Live τώρα    
16°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
11.2°C18.1°C
2 BF 63%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
14 °C
10.6°C16.9°C
2 BF 67%
ΠΑΤΡΑ
Ελαφρές νεφώσεις
15 °C
10.0°C15.5°C
2 BF 63%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
13.8°C16.4°C
2 BF 62%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
9 °C
8.9°C14.6°C
0 BF 81%
Από τη γλώσσα στη ζωγραφική: το ορατό και το αόρατο
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Από τη γλώσσα στη ζωγραφική: το ορατό και το αόρατο

Μετάφραση: Αλέξανδρος Δασκαλάκης

(Απόσπασμα από το δοκίμιο Σημείο και αναπαράσταση: Philippe de Champaigne και Port-Royal, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Annales, τον Ιανουάριο - Φεβρουάριο 1970)

Παρά τα φαινόμενα, ο στοχασμός γύρω από τη γλώσσα είναι κεντρικός στη Λογική του Πορ-Ρουαγιάλ· επικίνδυνη στο μέτρο που εισάγει τη σύγχυση και την ασάφεια στη σκέψη, αναπόφευκτη, ωστόσο, επειδή «είναι αναγκαίο στην λογική να θεωρούμε τις ιδέες ενωμένες με τις λέξεις και τις λέξεις ενωμένες με τις ιδέες»1. Εντούτοις, αυτός ο στοχασμός δεν εμφανίζεται ποτέ, στο σύγγραμμα των Αρνώ και Νικόλ, ως κεντρικό ζήτημα αλλά στο περιθώριο. Αυτό συμβαίνει για έναν θεμελιώδη λόγο· η λέξη είναι σύμμετρη (coextensif) προς την ιδέα και ως εκ τούτου ο γλωσσικός χώρος καλύπτει επακριβώς –και κανονιστικά– τον κόσμο των ιδεών. Το ιδανικό είναι μια γλώσσα που ξεχνιέται μπροστά στην ιδέα, που εξαφανίζεται σαν καθαρή διαφάνεια μπροστά της, η οποία, ωστόσο, είναι η μόνη που επιτρέπει την επικοινωνία. Υπ’ αυτήν την έννοια, η γλώσσα είναι σύστημα σημασίας και η λέξη είναι σημείο.

Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα σημεία πέρα από τις λέξεις. Μ’ αυτό τον τρόπο διακρίνεται απροσδόκητα η θεωρία του σημείου γενικά από αυτήν του γλωσσικού σημείου2. Η πρώτη, σε αντίθεση με τη δεύτερη, δημιουργεί προβλήματα· πρέπει, συνεπώς, να εκτεθεί στο ιδιαίτερο καθεστώς της. Αν και η λέξη-σημείο είναι διαρκώς παρούσα, και το γλωσσικό πεδίο ενώνεται ιδανικά με την παρουσία των ιδεών στο σκεπτόμενο πνεύμα, η λέξη, η γλώσσα εξαφανίζονται μπροστά σ’ αυτό το οποίο αναπαριστούν –η παρουσία της ιδέας στο άλλο, στο Εγώ, είναι η λέξη με την οποία εκφέρεται– για τον απλό λόγο πως η λέξη, η γλώσσα δεν έχουν καμία ορατή σχέση με αυτό το οποίο αναπαριστούν. Αν και αόρατες, είναι πάντοτε παρούσες· ως εκ τούτου, η σκέψη τις διασχίζει στη διαφάνειά τους.

Αντίθετα, υπάρχουν σημεία που δεν είναι λέξεις αλλά πράγματα τα οποία λειτουργούν σαν σημεία, επειδή συνδέονται με πράγματα των οποίων είναι σημεία, λόγω μιας ορατής ή αναλογικής σχέσης. Αλλά, σ’ αυτή την ορατότητα, εξαφανίζουν το αντικείμενο της αναφοράς τους, το κρύβουν ή το κάνουν αμφίσημο3.

Μ’ αυτόν τον τρόπο τίθεται το θεωρητικό πρόβλημα της ζωγραφικής ή του θεάτρου, επειδή οι ζωγραφικοί πίνακες ή οι επί σκηνής δράσεις αναδεικνύουν την κατηγορία των σημείων-πραγμάτων, των οποίων η λειτουργία είναι ακόμα πιο ανησυχητική, από τη στιγμή που διατηρούν μια θελκτική απεικονιστική σχέση με τα όντα και τα αντικείμενα του κόσμου, τις κινήσεις και τα πάθη τους.

Είτε πρόκειται για τη γλώσσα ή τη ζωγραφική είτε για το γλωσσικό σημείο ή το ζωγραφικό σημείο, κάθε σημείο είναι μια αναδιπλασιασμένη αναπαράσταση· η λέξη, ή το σημείο-πράγμα είναι κάθε φορά λέξη ή πράγμα και αναπαράσταση μιας ιδέας ή ενός άλλου πράγματος. Όμως, αυτός ο αναδιπλασιασμός συνοδεύεται από υποκατάσταση, «όταν δεν κοιτάζουμε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο παρά σαν αναπαράσταση ενός άλλου, τότε η ιδέα που αποκομίζουμε είναι αυτή του σημείου»4. Ευρύτερα, η ιδέα του σημείου είναι αυτή ενός πράγματος που μετατρέπεται στην ιδέα ενός άλλου πράγματος, που υποκαθίσταται απ’ αυτήν· το σημείο είναι κάτι το οποίο αλλοτριώνεται σε κάτι άλλο, ξένο και διαφορετικό από το ίδιο. Ωστόσο, καθώς ο αναπαραστατικός αναδιπλασιασμός παρέπεμπε στην ανάπτυξη μιας σχέσης αρθρωμένης σε μια αντικατάσταση (αφού το σημείο είναι, την ίδια στιγμή, αντικείμενο της ιδέας και ιδέα του αντικειμένου), η αναπαραστατική υποκατάσταση σηματοδοτεί την κατάργηση της ενδιάμεσης αντικατάστασης· το σημείο είναι αυτό το αντικείμενο που μετατρέπεται στην ιδέα του αντικειμένου.

Αναμφίβολα, ο αναδιπλασιασμός που χαρακτηρίζει το είναι του σημείου επιτρέπει την υποκατάσταση του σημείου και του αντικειμένου, όμως αυτή η υποκατάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί και προς τις δύο κατευθύνσεις· στη γλώσσα πραγματοποιείται κανονιστικά από το αντικείμενο στο σημείο, όμως στη ζωγραφική –όπως και στο θέατρο– γίνεται αντίστροφα, από το σημείο στο αντικείμενο. Ας διευκρινίσουμε αυτό το ουσιαστικό σημείο. Η γλώσσα είναι αληθής, υπό τον όρο ότι το σημείο –η λέξη– εξαφανίζεται, παραμένει αόρατο, μπροστά από το αντικείμενο που προσδιορίζει, του οποίου είναι η αναπαράσταση, και που το ίδιο είναι αναπαράσταση. Όταν λέω «ήλιος» ή «σκύλος» ή «ιδέα», η σκέψη μου, στην ομιλία της, διασχίζει την ηχητική μορφή για να πετύχει μια χωρίς απόσταση αμεσότητα στην αναπαράσταση του «ήλιου», του «σκύλου» ή της «ιδέας». Αντίθετα, στη ζωγραφική, το αντικείμενο αλλοτριώνεται απόλυτα στο ζωγραφικό σημείο, το οποίο το υποκαθιστά παρουσιάζοντας την απατηλή εικόνα του. «Ποια μεγαλύτερη ματαιοδοξία απ’ αυτή της ζωγραφικής, η οποία προκαλεί τον θαυμασμό μιμούμενη τα πράγματα, ώστε να μην θαυμάζουμε καθόλου το πρωτότυπο»5. Ο Αρνώ και ο Νικόλ παίζουν με τις έννοιες του αναδιπλασιασμού και της υποκατάστασης, βεβαιώνοντας ταυτόχρονα και τη μία και την άλλη πλευρά του σημείου. Αυτό το παιχνίδι είναι δικαιολογημένο από τη στιγμή που ο εσωτερικός αναδιπλασιασμός του σημείου-πράγματος αποτελεί την προϋπόθεση ώστε να υποκατασταθεί το σημείο και το πράγμα.

«Θα λέγαμε, χωρίς προετοιμασία και χωρίς σχέδιο, ότι ένα πορτραίτο του Καίσαρα είναι ο Καίσαρας…»6. Εδώ, το αντικείμενο έρχεται να συντριβεί στο σημείο του και να αναιρέσει την απόστασή του απ’ αυτό. Αυτό που υποστηρίζουν οι συγγραφείς της Τέχνης τού σκέπτεσθαι για το πορτραίτο πρέπει να γενικευθεί και για μια ζωγραφική η οποία έχει ως πρώτο στόχο να αναπαραστήσει το πραγματικό, να το αποδώσει, σε όλες του τις διαστάσεις, στην επιφάνεια του καμβά, με τη μεσολάβηση κάποιων κανονιστικών μετασχηματισμών που επιτάσσουν η οπτική και η γεωμετρία. Αν το ζωγραφικό αντικείμενο υποκαθιστά το πράγμα, αυτό συμβαίνει επειδή μεταξύ του πράγματος και του σημείου που το αναπαριστά υπάρχει μια ορατή σχέση, η οποία επιτρέπει, πρακτικά, την αναίρεση της απόστασης που χωρίζει το ανάλογον από το πρωτότυπο, αναίρεση η οποία, με τη σειρά της, επαναλαμβάνει τον λόγο περί ζωγραφικής, όταν λέει ότι το πορτραίτο του Καίσαρα είναι ο Καίσαρας. Αυτή η «μεταγλώσσα», στην αφέλειά της, αναδεικνύει την ουσία της ζωγραφικής ως αναπαράστασης: «Παρουσιάζω πράγματα τα οποία είναι τόσο αληθοφανή ώστε εξαπατούν τις αισθήσεις», λέει η Ζωγραφική στην Ποίηση, στο έργο του Φελιμπιάν (Félibien) Το Όνειρο του Φιλομαθούς, «κάνω, με μια ευχάριστη και αθώα μαγεία, ακόμα και τα πιο εκπαιδευμένα μάτια να πιστέψουν ότι βλέπουν στα έργα μου αυτό που δεν υπάρχει. Κάνω να εμφανιστούν σώματα ζωντανά, σε πρόσωπα που δεν έχουν ούτε σώμα ούτε ζωή. Αναπαριστώ χίλιες διαφορετικές πράξεις και θα λέγαμε πως παντού υπάρχει ένταση και κίνηση. Φανερώνω κάμπους, λιβάδια, ζώα και χιλιάδες άλλα πράγματα, τα οποία εμφανίζονται μέσα από τις σκιές και το φως και μέσα από τα μυστικά μιας θείας επιστήμης, με την οποία ξέρω να δημιουργώ οφθαλμαπάτες»7. Η τελευταία πρόταση είναι καθοριστική. Επειδή η ζωγραφική είναι αναπαράσταση, αποτελεί οφθαλμαπάτη και αν, για την εποχή, αυτή η κρίση είχε θετικό χαρακτήρα και αποτελούσε κριτήριο της καλής ζωγραφικής, για το Πορ-Ρουαγιάλ κάτι τέτοιο αποτελεί στοιχείο καταδίκης. Αντίθετα, στη γλώσσα, η υποκατάσταση του σημείου από το αντικείμενο γίνεται αντίστροφα, επειδή μέσα στο αντικείμενο η ιδέα, η αναπαράσταση και το σημείο της, υφίσταται μια θεσμική, αυθαίρετη και μη-φυσική σχέση. «Τα σημεία που θεσπίζουν (μορφή των οποίων είναι η λέξη) δεν σηματοδοτούν μια ορατή σχέση με το νόημα»8. Το ίδιο πράγμα τονίζεται, με άλλα λόγια, και στον διάλογο του Φελιμπιάν, όταν η Ποίηση απαντάει στη Ζωγραφική: «(τα έργα μου) είναι μεγάλα, ευγενή και με διάρκεια… Το πνεύμα που τα παράγει και τα γεννάει, τους μεταδίδει επίσης τη θεϊκή του δύναμη… Όπως αυτό, είναι αγνά, στιβαρά και αιώνια… έχουν θέση στην ευτυχία των αιώνιων Όντων»9. Εάν η γλώσσα δεν φοβάται καθόλου τον χρόνο· αν συμμετέχει στην αθανασία της ιδέας, στην αιωνιότητα της σκέψης, αυτό συμβαίνει επειδή τα σημεία μέσα από τα οποία εκφράζεται και μεταδίδεται το πνεύμα εξουδετερώνονται από τη θετικότητα της ιδέας· και τούτο συμβαίνει επειδή η μετατροπή συγκεκριμένων ήχων σε σημεία τα εγκαθιστά σε σχεδόν μηδενική απόσταση από τα πράγματα που ορίζουν, σε ολοκληρωτική εγγύτητα, αφού δεν υπάρχει ορατή σχέση μεταξύ του ήχου και αυτού που ορίζει ως σημείο «με τέτοιο τρόπο ώστε η ιδέα του πράγματος να προκαλεί αυτήν του ήχου και του ήχου αυτήν του πράγματος· το ένα δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς το άλλο»10. Στην ιδέα του αντικειμένου περιστέλλεται η απόσταση που ορίζει το σημείο. Αντίθετα, η ζωγραφική αρθρώνει την έκφρασή της στην αναλογική σχέση που διατηρούν τα σημεία με τα αντικείμενα και τα όντα του κόσμου· η φυσικότητα αυτής της σχέσης φανερώνεται στον διττό χαρακτήρα της ορατότητας και της υλικότητας· το ζωγραφικό σημείο δεν αναπαριστά μόνο το αντικείμενο αλλά η ίδια η αναπαράσταση στηρίζεται από ένα κομμάτι του κόσμου, τον καμβά, τα χρώματα, κ.λπ.

Έτσι, η λειτουργία του ζευγαριού ορατό-αόρατο έχει ως στόχο να αντιστρέψει την κατεύθυνση της υποκατάστασης. Αναμφίβολα, αυτή η λειτουργία θα επέτρεπε, με τον κανονιστικό μετασχηματισμό της σχέσης σημείο/αντικείμενο, την παραγωγή διαφορετικών τύπων γλώσσας, όπως ζωγραφική, θέατρο, ποίηση, ερμηνευτική, ρητορική, σύμφωνα με τη θετική ή την αρνητική αξιολόγησή τους. Συνεπώς, η κακή γλώσσα, η επικίνδυνη και η βλαβερή γλώσσα, δεν είναι αυτή όπου οι λέξεις αποκτούν τη δική τους αξία από το οπτικό ή το ηχητικό τους υλικό, όπου μετατρέπονται σε σχήμα και μουσική και αποσπούν την προσοχή από την ιδέα, για να την προσηλώσουν, με την απολαυστική γοητεία που προσδίδει μια τέτοια έγκριση, στα σημεία που έχουν αυτονομηθεί, δηλαδή που έχουν υλοποιηθεί οπτικά. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται το καθαρό σκάνδαλο του θεάτρου, του οποίου τα σημεία, ελκυστικά τα ίδια, μεταφέρονται και ενσαρκώνονται από τις χειρονομίες και τη φωνή του ηθοποιού, δέχονται την ψυχή και την καρδιά του και μετατρέπονται σε έναν άντρα ή σε μια γυναίκα· καθαρά σημεία, των οποίων η γοητεία είναι ανυπέρβλητη· όπου η υποκατάσταση του αντικειμένου από το σημείο μετατρέπεται στην αλλοτρίωση του ανθρώπου μέσα στο σκηνικό παιχνίδι. […] Ελάττωμα το οποίο συναντάνε οι συγγραφείς της Τέχνης τού σκέπτεσθαι σε «όσους καταπιάνονται πολύ με τις λέξεις και τους καλλωπισμούς, επειδή αυτή η άποψη τους αποσπά από τα πράγματα και αδυνατίζει την ένταση των σκέψεών τους»11.

1Logique ou l’Art de penser, Paris 1683. p. 35.

2 Πράγματι, πρέπει να περιμένουμε μέχρι το κεφάλαιο IV του πρώτου μέρους, ώστε να τεθεί το πρόβλημα του σημείου σε όλη του τη γενικότητα. Αυτόθι, σελ. 55.

3 Αυτόθι, σελ. 56-57 και 204-205.

4 Αυτόθι, σελ. 55.

5 Πασκάλ, Σκέψεις για την θρησκεία και για κάποια άλλα θέματα. Σκέψη 77.

6Η τέχνη τού σκέπτεσθαι, σελ. 205.

7 Αντρέ Φελιμπιάν, Συζητήσεις για τη ζωή και το έργο των πιο σπουδαίων αρχαίων και νέων ζωγράφων. Λονδίνο, 1705, τ. 4ος, σελ. 355-356.

8Η τέχνη του σκέπτεσθαι, σελ. 205.

9 Φελιμπιάν, αυτόθι, σελ. 357.

10Η τέχνη του σκέπτεσθαι, σελ. 130.

11Αυτόθι, σελ. 364.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL