Live τώρα    
13°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αυξημένες νεφώσεις
13 °C
9.2°C14.6°C
2 BF 84%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αυξημένες νεφώσεις
12 °C
10.7°C14.1°C
1 BF 59%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
14 °C
12.0°C14.9°C
3 BF 75%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
10 °C
9.8°C14.1°C
3 BF 71%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
6 °C
5.9°C9.5°C
2 BF 100%
Financial Times / Financial Times: Η Γερμανία αναζητεί έναν νέο διπλωματικό χάρτη
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Financial Times / Financial Times: Η Γερμανία αναζητεί έναν νέο διπλωματικό χάρτη

Του Tobias Buck

Έχοντας ισοπεδωθεί από τη Βέρμαχτ το 1944, η Βαρσοβία δεν υπήρξε ποτέ εύκολο πεδίο για τον υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας.

Καθώς η αυτοκινητοπομπή του αυξάνει ταχύτητα διασχίζοντας την πολωνική πρωτεύουσα, ο Χάικο Μάας περνά πρώτα από το σοβιετικό νεκροταφείο πολέμου και κατόπιν από το μνημείο για τα θύματα της εξέγερσης της Βαρσοβίας - ισχυρές υπενθυμίσεις του αιματηρού τιμήματος που επέφερε στην Ευρώπη η γερμανική επιθετικότητα. Στη συνέντευξη Τύπου, την επόμενη ημέρα, ο υπουργός Εξωτερικών ερωτάται για τις νέες διεκδικήσεις της Πολωνίας για πολεμικές επανορθώσεις. Σε δημόσια συζήτηση, μία ώρα αργότερα, ο κ. Μάας ακούει ευγενικά καθώς ο Πολωνός ομόλογός του εξαπολύει επίθεση στη φιλελεύθερη πολιτική του Βερολίνου στο προσφυγικό. Και στις δύο περιπτώσεις, αποφασίζει να μην απαντήσει.

Αυτό το διάστημα είναι δύσκολη αποστολή να προΐστασαι της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής - όχι μόνο στη Βαρσοβία αλλά και σε άλλες χώρες στον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια το Βερολίνο παρακολουθεί με εντεινόμενη απόγνωση φίλους να μετατρέπονται σε εχθρούς και παλιές βεβαιότητες να αμφισβητούνται μέχρι εξαφανίσεως. Μια νέα γενιά εθνικιστών ηγετών κυριαρχεί σε πολλές πρωτεύουσες, από τη Βουδαπέστη και τη Βαρσοβία έως τη Ρώμη και την Ουάσιγκτον, χωρίς να κρύβει μια τάση εχθρότητας και ανταγωνισμού απέναντι στο Βερολίνο. Για λόγους τόσο οικονομικούς όσο και πολιτικούς, οι σχέσεις της Γερμανίας με δυνάμεις - κλειδιά όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Τουρκία έχουν σημαδευτεί από αυξανόμενες εντάσεις.

Την ίδια ώρα, το πυκνό δίκτυο συμμαχιών που χαρακτήριζε τη γερμανική εξωτερική πολιτική επί δεκαετίες -και το οποίο ενίσχυσε τη μεταπολεμική επιτυχία της χώρας- δοκιμάζεται όσο ποτέ άλλοτε: τα μέλη του ΝΑΤΟ έφτασαν στο σημείο να αλληλοκατηγορούνται για το πόσο συνεισφέρει το καθένα, κάνοντας πολλούς Γερμανούς να αναρωτιούνται για πόσο ακόμη οι ΗΠΑ θα αισθάνονται τη δέσμευση να υπερασπιστούν την Ευρώπη. Παράλληλα, η ίδια η Ε.Ε. σπαράσσεται από διχασμούς ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο και την Ανατολή και τη Δύση, ενώ έχει εξαντληθεί από την ατέρμονη δοκιμασία του Brexit. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν λογίζεται πλέον ως αξιόπιστος σύμμαχος και η σχέση με τη Γαλλία περνά μια φάση ελάχιστα καλυμμένου εκνευρισμού. Το ένα μετά το άλλο, τα σταθερά σημάδια που εδώ και γενιές αποτελούσαν οδηγό για τη γερμανική εξωτερική πολιτική έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν.

Ο κ. Μάας παραδέχεται ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η γερμανική εξωτερική πολιτική είναι τόσο πολυπληθείς όσο και πολύπλοκες - από την κινεζική απόπειρα να διχάσει την Ε.Ε. και τη ρωσική παρέμβαση στην ανατολική Ευρώπη μέχρι τις συγκρούσεις στη Συρία, τη Λιβύη και την Υεμένη. Καμία ωστόσο δεν είναι πιο σοβαρή από το ολοένα και πιο βαθύ ρήγμα στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, εγγυητή της γερμανικής ασφάλειας από το 1945.

"Η μεγαλύτερη αλλαγή που έχω δει είναι στη διατλαντική σχέση", λέει ο κ. Μάας. "Πάντοτε υπήρχαν κρίσεις και διαμάχες ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ αλλά αντιμετωπίζονταν μέσα σε μια λειτουργική διατλαντική σχέση. Τώρα πρέπει να αναδιατάξουμε αυτήν την ίδια τη διατλαντική σχέση".

Αυτό το καθήκον, πιστεύει, δεν θα εξαφανιστεί όταν ο Ντόναλντ Τραμπ φύγει από τον Λευκό Οίκο. "Τα πράγματα θα αλλάξουν μετά τον Τραμπ" λέει ο κ. Μάας. "Νομίζω όμως ότι οι δομές δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιες. Οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον διατεθειμένες να αναλάβουν την ίδια διεθνή ευθύνη και το φορτίο που έφεραν στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι αναμένουν από την Ευρώπη να κάνει περισσότερα για την ασφάλειά της από ό,τι στο παρελθόν".

Λίγοι αναλυτές θα διαφωνούσαν με αυτήν την εκτίμηση. Ωστόσο πολλοί αμφιβάλλουν για το εάν οι Γερμανοί ηγέτες και οι ψηφοφόροι τους έχουν αντιληφθεί σε όλο το εύρος τους τις συνέπειές της.

"Μερικές φορές είναι σαν η Γερμανία να καταβάλλει προσπάθειες να προφυλαχθεί από την παραδοχή ότι έχουν επέλθει τεράστιες αλλαγές" λέει η Τζούλιαν Σμιθ, πρώην σύμβουλος του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και νυν υπότροφος της Ακαδημίας Ρόμπερτ Μπος (Robert Bosch Academy) στο Βερολίνο. "Είναι πολλοί αυτοί που σφυρίζουν αδιάφορα σ' αυτήν την πόλη. Ο κόσμος μιλά διαρκώς για τις παραμέτρους ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια".

Όσοι ασκούν κριτική υποδεικνύουν ένα παράδοξο που βρίσκεται στην καρδιά της γερμανικής διπλωματίας. Από τις πρώτες ημέρες της ομοσπονδιακής δημοκρατίας, το Βερολίνο επιζητούσε να προωθήσει τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της χώρας αποκλειστικά μέσω πολυμερών και υπερεθνικών οργανισμών. Για προφανείς ιστορικούς λόγους, ελάχιστες ήταν οι χώρες στη Δύση που ήταν πιο απρόθυμες να προχωρήσουν μόνες τους - ή να ασκήσουν την ωμή εξουσία του ισχυρού.

Εντούτοις, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, που οι εν λόγω οργανισμοί δέχονται επίθεση από εθνικιστές πολιτικούς, το Βερολίνο δεν κάνει και πολλά για να τους στηρίξει. Μάλιστα, κάποιοι πιστεύουν ότι οι πρόσφατες γερμανικές πολιτικές επιλογές έχουν κάνει περισσότερο κακό παρά καλό σε οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε.

"Η Γερμανία είναι αφοσιωμένη σε μια συγκεκριμένη πολιτική τάξη -οικοδομημένη γύρω από την Ε.Ε., το ΝΑΤΟ και τους πολυμερείς οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη- αλλά δεν είναι προετοιμασμένη να πληρώσει για τη διατήρηση αυτού του συστήματος" λέει ο Γιαν Τεχάου, αναλυτής στη δεξαμενή σκέψης German Marshall Fund των Ηνωμένων Πολιτειών. "Το κενό ανάμεσα στις πολυμερείς φιλοδοξίες της Γερμανίας και σε αυτό που κάνουμε στην πραγματικότητα είναι τεράστιο".

Η στήριξη του Βερολίνου στον αμφιλεγόμενο αγωγό αερίου Nord Stream 2 ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία -παρά την οργισμένη αντίδραση της Ε.Ε., των ΗΠΑ και ανατολικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων όπως της Ουκρανίας και της Πολωνίας- είναι ακριβώς μια τέτοια περίπτωση. Η γερμανική απροθυμία να λάβει γενναία μέτρα για να στηρίξει την Ευρωζώνη, παρά τις δραματικές εκκλήσεις του Παρισιού και των Βρυξελλών, είναι ακόμα μια περίπτωση. Ίσως όμως το πιο σαφές παράδειγμα αυτού του κενού ανάμεσα στη ρητορική και την πραγματικότητα να βρίσκεται στην ολοένα κλιμακούμενη διαμάχη ανάμεσα στο Βερολίνο και τις ΗΠΑ για τις αμυντικές δαπάνες.

Το 2014 όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ ανέλαβαν τη δέσμευση να δαπανήσουν τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα. Επί του παρόντος, το ποσοστό στη Γερμανία βρίσκεται στο 1,24%. Και ούτε αναμένεται να βρεθεί κοντά στο 2% στα επόμενα χρόνια. Το Βερολίνο έχει υποσχεθεί να αυξήσει τον αμυντικό του προϋπολογισμό στο 1,5% του ΑΕΠ έως το 2024, ακόμη όμως και αυτό το ποσοστό ίσως να μην ισχύσει τελικώς, σύμφωνα με τα επίσημα μεσοπρόθεσμα σχέδια δαπανών του υπουργείου Οικονομικών. Ο κ. Μάας λέει ότι η Γερμανία θα τα καταφέρει στο τέλος αλλά ο Πρόεδρος Τραμπ δεν είναι ο μόνος που σκέφτεται ότι ο αμυντικός προϋπολογισμός της χώρας είναι για γέλια.

Οι επικριτές θεωρούν την απροθυμία του Βερολίνου να αναλάβει περισσότερες ευθύνες σε διεθνή και στρατιωτικά ζητήματα ως αποτέλεσμα τσιγγουνιάς. Η Γερμανία, από την άλλη, αρνείται να σεβαστεί τη δέσμευση του 2% για το ΝΑΤΟ διότι μεγαλύτερες δαπάνες για την άμυνα θα σημαίνουν λιγότερα χρήματα για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και κοινωνικό κράτος.

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ίσως περισσότερο περίπλοκη. "Οι Γερμανοί δεν είναι τζαμπατζήδες. Δεν τα κάνουμε όλα αυτά για να γλιτώσουμε λίγα ευρώ. Είναι πιο βαθύ το ζήτημα" λέει ο κ. Τεχάου. Κατά την άποψή του, η απροθυμία της χώρας να ηγηθεί έχει τις ρίζες της πρωτίστως στην Ιστορία. "Η αληθινή κληρονομιά του Τρίτου Ράιχ δεν είναι μόνον οι ενοχές. Είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μας. Διδαχτήκαμε ότι στη μοναδική περίπτωση που ενώσαμε όλες μας τις δυνάμεις για ένα μεγάλο εθνικό σχέδιο, το αποτέλεσμα ήταν η μεγαλύτερη πολιτιστική ρήξη στην Ιστορία" προσθέτει. "Σε αντίθεση με άλλες χώρες, δεν έχουμε καν εμπιστοσύνη στις καλές μας προθέσεις".

Αυτό το αίσθημα, βαθιά ενσταλαγμένο στους ψηφοφόρους αλλά και στους ηγέτες, ενισχύθηκε από την εμπειρία της Δυτικής Γερμανίας. Στις δεκαετίες μετά το 1945, λέει ο κ. Τεχάου, "οι Γερμανοί έμαθαν ότι η εγκρατής εξωτερική πολιτική αποτελεί μοντέλο επιτυχίας. Η Γερμανία πλούτισε, κατάφερε να επανενωθεί με επιτυχία και έφτασε σε μια κατάσταση στην οποία -ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της- ήταν περιτριγυρισμένη μόνο από συμμάχους".

Η μεταπολεμική επιτυχία της Γερμανίας αναφέρεται και σε πρόσφατη έκθεση του Τόμας Μπάγκερ, Γερμανού διπλωμάτη που υπηρετεί ως σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του ομοσπονδιακού Προέδρου Φρανκ Βάλτερ Στάινμαϊερ. Προβάλλει το επιχείρημα ότι η ιστορική εμπειρία της Γερμανίας -ιδίως η επανένωση το 1989- άφησε τη χώρα με εξαιρετικά φτωχά εργαλεία απέναντι στην αναζωπύρωση των εθνικιστικών πολιτικών.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ο θρίαμβος της επανένωσης σήμαινε ότι "η Γερμανία επιτέλους βρέθηκε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας" γράφει ο κ. Μπάγκερ. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν πολλοί Γερμανοί ήταν ότι η Ιστορία "κλίνει προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία" και ότι η πατρίδα τους "είχε φτάσει στον ιστορικό της προορισμό". Αυτό που τους απέμενε να κάνουν ήταν να περιμένουν τον υπόλοιπο κόσμο -συμπεριλαμβανομένων απολυταρχικών κρατών όπως η Ρωσία και η Κίνα- να ακολουθήσουν.

Όταν η ελπίδα τους αποδείχθηκε φρούδα -και ακόμη και Ευρωπαίοι σύμμαχοι άρχισαν να μετακινούνται προς τον δεξιό απολυταρχισμό- η Γερμανία αφέθηκε να πελαγοδρομεί. "Ενώ οι άλλοι μπορούν να επιστρέψουν ο καθένας στις δικές του γκωλικές παραδόσεις σε ό,τι αφορά τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, με μια λίγο ώς πολύ σαφή δέσμη καθορισμένων εθνικών συμφερόντων, που δεν εξαρτάται από την ενσωμάτωση των υπόλοιπων, αυτό δεν ισχύει για τη Γερμανία... Η πολυμέρεια είναι η καθεστηκυία οδός για τους Γερμανούς σήμερα" έγραψε ο κ. Μπάγκερ.

Αυτός είναι ένας λόγος που είναι τόσο δύσκολο για τη χώρα να προσαρμοστεί στη σημερινή εποχή. Ένας άλλος είναι ότι οι Γερμανοί αισθάνονται να απειλούνται από μια σειρά παράγοντες -την κλιματική αλλαγή, τις κοινωνικές εντάσεις, την οικονομική αστάθεια- αλλά πολύ λιγότερο από δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα. Μάλιστα, πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι, στην πραγματικότητα οι Γερμανοί θεωρούν τις ΗΠΑ ως μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη από ό,τι οποιαδήποτε από τις άλλες δύο χώρες.

"Κατά κάποιον τρόπο, αυτό είναι το αποτέλεσμα της επιτυχίας που είχε η πολιτική του κατευνασμού που ακολουθήσαμε" παραδέχεται ο κ. Μάας. "Η κατάσταση σε ό,τι αφορά την ασφάλεια άλλαξε με την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 αλλά η αίσθησή μου είναι ότι δεν συμμερίζονται αυτήν την άποψη όλες οι εμπλεκόμενες κοινωνίες".

Η απουσία μιας αντίληψης αυθεντικής απειλής αφορά και μεγάλα τμήματα του ίδιου του κόμματος του κ. Μάας, των κεντροαριστερών Σοσιαλδημοκρατών (SPD). Εξέφρασαν αμφιβολίες για τον στόχο του 2% για το ΝΑΤΟ και τήρησαν σκληρή γραμμή στις ευρωπαϊκές αμυντικές εξαγωγές, εξαγριώνοντας τη Γαλλία και τη Βρετανία.

Οι επικριτές όμως κατηγορούν και την Άνγκελα Μέρκελ, τη βετεράνο καγκελάριο της Γερμανίας, που βρίσκεται πλέον στο λυκόφως της πολιτικής της καριέρας. Η κ. Μέρκελ, παραπονιέται υψηλόβαθμος αξιωματούχος από το Βερολίνο, βρίσκεται αυτό το διάστημα "σε φάση συγκράτησης των ζημιών" - ανίκανη ή απρόθυμη να αναλάβει αποφασιστική δράση για μια πιο δραστήρια θέση της Γερμανίας στα παγκόσμια ζητήματα.

Ενώ ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει επανειλημμένα περιγράψει το όραμά του για το μέλλον της Ε.Ε. σε ομιλίες και στον Τύπο, η Γερμανίδα ηγέτις μένει κατά κύριο λόγο σιωπηλή. Επίσης, η κ. Μέρκελ δεν έχει κάνει συστηματική προσπάθεια να πείσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι η ζωή της χώρας στο περιθώριο της διεθνούς πολιτικής έχει φτάσει στο τέλος της.

Γερμανοί αξιωματούχοι επιμένουν ότι μεγάλο μέρος της κριτικής είναι άδικο. Ο αμυντικός προϋπολογισμός μπορεί να είναι χαμηλός με βάση τα διεθνή πρότυπα, λένε, αλλά έχει αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια. Από τότε που οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Κριμαία το 2014, οι ετήσιες δαπάνες για τις ένοπλες δυνάμεις αυξήθηκαν κατά ένα τρίτο, φτάνοντας τα 43,2 δισ. ευρώ. Επιπροσθέτως, σε αντίθεση σε κάποιους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους που φτάνουν το όριο του 2% μόνον στα χαρτιά, η Γερμανία όντως ενισχύει στρατιωτικά τη συμμαχία, όπως καταδεικνύει η ολοένα και πιο φιλόδοξη ανάπτυξη του γερμανικού στρατού σε σημεία σε όλο τον κόσμο.

"Η Γερμανία έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι δύναμη ισχύος" λέει ο Νιλς Άνεν, βουλευτής του SPD και υφυπουργός στο υπουργείο Εξωτερικών. "Έχουμε τανκς στη Λιθουανία, είμαστε επικεφαλής της VJTF - της δύναμης ταχείας αντίδρασης του ΝΑΤΟ απέναντι στη Ρωσία. Ούτε που θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάτι τέτοιο πριν από 10 χρόνια".

Η ηγεσία σε διεθνές επίπεδο, λένε Γερμανοί αξιωματούχοι, αντανακλάται όχι μόνο στο μέγεθος του αμυντικού προϋπολογισμού αλλά και στις διπλωματικές πρωτοβουλίες, στις προσπάθειες για ειρήνη και σταθερότητα, στην οικονομική υποστήριξη των πολυμερών οργανισμών και στην ετοιμότητα να δεχθεί μετανάστες από χώρες σε κρίση όπως η Συρία και το Αφγανιστάν. Εμμένουν μάλιστα στην άποψη ότι λαμβάνοντας κανείς υπόψιν αυτούς τους δείκτες χαμηλής πολιτικής, η εικόνα της ηγεσίας του Βερολίνου δείχνει πολύ πιο εντυπωσιακή.

Υπάρχει μια τελευταία γερμανική ιδιαιτερότητα που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας: μια πολιτική κουλτούρα που ευνοεί τη σύνεση και τη συναίνεση και ένα σύστημα διακυβέρνησης που είναι ικανό να αλλάξει κατεύθυνση αλλά μόνον αργά. Εγκλωβισμένοι μέσα σε άβολους διακομματικούς συνασπισμούς, οι ηγέτες προτιμούν να κάνουν νηπιακά βήματα προς τα μεγάλα οράματα καθώς και σταδιακές αλλαγές αντί για ριζικές μεταρρυθμίσεις. "Η Γερμανία είναι δύναμη του κατεστημένου" λέει η Ντανιέλα Σβάρτσερ, διευθύντρια του Γερμανικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων. "Κατά βάση, θέλουμε όλα να μείνουν τα ίδια".

Αυτή ίσως να είναι και η ευχή των Γερμανών ψηφοφόρων - καθώς και αρκετών πολιτικών. Μεγάλωσαν σε έναν κόσμο όπου η αμερικανική ισχύς και το ΝΑΤΟ κρατούσαν τη Γερμανία ασφαλή και τα εθνικά συμφέροντα της χώρας εκφράζονταν -σχεδόν ανεπαίσθητα- μέσα από την Ε.Ε. και άλλους διεθνείς οργανισμούς με την ίδια φιλοσοφία.

Ωστόσο, εκείνος ο κόσμος χάνεται με γοργούς ρυθμούς. "Δεν υπάρχει άλλη χώρα που να ωφελήθηκε περισσότερο από τις παλαιές δομές, είτε αναφερόμαστε στο παγκόσμιο σύστημα εμπορίου είτε στην παγκόσμια τάξη που βασιζόταν σε ενιαίους κανόνες. Όλα αυτά όμως υφίστανται πλέον πίεση", λέει ο κ. Άνεν. "Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στις παλιές, καλές ημέρες".

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL