Live τώρα    
13°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
11.4°C14.1°C
4 BF 83%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
13 °C
11.4°C14.9°C
2 BF 63%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
14.0°C14.8°C
1 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
16.5°C17.7°C
2 BF 61%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
12 °C
11.8°C12.4°C
2 BF 87%
Ιούνιος 2001 / Η «ευγενής τέχνη" ή η πόρνη, ο σκλάβος και ο επιβήτορας
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ιούνιος 2001 / Η «ευγενής τέχνη" ή η πόρνη, ο σκλάβος και ο επιβήτορας

Του Loïc Wacquant*

Μία από τις έννοιες που επικαλούνται συχνότερα οι επικριτές της «ευγενούς τέχνης», για να εξηγήσουν τη διαιώνιση αυτού του αθλήματος, είναι ότι οι πυγμάχοι είναι αφελείς, εύπιστοι και ξεγελιούνται από αυτό το «show business with blood», στο οποίο θυσιάζουν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους και της ύπαρξής τους. Στην πραγματικότητα, οι πυγμάχοι έχουν υπεραναπτυγμένη τη συνείδηση ότι μπαίνουν σε έναν κόσμο απεριόριστης εκμετάλλευσης, στον οποίο η απάτη, η υποκρισία και η κακή μεταχείριση αποτελούν την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων και όπου οι σωματικές βλάβες και ο προσωπικός εξευτελισμός είναι η συνέπεια της άσκησης του επαγγέλματος. Ένα μέλος της αίθουσας πυγμαχίας του γκέτο του Σικάγου, όπου πραγματοποίησα τη μαθητεία μου στην επιστήμη του γρονθοκοπήματος για τρία χρόνια, περιέγραφε τις σχέσεις ανάμεσα στους διάφορους πρωταγωνιστές του κυκλώματος με αυτούς τους όρους: «Όλος ο κόσμος προσπαθεί να λιώσει όλο τον κόσμο, όλος ο κόσμος θέλει να κάνει κακό σε όλο τον κόσμο και κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν».

Οι πυγμάχοι εκφράζουν τη συνειδητοποίηση της εκμετάλλευσης που υφίστανται μέσα από τρεις συγγενείς ιδιωματικές γλώσσες, τη γλώσσα της πορνείας, της σκλαβιάς και της κτηνοτροφίας. Η πρώτη εξομοιώνει το ζευγάρι πυγμάχος-μάνατζερ με το ζευγάρι που αποτελεί η πόρνη με τον προαγωγό της. Η δεύτερη περιγράφει την παλαίστρα σαν φυτεία, μέσα στην οποία οι μάνατζερ και οι οργανωτές των αγώνων έχουν τους ρόλους του ιδιοκτήτη και του επιστάτη. Η τρίτη υπονοεί ότι μεταχειρίζονται τους πυγμάχους σαν σκυλιά, γουρούνια, άλογα και άλλα ζώα που προορίζονται για εμπορική εκμετάλλευση. Αυτές οι τρεις γλώσσες καταγγέλλουν, και μόνο με τη διατύπωσή τους, την παρά φύση εμπορευματοποίηση του προλεταριακού σώματος.

Σύμφωνα με την πρώτη ιδιωματική γλώσσα, ο νταβατζής και ο μάνατζερ έχουν κοινό το στοιχείο ότι, ενώ ισχυρίζονται πως φροντίζουν για τα συμφέροντα και την προστασία της σωματικής ακεραιότητας των αντίστοιχων «εταίρων» τους, τους χρησιμοποιούν και τους εκμεταλλεύονται για να ικανοποιήσουν τη δίψα τους για κέρδος. Όπως μια πόρνη ανταλλάσσει στο πεζοδρόμιο τη σεξουαλική ικανότητα του γυναικείου σώματός της με χρήματα, έτσι και ο πυγμάχος πουλάει την ικανότητα του αντρικού σώματός του να καταφέρνει και να δέχεται βίαια χτυπήματα σε μια παλαίστρα, ενώ, στο παρασκήνιο, οι μάνατζερ και οι οργανωτές καρπώνονται το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεων που αποφέρει αυτό το εμπόριο αντρικής σάρκας.

Η δεύτερη ιδιωματική γλώσσα της εκμετάλλευσης παραπέμπει στην ιστορική εμπειρία της δουλείας. Προφανώς, ο παραλληλισμός με αυτό τον θεσμό δημιουργεί μεγάλη συγκινησιακή ένταση στους Αφροαμερικανούς πυγμάχους. Ο Ασάντε, συναθλητής μου και συνηθισμένος sparring-partner (αντίπαλος στην προπόνηση), θυμάται ότι παραβρέθηκε σε έναν ιδιαίτερο βίαιο αγώνα, ο οποίος τον έκανε να συνειδητοποιήσει την οικονομική αδικία που είναι συνυφασμένη με την πυγμαχία: «Είδα τον Χαϊτάουερ να αγωνίζεται με αυτόν τον τύπο. Μισώ την πυγμαχία από εκείνη την ημέρα (...). Ο Χαϊτάουερ και ο τύπος σχεδόν αλληλοσκοτώθηκαν. Οι άνθρωποι στο πλήθος είχαν τρελαθεί. Είπα στον εαυτό μου: 'Κοίτα αυτή την σκατοκατάσταση: αυτοί οι μάγκες αλληλοσκοτώνονται για εκατό δολάρια, γαμώ το, ξαναγυρίσαμε στη σκλαβιά (...). Κι οι δυο τους κατέληξαν στο νοσοκομείο, και γιατί; Για διακόσια δολάρια, από εκατό ο καθένας'».

Ο τρίτος τρόπος με τον οποίο οι πυγμάχοι εκφράζουν το βαθύ αίσθημα εκμετάλλευσης που νιώθουν χρησιμοποιεί μεταφορές από το ζωικό βασίλειο, που τους υποβιβάζουν στο επίπεδο του ζώου, το οποίο υποτάσσεται, τρέφεται, εκπαιδεύεται και επιδεικνύεται -ή ακόμα καταβροχθίζει με κανιβαλική ωμότητα-, ανάλογα με τις επιθυμίες αυτών που κινούν τους οικονομικούς μοχλούς του επαγγέλματος. Ένα βράδυ που ήταν θυμωμένος με τον προπονητή του γιατί, μαζί με τον τοπικό οργανωτή αγώνων, τον είχαν «ρίξει», ο Λουκ μου εξήγησε: «Είναι σαν... σαν να ήμουν άλογο σε στάβλο. Σηκώνομαι το πρωί, ο προπονητής μου με βγάζει έξω και με βάζει να τρέξω, με κανακεύουν, μου δίνουν το σανό μου και με γυρίζουν πίσω στο στάβλο. Κι ύστερα σκάει μύτη ο Ραλφ (ο οργανωτής των αγώνων) και λέει (με μια φωνή υπερβολικά εύθυμη): 'Ε! Πώς πάει;' (με ένα τόνο γλυκερό, μιμούμενος την προφορά των λευκών): 'Τι κάνει ο ωραίος μαύρος επιβήτοράς μας;'».

Ο Φόνζο είναι ένας από τους σπανιότατους πυγμάχους του Σικάγου που κατέκτησαν παγκόσμιο τίτλο κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών. Όμως, όταν αναφέρουμε τα οικονομικά οφέλη της σταδιοδρομίας του, τα πάντα επάνω του -η έκφρασή του, ο τρόπος που στέκεται, ο τόνος της φωνής του, το βλέμμα του- προδίδουν βαθύτατη πίκρα. Μετά από πολλά χρόνια «θυσιών», τα οποία πέρασε υπακούοντας στον ασκητικό τρόπο ζωής των επαγγελματιών πυγμάχων, τρέχοντας και προπονούμενος καθημερινά, ακολουθώντας εξοντωτικές δίαιτες και χαλιναγωγώντας την κοινωνική και ερωτική ζωή του, κατάφερε επιτέλους να κατακτήσει μια ζώνη πρωταθλητή.

Όμως, αυτό που θα έπρεπε να είναι επαγγελματική αποθέωση και λόγος προσωπικής αγαλλίασης αποκαλύφθηκε ότι ήταν μια στιγμή κενή, χωρίς καμία χαρά: «Εδώ, στις ΗΠΑ, το χρήμα είναι η εξουσία, άρα μπορεί να σου φέρει πολλούς εχθρούς κι επίσης ένα σωρό απατεώνες φίλους (φανερά θλιμμένος). Πίστευα ότι είχα φίλους... Όμως, μόλις άρχισα να κερδίζω λίγα χρήματα (η φωνή του και το βλέμμα του σκληραίνουν), έγιναν γύπες. Και όταν ένας φίλος μεταμορφώνεται σε γύπα, σε ξεκοκαλίζει: σε κατασπαράζει σαν να ήσουνα γουρουνάκι γάλακτος. Σε καταβροχθίζουν ζωντανό. Έτσι, όταν επιτέλους αναδείχθηκα, δεν είχα πια γύρω μου τους ίδιους ανθρώπους που είχα στις αρχές και ήμουνα πολύ δυστυχισμένος».

Αν και εκφράζουν, συχνά με έμπνευση και οδύνη, ένα έντονο αίσθημα εκμετάλλευσης, οι πυγμάχοι σπάνια εξεγείρονται ενάντια στην οικονομική μοίρα τους. Στην καθημερινή πρακτική τους συμβιβάζονται με την ιδέα ότι είναι ένα εμπόρευμα από σάρκα και επικαλούνται τρία είδη έκφρασης που διαφυλάττουν το αίσθημα της προσωπικής και επαγγελματικής ακεραιότητάς τους.

Η πρώτη εκλογίκευση παρουσιάζει την εκμετάλλευση ως κάτι προφανές στη ζωή, ένα σκληρό δεδομένο της συνηθισμένης ύπαρξης των συνηθισμένων ανθρώπων, απέναντι στο οποίο το μόνο που μπορεί κανείς να κάνει είναι να προσπαθήσει να πετύχει ό,τι καλύτερο μπορεί. Ιδωμένη από αυτή την οπτική γωνία, η πυγμαχία δεν διαφέρει καθόλου από τα υπόλοιπα κοινωνικά παιχνίδια, στα οποία μπορούν να έχουν πρόσβαση οι νεαροί προλετάριοι των υποβαθμισμένων συνοικιών, με δεδομένο ότι οι ευκαιρίες που έχουν στη ζωή τους ακρωτηριάζονται από τη χρεοκοπία του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος και από την περιθωριοποίηση στην οποία τους καταδικάζει η αγορά της ανειδίκευτης εργασίας, κορεσμένη από φτηνό εργατικό δυναμικό. Όπως λέει ο Μπουτς, ο συναθλητής μου στην αίθουσα πυγμαχίας: «Εάν έχεις μια φτωχή τάξη ανθρώπων που δεν έχουν τίποτε, είναι χωρίς εκπαίδευση, πώς θα πεις 'όχι' όταν ένας τύπος έρχεται να σου προτείνει: 'Λοιπόν, ακούστε μάγκες, αν χτυπηθείτε εσείς οι δυο, σας σκάω 150 πράσινα'; Αν οι τύποι είχαν λεφτά στην τσέπη τους και δουλειά, δεν θα πήγαιναν να χτυπηθούν». Αντί να είναι οργισμένοι με τους μάνατζερ και τους οργανωτές, ορισμένοι πυγμάχοι φτάνουν στο σημείο να τους ευγνωμονούν επειδή τους δίνουν την ευκαιρία να παίξουν σε αυτό το είδος λοταρίας που είναι η επαγγελματική πυγμαχία.

Το επιχειρηματικό πνεύμα που επικρατεί στο επάγγελμα εξηγεί επίσης το γεγονός ότι οι πυγμάχοι φτάνουν στο σημείο να αποδέχονται σιωπηρά τη μοίρα τους. Από τη στιγμή που οι καλλιτέχνες της γροθιάς διαβαίνουν το κατώφλι της αίθουσας προπόνησης, τους φουσκώνουν το μυαλό με έννοιες και αφηγήσεις που δοξάζουν το άτομο το οποίο παίρνει τη στάση πρόκλησης στην παλαίστρα και περιγράφουν τον πυγμάχο ως μονομάχο της σύγχρονης εποχής, ο οποίος έχει πάρει την επίμονη απόφαση να πλάσει την ίδια του τη μοίρα με τις γαντοφορεμένες γροθιές του.

Αυτά τα επιχειρήματα ριζώνουν μέσα στην επαγγελματική εμπειρία της σωματικής αυτοπαραγωγής: στην προπόνηση, ο πυγμάχος χρησιμοποιεί το σώμα του ως πρώτη ύλη, αλλά επίσης και ως εργαλείο, για να ξαναπλάσει το σώμα του σύμφωνα με τις απαιτήσεις του επαγγέλματος. Επιδίδεται σε μια εξειδικευμένη σωματική εργασία, η οποία αποσκοπεί να παραγάγει έναν ιδιαίτερο τύπο σωματικού κεφαλαίου που προορίζεται να πουληθεί και να αξιολογηθεί στην αγορά της πυγμαχίας.

Με τίμημα το πρωινό τρέξιμο 5 έως 10 χιλιομέτρων, την εικονική πυγμαχία, το χτύπημα διαφόρων σάκων προπόνησης, το σκοινάκι, τις ασκήσεις ευλυγισίας, τις επαναλήψεις των κινήσεων ανάμεσα στα σκοινιά της παλαίστρας και τις επιθέσεις προπόνησης, ο πυγμάχος «αναπτύσσει τις δυνάμεις που κοιμούνται μέσα του και τις υποχρεώνει να δρουν σύμφωνα με τη θέλησή του». Μετατρέπει τον οργανισμό του, ιδιοποιείται τις ικανότητές του και βγάζει κυριολεκτικά ένα νέο ον από σάρκα μέσα από το παλιό. Και διαθέτει μια σκηνή στην οποία μπορεί να διακηρύξει την ηθική αξία του και να κατασκευάσει ένα υπερβατικό και ηρωικό εγώ, το οποίο θα του επιτρέψει να ξεφύγει από την κατηγορία των «μη ατόμων» στην οποία παραδοσιακά περιορίζονται οι (υπο)προλετάριοι του είδους του.

Τελευταίο και σημαντικότερο: οι ιδιαίτερες ικανότητες που αποκτούν οι πυγμάχοι κατά τη διάρκεια των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους είναι κρυμμένες μέσα στον οργανισμό τους και ως τέτοιες αποτελούν την προσωπική και αναπαλλοτρίωτη ιδιοκτησία τους. Οι πυγμάχοι είναι τεχνίτες του (αντρικού και βίαιου) σώματος, οι οποίοι, όπως και οι αντίστοιχοί τους της βιομηχανικής επανάστασης, περηφανεύονταν ότι «έχουν ένα επάγγελμα» και όχι ότι «εργάζονται σε ένα επάγγελμα».

Με την ιδιοτελή συνενοχή των ομοίων του, προπονητών, φίλων, οικείων και οπαδών, κάθε πυγμάχος γαντζώνεται από την ιδέα ότι αυτός θα είναι η ατομική εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον συλλογικό κανόνα, αυτός που, πέρα από κάθε προσδοκία, θα παραβιάσει τον οικουμενικό νόμο της εκμετάλλευσης των πυγμάχων.

Σε τελευταία ανάλυση, η ευθύνη της εκμετάλλευσης βαρύνει τον πυγμάχο: εάν επιθυμεί να έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει την πατρότητα των κατορθωμάτων του, οφείλει να είναι έτοιμος να υποστεί το μαρτύριο της επαγγελματικής αποτυχίας και την καταστροφή του. Όπως και να το δει κανείς, η πυγμαχία δεν είναι παρά μια «καπιταλιστική μπίζνα» όπως οι άλλες. Όπως κάθε καλός επιχειρηματίας, ο οργανωτής των αγώνων δεν κάνει παρά τη δουλειά του όταν πλουτίζει σε βάρος των πυγμάχων, των οποίων νοικιάζει τις υπηρεσίες. Το γεγονός πως στο βάθος του μυαλού του πυγμάχου φωλιάζει η πίστη ότι η εκμετάλλευση είναι «κανονική», ότι οι επιχειρηματίες που εκμεταλλεύονται το ανθρώπινο σώμα έχουν δημιουργική ικανότητα και ότι είναι δυνατόν να ξεφύγει ένα εξαιρετικό άτομο από τους νόμους που διέπουν αυτό το ξεχωριστό σύμπαν, συμβάλλει στην (ανα)παραγωγή της συλλογικής άγνοιας που ωθεί τους πυγμάχους να γίνουν συνένοχοι στην ίδια την εμπορευματοποίησή τους.

Η σχεδόν πλήρης απουσία ρύθμισης από κρατικές γραφειοκρατίες, η οποία φανερώνει την περιθωριακή και βρόμικη θέση που κατέχει η πυγμαχία μέσα στον χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού, προκύπτει επίσης από την κατώτερη θέση στην οποία βρίσκονται οι οπαδοί της και το κοινό της στην κοινωνική και εθνοτική ιεραρχία. Όπως εξηγεί και ο σύντροφός μου στο γυμναστήριο, ο Σμίθι: «Βλέπεις, αν σε αυτό το επάγγελμα είχες απόφοιτους πανεπιστημίου, διπλωμάτες, ανθρώπους από ορισμένες κουλτούρες οι οποίοι να έμπαιναν στο επάγγελμα, ε, λοιπόν, τότε, ναι, θα ζητούσαν μεγαλύτερη (ρύθμιση). Όμως, νά, το είδος των ανθρώπων που έχεις στο επάγγελμα απαιτεί αυτό το είδος σχέσεων, αυτό το είδος των μπίζνες. Έτσι, το ένα καθρεφτίζεται μέσα στο άλλο».

* Ο Loïc Wacquant είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο στην διεύθυνση http://monde-diplomatique.gr/?p=2522

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL