμε ξεκάθαρα και να συνειδητοποιήσουμε ότι τέτοιες πολιτικές είναι ταξικά και κοινωνικά μεροληπτικές. Παρόλο που η κρίση που προκλήθηκε από τη μετάδοση του κορωνοϊού είναι κυριολεκτικά μια κατά Αγκάμπεν «κατάσταση εξαίρεσης», η πολιτική αντιμετώπιση της κρίσης που προκρίθηκε θεσμικά για την αντιμετώπισή της δεν αποτελεί εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα. Τα μέτρα που αποφασίστηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης και ο τρόπος επιβολής τους συνιστούν αντιδράσεις μιας πολιτικής ηγεσίας που ουσιαστικά κηρύττει την κοινωνία σε «κατάσταση πολιορκίας» με αποτέλεσμα να δημιουργήσει ένα κλίμα εξαναγκαστικής και γενικευμένης υπακοής σε επιλογές που παραβιάζουν κατάφωρα εμπεδωμένες ταξικές ισορροπίες, κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα, θεμελιωμένες δημοκρατικές διαδικασίες, και επιλεγμένους τρόπους ζωής.

Το να αποδεχθούμε τη νομιμότητα ή/και την αναγκαιότητα των μέτρων με αποκλειστικό σκοπό τον περιορισμό της πανδημίας συνιστά ένα δεδομένο (έστω και αν κατά κάποιους είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο). Όμως, το να αναλογιστούμε ποιες μεταβολές θα επιφέρουν σκόπιμα στο πεδίο των ταξικών συσχετισμών τέτοιες πολιτικές, ποια κοινωνικά αντανακλαστικά θα τείνουν ενεργοποιήσουν μετά το πέρας της κρίσης, και τι είδους ζωτικούς πόρους συμβίωσης θα έχουν καταστρέψει μέχρι τότε, είναι ένα εντελώς διαφορετικό δεδομένο.

Τα συνεχή διαγγέλματα του πρωθυπουργού αποτυπώνουν με σαφήνεια τα δεδομένα που συνδέονται με τέτοιους προβληματισμούς και προσφέρουν μια καλή ευκαιρία να αναλύσουμε τις αδυναμίες και τα ισχυρά σημεία του νεοφιλελεύθερου λόγου εν μέσω της κρίσης. Εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο είναι οι αντιφάσεις του λόγου του και ο τρόπος που τις διαχειρίζεται για να πετύχει τα αποτελέσματα που επιθυμεί. Ειδικότερα, το δεκάλεπτο διάγγελμα της 17ης Μαρτίου είναι εξαιρετικά χρήσιμο, επειδή σε αυτό ο πρωθυπουργός ανέπτυξε συμπυκνωμένα μια πλήρη γκάμα των επιχειρημάτων του.

Κατ’ αρχάς, φρόντισε να καταστήσει εμφανέστατη τη διάσταση της κατάστασης εκτάκτων αναγκών, επαναλαμβάνοντας δεκαπέντε φορές (!) λέξεις ή φράσεις κλειδιά που παραπέμπουν ευθέως σε κλίμα γενικευμένης πολεμικής δοκιμασίας της κοινωνίας (πόλεμος, συνθήκες πολέμου, μάχη, εχθρός, όπλο, ερείπια, πειθαρχημένοι στρατιώτες, μαχητές,απώλειες, να σώσουμε ζωές). Κατά δεύτερον, χρησιμοποίησε με σωρευτικό τρόπο ορθολογικά επιχειρήματα και πατερναλιστικές προτροπές που παραπέμπουν σε εντελώς αντιφατικά κίνητρα δραστηριοποίησης. Φαίνεται δηλαδή ότι, έχοντας συναίσθηση των διαφορετικών κοινών (από άποψη ηλικιακή, εκπαιδευτική, κοινωνική, πολιτική, κ.ο.κ.) στα οποία απευθύνεται, προτίμησε έναν λόγο πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα που να «ακουμπάει» όλες τις επιμέρους ομάδες στόχους.

Θα ήταν εντούτοις άδικο και άστοχο να αποδώσει κανείς τις αντιφάσεις αυτές αποκλειστικά σε έναν επικοινωνιακό καιροσκοπισμό της κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα φαινόμενο, πολύ πιο «δομικό». Αυτές οι αντιφάσεις απεικονίζουν αντινομίες που οφείλονται και στην ίδια την αντιφατική πολιτισμική φύση της μετανεωτερικότητας που βιώνουμε. Ο συνδυασμός αφενός της τάσης να κλονίζονται οι παλιές δογματικές συλλογικές βεβαιότητες της ζωής χωρίς να αντικαθίστανται από νέες και αφετέρου της τάσης να αποθεώνεται η ατομικότητα, η οποία εντούτοις δεν δείχνει να κατέχει κατάλληλους πόρους για να προσανατολίσει σταθερά το υποκείμενο, οδηγεί σε εκθετική αύξηση της αναστοχαστικότητας της σκέψης, της διακινδύνευσης των επιλογών και της πολυπλοκότητας της δράσης.

Αυτό που έχει αποκληθεί «δομική αμφισημία της δράσης» στη μετανεωτερικότητα είναι μια καταστατική αρχή συγκρότησης της κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου, μια δομική πολιτισμική κατάσταση σύμφωνα με την οποία η ταυτότητα γίνεται δυσανάγνωστη πραγματικότητα για τον φορέα της, επειδή αυτός αναγκάζεται διαρκώς να βρίσκει τα κίνητρα συμπεριφοράς του και να οργανώνει τις επιλογές του πιεζόμενος σταθερά από δύο διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα αναπαράστασης της πραγματικότητας. Το ένα είναι το πρότυπο της υποκειμενικής ελευθερίας με τις ανάγκες που υπερασπίζεται και το άλλο το πρότυπο του κοινωνικού συστήματος με τις επιταγές που δια της ισχύος επιβάλλει. Είναι προφανές ότι οι πηγές άντλησης του νοήματος και τα κριτήρια προσανατολισμού της συμπεριφοράς είναι δεδομένα απολύτως διαφορετικά μεταξύ των προτύπων. Όταν το άτομο κινείται με βάση το πρότυπο της υποκειμενικής ελευθερίας αντλεί νόημα από τα βιωματικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του βίου και βρίσκει κριτήρια συμπεριφοράς στις αξίες της συμβίωσης. Αντίθετα, όταν κινείται με βάση πρότυπο του συστήματος, αντλεί νόημα από τα τεχνικά, υλικά και ορθολογικά χαρακτηριστικά του βίου και προσανατολίζει τη συμπεριφορά του σύμφωνα με αξίες της προσωπικής επιτυχίας. Έτσι, σε ό,τι αφορά την άντληση ζωτικού νοήματος, η σύγκρουση των δύο προτύπων στην καθημερινότητα αντιπαραθέτει το συναίσθημα με τον ορθολογισμό, τις σχέσεις αίματος και φιλίας με τις επαγγελματικές σχέσεις, τον ιδιωτικό βίο με τους δημόσιους θεσμούς, τη βιωματική εμπειρία με την εργαλειακή συμπεριφορά, κ.ο.κ. Σε ό,τι αφορά δε τα κριτήρια προσανατολισμού της συμπεριφοράς, η σύγκρουση των δύο προτύπων αναδεικνύει την αξιακή αντιπαράθεση ανάμεσα σε ηθική και συναισθηματική δέσμευση, συντροφικότητα και αλληλεγγύη, αφενός, και κινητικότητα, ευλυγισία, προσαρμογή, υλικό προσανατολισμό, πειθαρχία και παραγωγικότητα, αφετέρου, αλτρουισμό και εγωισμό, συλλογική στήριξη και ατομική αποτελεσματικότητα, κ.ο.κ.

Στην καθημερινότητα, όμως, το πρακτικό πρόβλημα με τις αντιφάσεις είναι ότι δεν επιλύονται εύκολα, δεν επιλύονται ποτέ άπαξ δια παντός. Με άλλα λόγια, το υποκείμενο καλείται να πορεύεται συνεχώς δεχόμενο την ισχυρή επιρροή των δύο προτύπων με τρόπο ώστε να διαμορφώνει «δημιουργικά» συμπεριφορές που του επιτρέπουν να αντιμετωπίζει τα εκάστοτε διλήμματα. Παρατηρούμε, έτσι, μια μείξη των πολιτισμικών προτύπων, έναν «πολιτισμικό δυϊσμό» της κοινωνίας μας που δεν ευνοεί τις αμιγείς συμπεριφορές σε διαρκή βάση. Αντίθετα, ευνοεί άλλοτε επινοημένους βραχυπρόθεσμους υβριδικούς συνδυασμούς αντιφατικών συμπεριφορικών δεδομένων και άλλοτε διαχείριση της αντιφατικότητας μέσω μιας τάσης «εξειδίκευσης», δηλαδή της επιλογής να κερματίζεται η ζωή σε επιμέρους σφαίρες δραστηριότητας και βιωματικά πλαίσια (π.χ. εργασία και οικογένεια, θεσμοί και βιόκοσμοι) όπου αντίστοιχα γίνεται εφικτή η εναλλακτική αξιοποίηση διαφορετικών πηγών άντλησης νοήματος και κριτηρίων προσανατολισμού της συμπεριφοράς. Έτσι, το άτομο μπορεί συνήθως να παλινδρομεί συχνά (και, μέχρις ενός σημείου, βολικά) από το ένα πρότυπο στο άλλο, ανάλογα με το χώρο και το πεδίο δράσης στο οποίο κατά περίπτωση κινείται.

Το ζήτημα, βέβαια, σε αυτό το σημείο δεν είναι να αποδοθεί ο σωστός βαθμός πολιτικής σκοπιμότητας στο λόγο του πρωθυπουργού, ανάλογα με το αν οι αντιφάσεις που τον σημαδεύουν χρεωθούν σε μια πολιτικά παρωχημένη επιλογή καιροσκοπικής ρητορείας ή πιστωθούν στα δομικά πολιτισμικά δεδομένα της μετανεωτερικότητας. Τίποτα δεν αποκλείει να συμβαίνουν και τα δύο, όμως το κρίσιμο σημείο είναι να διαυγάσουμε και να προβληματοποιήσουμε αυτές τις αντιφάσεις ως αντινομίες του καπιταλισμού και των σύγχρονων μορφών εξουσίας, προκειμένου να κατανοήσουμε την «ύπουλη» φύση όχι μονάχα του κορωνοϊού, αλλά και του θεσμικού πολιτικού λόγου που εκφέρεται σε συνθήκες εξαίρεσης, καθώς επίσης και της μετανεωτερικής συνθήκης αυτής καθαυτής.

Τέσσερις είναι οι προφανείς αντιφάσεις του διαγγελτικού λόγου του πρωθυπουργού. Τις σχολιάζω εν τάχει: Πρώτη αντίφαση: ανάμεσα στην επίκληση της επαγγελματικής αφοσίωσης και της κοινωνικής αποστολής αφενός και στην προσφορά υλικών ανταλλαγμάτων αφετέρου. Η αποστροφή προς τους επαγγελματίες της υγείας: «Δεν σας αρκεί μόνο ένα χειροκρότημα και ένας δημόσιος έπαινος, αλλά και κάτι παραπάνω και θα μεριμνήσω προσωπικά γι’ αυτό», είναι ίσως η ευτελέστερη στιγμή του διαγγέλματος. Αυτό το «κάτι παραπάνω» ήταν ένα ανοιχτά υπαινικτικό και πολιτικά χυδαίο κλείσιμο του ματιού σε γιατρούς, νοσοκόμους και άλλο υγειονομικό προσωπικό. Ενώ, λοιπόν, από τη μια πλευρά εκθειάζεται πανταχόθεν διαρκώς η αφοσίωση των επαγγελματιών υγείας στην κοινή υπόθεση της προσφοράς για την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας, από την άλλη πλευρά (το άλλο πρόσωπο του Ιανού της μετανεωτερικότητας;) ο πρωθυπουργός ενεργοποιεί αταβιστικά πολιτικά αντανακλαστικά ενός πελατειακού πολιτικού συστήματος που υποτίθεται ότι στα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης είχε εξαφανιστεί ή περιθωριοποιηθεί. Αυτό το «κάτι παραπάνω» παραπέμπει σε έκτακτο «δωράκι» και δηλώνει σαφή πρόθεση εκχρηματισμού μιας κοινωνικής προσφοράς (πρότυπο του συστήματος) που, στην ηθική αντίληψη της αφοσίωσης (πρότυπο του υποκειμένου), δεν αναγνωρίζεται ως αποδεκτό κίνητρο συμπεριφοράς. Αντίθετα, νοθεύει την έννοια της προσφοράς, υπό την έννοια ότι στον νοηματικό ορίζοντα του υποκειμένου σχετικοποιεί τη βαρύτητα του ηθικού κινήτρου ως αυτοτελούς αξίας.

Δεύτερη αντίφαση: μεταξύ ατομικής ευθύνης και συλλογικής υπακοής για την εφαρμογή των μέτρων. Το ζήτημα συζητείται ήδη ευρέως και σκωπτικά εντός της κοινωνίας. Στην συντηρητική πολιτική αντίληψη, που ανήκει στη λογική του συστήματος, δεν υπάρχει αντίφαση εν προκειμένω. Ίσα ίσα, η συλλογική υπακοή σε θεσμικές εντολές υποδηλώνει την ατομική ευθύνη, υπό τον όρο ότι με αυτή εννοείται αποκλειστικά η νομική ευθύνη του πολίτη που απορρέει από τη διαρκή του δέσμευση να τηρεί απαρέγκλιτα τις ως εκ της ιδιότητάς του συμβατικές του υποχρεώσεις απέναντι στις υπερκείμενες αρχές. Μάλιστα ενισχύεται πολιτικά από το συντηρητικό αξίωμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ότι οι πολίτες οφείλουν να υπακούν την κυβέρνηση και να εφαρμόζουν τις αποφάσεις της από τη στιγμή που αυτή εκλέχτηκε από τους ίδιους. Η αντίφαση, όμως, αναδεικνύεται με σαφήνεια όταν αξιοποιούμε τη λογική της υποκειμενικής ελευθερίας, ενταγμένης ειδικότερα σε πλαίσια συλλογικής δράσης. Εκεί η ατομική ευθύνη ανήκει καταστατικά στην αυτονομία του υποκειμένου και στην εμπρόθετη κοινωνική συνεργασία του, επομένως συνιστά μέρος μιας γενικότερης διαδικασίας προσωπικού αυτοπροσδιορισμού μέσω της οποίας το άτομο παλεύει να συνδυάσει με ενεργό τρόπο τις υποκειμενικές ανάγκες με τις συλλογικές αναγκαιότητες. Άρα, αναπτύσσει στο έπακρο την αναστοχαστική ικανότητα και την κριτική διάθεση που του επιτρέπουν τόσο να αποδώσει προσωπικό νόημα σε ό,τι αποφασίσει να κάνει όσο και να το γονιμοποιήσει μέσα σε συλλογικούς δεσμούς μεστούς νοήματος. Αυτή η κριτική συναρμογή μεταξύ ατομικού και συλλογικού προσδένει καλύτερα και πιο συνειδητά τους πόλους της σχέσης, αντίθετα με την άποψη ότι συνιστά λογική διάλυσης της κοινωνίας. Όπως και η πολιτική ανυπακοή, έτσι και η πολιτική υπακοή θα έπρεπε να είναι ζήτημα προσωπικής επιλογής και όχι συλλογικής υποχρέωσης. Παρέλκει εδώ να σταθώ επί μακρόν στο γεγονός ότι ακόμη και στα συμφραζόμενα ενός αυθεντικού (πολιτικού ή οικονομικού) φιλελευθερισμού η σχέση ατομικής ευθύνης και συλλογικής υπακοής δεν είναι τόσο συντηρητικά μονοσήμαντα προσδιορισμένη όσο εμφανίζεται στον λόγο του πρωθυπουργού, κάτι που λογικά γνωρίζει και ο ίδιος.

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της αντίφασης αυτής όμως είναι ότι εδράζεται στην ψευδαίσθηση μιας ενεργού συμμετοχής μας στην υλοποίηση των μέτρων. Πράγματι, η συμμετοχή μας στην εφαρμογή τους προϋποθέτει να εφεύρουμε πρωτότυπους τρόπους για να πείσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους να συμβιώσουν παραμένοντας σπίτι και να επινοήσουμε νέους και συχνά ευφάνταστους τρόπους αναδιοργάνωσης της συγκλονισμένης καθημερινότητάς μας. Επομένως, καλούμαστε εκ των πραγμάτων να ενεργοποιήσουμε ουσιαστικές επικοινωνιακές δεξιότητες και συναισθηματικές ποιότητες διάδρασης που συνιστούν στην κυριολεξία «εργαλεία παραγωγής», έστω και αν δεν είναι με την τυπική έννοια «μέσα εργασίας». Έτσι, το σπίτι γίνεται εργαστήριο πειραματισμού και βιοπολιτικής παραγωγής και ο χρόνος συμβίωσης στο σπίτι γίνεται «χρόνος παραγωγής». Το γεγονός ότι στην πραγματικότητα μέσα στο σπίτι ασκούμε ουσιαστικά δραστηριότητες παραγωγής της ζωής μας (πολύ περισσότερο και πολύ πιο συλλογικά από ποτέ) μας βάζει στον πειρασμό να προσλάβουμε τη συναίνεσή μας στην εφαρμογή των μέτρων ως μια μορφή συνετής και διορατικής συμμετοχής μας στις εξελίξεις, ενισχύει την ψευδαίσθηση ότι δεν είμαστε παθητικοί δέκτες των επιβαλλόμενων μέτρων.

Τρίτη αντίφαση: μεταξύ της έκκλησης στην ανθρωπιά και της ρητής απειλής για τιμωρία. Η ζωηρή πρωθυπουργική προσδοκία να επιδείξουμε «ανθρωπιά» και «μια νέα κοινωνικότητα βασισμένη στην υπευθυνότητα» έρχεται σε πλήρη λογική αντίθεση με την απειλή ότι «όσοι φέρονται αντικοινωνικά θα τιμωρούνται παραδειγματικά». Αυτή η αντίφαση κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με την προηγούμενη. Η ανθρωπιά και η υπευθυνότητα απαρτίζουν τη στάση ατομικής ευθύνης η οποία οδηγεί στη συλλογική υπακοή, εκτός και αν αυτή η εξίσωση δεν επαληθεύεται, οπότε εφαρμόζεται αυτόματα ο κανόνας της παραδειγματικής τιμωρίας! Αλήθεια, σε τι ακριβώς συνίσταται ο παραδειγματικός χαρακτήρας της εξαγγελλόμενης τιμωρίας; Στο να εξαναγκαζόμαστε να φερόμαστε με κοινωνική υπευθυνότητα; Μα, σε τέτοια περίπτωση η υπευθυνότητα στερείται πάλι τη δημιουργική σημασία της και γίνεται στεγνή νομική υποχρέωση της οποίας η επιτέλεση επιτηρείται με ποινικό και πειθαρχικό τρόπο. Και ποιοι ακριβώς παραδειγματίζονται; Αν υποθέσουμε ότι στα λογικά συμφραζόμενα του διαγγελτικού λόγου το κοινωνικό σώμα διαχωρίζεται σε εκείνους που κατέχουν ανθρωπιά και υπευθυνότητα και εκείνους που δεν κατέχουν αυτές τις «ιδιότητες», τότε προφανώς ο παραδειγματισμός της τιμωρίας λειτουργεί στην πρώτη περίπτωση προκειμένου να ενισχύσει «συμπληρωματικά» τα αυθόρμητα κίνητρα υπεύθυνης συμπεριφοράς και στη δεύτερη για να καταστήσει εξ αρχής κοινωνικά υπεύθυνους εκείνους που στερούνται ανθρωπιάς και υπευθυνότητας. Αμφότερες οι συσχετίσεις στερούνται λογικής συνέπειας και επιχειρηματολογικής συνοχής. Στο πεδίο της ηθικής συγκρότησης, η ένταση ανθρωπιάς και απανθρωπιάς δεν επιλύεται με τιμωρητικές πρακτικές, πολύ περισσότερο δεν επιλύεται με θετικό τρόπο από αυτές.

Τέταρτη αντίφαση: ανάμεσα στον έκτακτο χαρακτήρα των μέτρων που επιβλήθηκαν και στο μόνιμο χαρακτήρα των επιδιωκόμενων μεταβολών. Πρόκειται, ειρωνικά, για το πιο ειλικρινές και πιο ανατριχιαστικό σημείο του διαγγέλματος! Όλη η φιλοσοφία των μέτρων που υποτίθεται πως λαμβάνονται υπό την πίεση αποκλειστικά των εκτάκτων συνθηκών πάει περίπατο, όταν ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι από την πανδημία πρέπει να βγούμε ισχυρότεροι «και με αξίες μιας νέας κοινωνικής ταυτότητας που γεννήθηκαν από έκτακτες συνθήκες, αλλά που θα μετατραπούν γρήγορα σε κινητήριους μοχλούς της επόμενης μέρας»! Πρόκειται κυριολεκτικά για μια ευθεία βιοπολιτική απειλή. Υπό άλλες συνθήκες θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα αστείο γλωσσικό ολίσθημα τυποποιημένου πολιτευτικού λόγου, σαν και εκείνο που έκανε τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στο ρόλο του Μαυρογιαλούρου και σε πρόβα ομιλίας προς τους ψηφοφόρους του να αναφωνήσει: «θα σας εξαφανίσωμεν!», αντί του σωστού «θα σας εξασφαλίσωμεν». Μόνο που εδώ πρόκειται για πραγματική απειλητική προειδοποίηση. Ο πρωθυπουργός με σαφή τρόπο μας προϊδεάζει ότι η κρίση του κορονοϊού είναι απλώς η κρίσιμη μεταβατική περίοδος που απαιτείται προκειμένου να εξαφανιστούμε ως κοινωνικά άτομα με τη μορφή που έχουμε σήμερα και να αναγεννηθούμε με μια άλλη κοινωνική μορφή που θα διέπεται από άλλες «καλύτερες» αξίες. Κάτι που ως διαδικασία και μέγεθος φιλοδοξίας θυμίζει το μεγαλεπήβολο εγχείρημα του «νέου ανθρώπου» που αποπειράθηκαν να εφαρμόσουν με τα γνωστά αποτελέσματα ολοκληρωτικά καθεστώτα του παρελθόντος. Πρόκειται για ένα στενό δέσιμο νεοφιλελευθερισμού και βιοπολιτικής χειραγώγησης, στο πλαίσιο του οποίου συνυπάρχουν (πάντοτε «συμπληρωματικά») η επιτήρηση, ο κοινωνικός έλεγχος, η πειθαρχία, η τιμωρία, ο αυτοέλεγχος, η συναίνεση και η παραγωγή του κοινωνικού ανθρώπου. Προφανώς, οι νέες αξίες που επισείονται προειδοποιητικά στο πρόσωπό μας δεν ανήκουν στο πρότυπο της υποκειμενικής ελευθερίας, αλλά στο πρότυπο του συστήματος. Έτσι,υποτίθεται πως το «πρόβλημα» της σύγχρονης κοινωνικής ταυτότητας, που παλινδρομεί διαρκώς ανάμεσα στους πόλους του μετανεωτερικού «πολιτισμικού δυισμού», θα λυθεί οριστικά. Σαν γόρδιος δεσμός. Αυτή η επιδίωξη συνιστά αναμφίβολα τον πιο φιλόδοξο στόχο που έθεσε ποτέ στον εαυτό του ο νεοφιλελευθερισμός!

Εκείνο που τρομάζει δεν είναι η πιθανότητα επιτυχίας του εγχειρήματος, που είναι έτσι κι αλλιώς μηδαμινή. Τρομάζει, όμως, η ιδέα τι μπορεί να κοστίσει σε κοινωνικό επίπεδο και πόσους ζωτικούς πόρους συμβίωσης μπορεί να καταστρέψει η απόπειρα εφαρμογής ενός τέτοιου μεγαλεπήβολου σχεδίου. Οι κοινοτικές και οι οικείες σχέσεις και οι αξίες που τις διέπουν δεν είναι οικοδομικά υλικά, δεν τις διέπουν οι κανόνες και η λογική των υλικών πραγμάτων. Είναι ευαίσθητα περιβάλλοντα που αναπαράγονται με αυθορμητισμό και την αναγκαία απόσταση από τις παρεμβατικές διοικητικές και εξουσιαστικές πρακτικές. Ζωτικοί πόροι συμβίωσης είναι για παράδειγμα η διάθεση προσφοράς, η εμπιστοσύνη, και η αλληλεγγύη. Η προηγούμενη αναφορά μας στην περίπτωση της απόπειρας εκχρηματισμού της κοινωνικής προσφοράς των γιατρών και των νοσηλευτών είναι ένα δείγμα του πώς οι αγοραίες «ηθικές» αξιώσεις του νεοφιλελευθερισμού διαφθείρουν ένα ζωτικό πόρο συμβίωσης. Ένα άλλο δείγμα αφορά την εμπιστοσύνη. Μια μορφή και ένας βαθμός εμπιστοσύνης στην κοινότητα υπάρχει, υπό την έννοια της πίστης ότι π.χ., αν ξαφνικά πάθεις κάτι, δεν θα μείνεις αβοήθητος, αλλά πιθανώς ένα γειτονικό πρόσωπο θα σε συντρέξει. Αν όμως μετά την κρίση επιχειρηθεί, στο όνομα της αντιμετώπισης της ανομίας, της παραβατικότητας, της ανασφάλειας, της τρομοκρατίας, κοκ., μια γενικευμένη οργουελικού τύπου εφαρμογή πρακτικών επιτήρησης, τότε είναι προφανές ότι θα προκληθεί συνολικά μια απόσυρση αποθεμάτων εμπιστοσύνης και οικειότητας. Το ίδιο φυσικά ισχύει και στην περίπτωση της αλληλεγγύης. Είναι σαφές ότι κάθε απόπειρα οργανωμένης ηθικής απαξίωσης μιας κοινωνικά συνειδητής και πολιτικοποιημένης αλληλεγγύης θα προσκρούει σταθερά σε ένα συλλογικά υποστηριζόμενο διαφορετικό παράδειγμα προσέγγισης των κοινωνικών σχέσεων. Εντούτοις, είναι επίσης βέβαιο πως μια τέτοια απόπειρα θα προκαλέσει έντονη και κοινωνικά δαπανηρή αντιμαχία μεταξύ μοντέλων αλληλεγγύης και κοινωνικότητας (πολιτική αλληλεγγύη, συντροφικότητα, κοσμοπολίτικος εθελοντισμός, θρησκευτική φιλανθρωπία, ατομική ηθική, κ.λπ.) που μέχρι στιγμής συμβιώνουν ειρηνικά.

Υπάρχει, φυσικά, μια ακόμη κρίσιμη αντίφαση των ημερών που αφορά την «προβληματική» σχέση νεοφιλελευθερισμού και κοινωνικού κράτους. Αυτή, όμως, αξίζει μια ξεχωριστή ανάλυση, ίσως επειδή στον εντοπισμό της εμπλέκεται με αμφιλεγόμενο τρόπο και η ίδια η Αριστερά.

* Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL