Ανδρέας Λασκαράτος
Εις τον Έρωτα
Έρωτα, α θες ναν τα ’χωμε καλά,
Στο σπίτι μου να μη ματαπατήσης.
Αι! που στο λέω· κι' α θέλης να με αφήσης
Αναπαμένον, πάει πολύ καλά.
Εγώ μ’ έκαψε η πρώτη κουμπαριά.
Κι’ αν εσύ τώρα δεν αποφασίσης
Να 'πας στο Διάολο και να μη γυρίσης,
Θα ’ρτωμε καμμιά ’μέρα στα χοντρά.
Για δαύτο να με λείπης κουμπαρόπουλο·
Μη σου μαθήσω ευκείνες τση φτερούγες,
Και σε κάμω να σκούζης ’σα γαλόπουλο,
Και να τρέχης κουτσόφτερο ’ς τση ρούγες.
Κ’ ευκείνες τση σαΐτες οπού φέρεις
Σου τση βάνω όλες μάτσο εκεί που ξέρεις.
Κώστας Βάρναλης
Ο Τρελός
Μπροστά πολύ πολύ από το τρομαγμένο πλήθος προχωρεί |
Είχα γυναίκα, είχα και ζα, είχα μια Βάσω με βυζά, μα προκοπή δεν είχα. Σε ποιό χαρέμι να παχαίνει στα μαξιλάρια ξαπλωμένη μασώντας τη μαστίχα. Μ’ αν κυλίσει μια ο τροχός και στην Πόλη μπούμε, σκλάβες χανουμόπουλα πὄχει να τραβούμε. Άι! με το γύφτικο ζουρνά, με νταγερέ, που κουδουνά, σύρε σκοπόν αντάμικο. Εστράβωσα τη φέσα μου, έρωτας που ’ναι μέσα μου για να χορέψω τσάμικο. Κάνε θάμα, πλόσκα μου, ξύλο τσιμισίρι, γίνε βρύση γάργαρη με χιλιάδες πείροι. Να ’στε γεροί, να ’στε καλά με τα τσαπράζια τα πολλά και τα μεγάλα ονόματα, κοτζαμπασήδες όλοι πρώτης και με τους διάκους ο δεσπότης — τζιλβέδες και καμώματα! Χίλια χέρια κι άρματα να ’χα να σας φράξω, να ’χα και δυο κέρατα τον οχτρό να σκιάξω! Για να βαστάξει, όσο μπορεί, το μακελειό, να ’στε γεροί, της Πένας αντρειωμένοι! Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας, σίντας η Δόξα μελετά μας τα σκελετά γερμένη. Να ’χαμ’ ένα βασιλιά, για να μας θαμπώνει, με λειρί στο κούτελο, με φωνή τρομπόνι! Σου φτάνουν σένα τα χωριά της Ρούμελης και του Μοριά και να ’ν’ πολλά σου τα έτη! Μα η Έγριπο με το μπουγάζι, που πλήθιο ψάρι κατεβάζει, δικό μου βιλαέτι! Έχω τρύπα στο βρακί, λίγδα στην καπότα μου, έχω ψείρα σαν κουκί και βρομούν τα χνότα μου. Έχω νοήματα σοφά! Σ’ αγιονορίτικο σοφά στα λάδια και στα πάχη κολύμπησα, μα πάντα μένει άδεια η κοιλιά και τουρλωμένη — ανεμογκάστρι θα ’χει! Τί λαμπρός που ’ν’ ο καιρός, πόσο εγώ ’μαι ωραίος! Έφαγα έναν πόντικα, δόξα να ’χει ο θέος! Η σάρκα και τα κόκαλα, λάσπη πολλή και φρόκαλα, Πατρίδα μου, χαλάλι σου! Σαν είν’ οι αφέντες σου δικοί, θα ’ναι κι η ζήση σου γλυκή κι ανέγνιο τα κεφάλι σου! Το χαράτσι, τα παιδιά, μοναχός να κρίνεις, άλλο να σ’ τα παίρνουνε κι άλλο ναν τα δίνεις. Όλα εδώ χάμου ψεύτικα. Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα, μαύρη ζωή, όλη πίκρα. Μα θα χαρώ σε, Λευτεριά, αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά, σαν θα περάσω Αντίκρα. Να ’χαμ’ ένα βασιλιά, δράκο με χοντρόλαιμο, σέρτικο κι αράθυμο, για να κάνει πόλεμο! Άμποτε λίγο να δυνόμουν για μια στιγμή να τρελαινόμουν, ο σαλεμένος νους και τα κλεισμένα τσίνορα να μην ξαμώνουν σύνορα και χώριους ουρανούς! Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα τον αδερφό μου ξένο και τον οχτρόν αδέρφι μου |
Μια μπάλα στο κούτελο τον πάει ίσα Αντίκρα, στο βασίλειο 3. Paul Verlain / Κώστας Καρυωτάκης Οι ράθυμοι – Μπα! Και η μοίρα μας έγινε πεζή. Αν θέλετε, πεθαίνουμε μαζί; – Σπανία η πρόταση, ορισμένως. – Ωραίο το σπάνιο. Λοιπόν εμπρός. Ο τόπος θαυμάσιος και ο καιρός. – Χι! χι! χι! Απογοητευμένος! – Ίσως. Αλλά προπάντων εραστής άψογος. Ανέκαθεν ιδεαλιστής. Να πεθάνουμε τώρα ελάτε. – Περσότερο ειρωνεύεστε, θαρρώ, παρά όσο κάνετε τον τρυφερό. Πάψετε, κύριε, αν αγαπάτε. Έτσι το βράδυ κείνο απάνω στη χλόη, και στ’ άνθη απάνω καθιστοί, δυο περίεργοι ερωτευμένοι αναβάλανε τέτοιο ζηλευτό θάνατο, κι απομείνανε γι' αυτό – χι! χι! χι! -- καταγοητευμένοι. Laurent Tailhade / Κώστας Καρυωτάκης Κυριακή. Σ’ ένα βαπόρι στριμώχτηκαν μπουρζουάδες. Ξεφωνίζει κάθε αγόρι, ξεμυξίζουν οι μάμαδες. Τα σκυλιά δε λογιαράζουν ο Σηκουάνας πόχει πνίξει, δε φοβούνται, διασκεδάζουν την ευγενική τους πλήξη. «Ω, τι ζέστη, Θεέ μου, βράζει!» βεβαιώνουν οι κυρίες, κι επιπόλαιες κι γελοίες, ξεκουμπώνοντας με νάζι τα χυδαία ντεκολτέ τους, διευκολύνουν τους εμέτους. Jules Laforgue / Αιμιλία Δάφνη Η θρηνωδία στη σελήνη της επαρχίας
Κ.Π. Καβάφης Ας φρόντιζανΚατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης. |