Live τώρα    
16°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
13.7°C17.4°C
2 BF 57%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
12 °C
8.8°C13.8°C
3 BF 54%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
16 °C
12.0°C16.0°C
2 BF 69%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
13.8°C17.1°C
3 BF 85%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
12 °C
11.3°C12.3°C
0 BF 71%
LE MONDE / Αφιέρωμα ΗΠΑ - Ιράν: Οι μεγάλοι σταθμοί μιας θυελλώδους σχέσης
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

LE MONDE / Αφιέρωμα ΗΠΑ - Ιράν: Οι μεγάλοι σταθμοί μιας θυελλώδους σχέσης

Επιμέλεια: Χάρης Λογοθέτης

Η προοπτική συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ενδεχομένως να προδιαγράφει την αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσιγκτον. Χωρίς να φτάσει μέχρι την αναβίωση της παλαιάς συμμαχίας στα χρόνια του σάχη, η προσέγγιση θα μπορούσε να αλλάξει τα στρατηγικά δεδομένα στη Μέση Ανατολή. Με την προϋπόθεση ότι και οι δύο πλευρές θα καταφέρουν να παραμερίσουν την αμοιβαία καχυποψία.

Του Trita Parsi*

Το Ιράν θα μπορούσε να γίνει μια "περιφερειακή δύναμη με μεγάλη ευημερία", εάν κατόρθωνε να καταλήξει σε συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα με τις χώρες της λεγόμενης ομάδας "G5+1" (Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία), δήλωνε πρόσφατα ο Μπάρκ Ομπάμα1. Ποτέ πριν ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είχε αφήσει να εννοηθεί τόσο καθαρά ότι το διακύβευμα των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ξεπερνά κατά πολύ το ζήτημα των φυγοκεντρικών μηχανών και του εμπλουτισμού ουρανίου. Η επιστροφή της Τεχεράνης στη μεσανατολική κονίστρα δεν θα μετασχημάτιζε απλώς τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Θα άλλαζε ριζικά τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής.

Ο δρόμος προς μια συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν παραμένει γεμάτος παγίδες. Οι δύο πλευρές, τις οποίες χώριζε μεγάλη απόσταση, ήδη χρειάστηκε να παρατείνουν τις συνομιλίες δύο φορές. Αλλά ο δρόμος που θα οδηγούσε στην αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ιράν είναι ακόμη πιο μακρύς και κακοτράχαλος. Τα βάσανα και οι ταπεινώσεις που έχει προκαλέσει η μία πλευρά στην άλλη θα είναι δύσκολο να υπερκεραστούν. Ο κατάλογος με τα λάθη αμφοτέρων είναι υπερβολικά μακρύς. Ίσως, όμως, ορισμένα παραδείγματα αρκούν για να δώσουν μια ιδέα για το μέγεθος της καχυποψίας και του αισθήματος προδοσίας που νιώθουν και στις δύο χώρες.

Λησμονείται συχνά ότι οι ιρανοαμερικανικές σχέσεις ξεκίνησαν με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις. Οι ΗΠΑ, οι οποίες ελευθερώθηκαν από τον ζυγό του Λονδίνου μετά από τον πόλεμο της ανεξαρτησίας, εκδήλωσαν συχνά τη συμπάθειά τους για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου που αντιστέκονταν στην αποικιοκρατία. Ορισμένες φορές, τα πράγματα έφταναν ακόμη πιο μακριά. Στην περίπτωση του Ιράν, για παράδειγμα, δύο Αμερικανοί αναμίχθηκαν αποφασιστικά υπέρ του εκδημοκρατισμού και της ανεξαρτησίας της χώρας. Ο πρώτος, μάλιστα, ο Χάουαρντ Μπάσκερβιλ, πλήρωσε με τη ζωή του την υποστήριξη του δικαιώματος των Ιρανών να διαθέτουν σύνταγμα.

Ο Μπάσκερβιλ, ο οποίος είχε τεθεί επικεφαλής ομάδας φοιτητών που μάχονταν ως εθελοντές για την υπεράσπιση της νεαρής συνταγματικής δημοκρατίας στην Περσία (το αρχαίο όνομα του Ιράν), ενάντια στις στρατιωτικές δυνάμεις της δυναστείας Κατζάρ2 που βρισκόταν στην εξουσία, σκοτώθηκε σε ενέδρα στο Ταμπρίζ, στις 19 Απριλίου 1909. Έχει ταφεί στο χριστιανικό αρμενικό νεκροταφείο της πόλης του βορειοδυτικού Ιράν. Ακόμη και σήμερα, πολλοί Ιρανοί τιμούν τη μνήμη του, ενώ πληθώρα σχολείων και δρόμων φέρουν το όνομά του.

Ο άλλος Αμερικανός ήταν ο Ουίλιαμ Μόργκαν Σούστερ. Έχοντας οριστεί γενικός θησαυροφύλακας από το περσικό κοινοβούλιο, επωμίστηκε τη διαχείριση της οικονομικής κατάστασης στα ταραγμένα χρόνια της συνταγματικής επανάστασης (1905-1911). Γρήγορα μετατράπηκε σε παθιασμένο υποστηρικτή της Περσίας, την οποία Βρετανοί και Ρώσοι επεδίωκαν να βυθίσουν οικονομικά. Έχοντας δεχτεί σημαντικές πιέσεις από τις δύο μεγάλες δυνάμεις, ο Σούστερ υποχρεώθηκε τελικά σε παραίτηση. Όταν γύρισε στις Ηνωμένες Πολιτείες, διηγήθηκε την εμπειρία του στο βιβλίο "The Strangling of Persia" ("Ο στραγγαλισμός της Περσίας"). Στο βιβλίο, το οποίο είναι αφιερωμένο "στον λαό της Περσίας", καταδικάζει με δριμύτητα την ανάμιξη και τον ρόλο Ρώσων και Βρετανών.

Η αντιαποικιοκρατική πολιτική της Ουάσιγκτον, καθώς και η θυσία του Μπάσκερβιλ και η προσφορά του Σούστερ, καλλιέργησαν σε πολλούς Ιρανούς μεγάλη εκτίμηση για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλα, όμως, θα άλλαζαν το 1953, όταν η CIA, σε συνεργασία με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, θα εξεδίωκε από την εξουσία τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρωθυπουργό Μοχάμαντ Μοσαντέγκ, ο οποίος είχε αποφασίσει την εθνικοποίηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας. Το πραξικόπημα της 19ης Αυγούστου 1953 επανέφερε τον σάχη Μοχάμαντ Ρεζά Παχλαβί στον θρόνο και έπνιξε τη νεογέννητη δημοκρατία3. Όταν ο σάχης επανήλθε στην εξουσία, κλιμάκωσε την κρατική καταστολή, ώστε να εξαλείψει οποιαδήποτε δυνητική απειλή προς το καθεστώς του.

Για πολλούς Ιρανούς, το γεγονός εκείνο σήμανε το τέλος της αθωότητας για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αφού, σε πρώτη φάση, είχε δυσκολέψει τις προσπάθειες των Βρετανών να ελέγξουν το Ιράν και τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους του, η Ουάσινγκτον συμμαχούσε τώρα με την ίδια αυτή αποικιοκρατική δύναμη για να στερήσει στη χώρα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσής της.

Η ολοένα και μεγαλύτερη αντίθεση στο καθεστώς συνοδεύτηκε από την εξίσου διάχυτη αίσθηση ότι η μοναρχία δεν στεκόταν παρά μόνο χάρη στη στήριξη των ΗΠΑ και ότι οι Αμερικανοί ασκούσαν καταλυτική επιρροή στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, ο σάχης κατηγορείτο ότι είχε πουλήσει την ανεξαρτησία του Ιράν. Η συγκεκριμένη κατηγορία έγινε κραυγή που συσπείρωσε πολλούς αντικαθεστωτικούς και βρήκε ευρύτατη απήχηση όταν ο Ιρανός μονάρχης υπέγραψε το Status of Forces Agreement (SOFA, "συμφωνία για το καθεστώς των δυνάμεων") με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1964. Η συμφωνία προέβλεπε διπλωματική ασυλία για το αμερικανικό στρατιωτικό προσωπικό στο Ιράν. Ο δριμύτερος επικριτής του σάχη, ο αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, ο οποίος, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, έμελλε να ηγηθεί της επανάστασης κατά του μονάρχη, χαρακτήρισε χωρίς περιστροφές τη SOFA ως συμφωνία παράδοσης της εθνικής κυριαρχίας.

Ο σάχης Μοχάμαντ Ρεζά Παχλαβί ήταν ένας φιλόδοξος άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να μετατρέψει τη χώρα του σε περιφερειακή υπερδύναμη. Για να επιτύχει, όμως, τον στόχο του, δεν αρκούσε να στηρίζεται το Ιράν σε έναν ισχυρό στρατό και μια ανθηρή οικονομία: ήταν, επίσης, απαραίτητο οι μεγάλες δυνάμεις να κρατηθούν μακριά από τη Μέση Ανατολή. Το 1971, το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να αποσύρει το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων που διατηρούσε στην περιοχή ανατολικά του Σουέζ. Όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση δεν υπέκυπταν στον πειρασμό να καλύψουν το κενό που άφησαν οι Βρετανοί, το Ιράν μπορούσε να ελπίζει ότι θα γίνει η αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη της δυτικής Ασίας.

Ενώ οι Αμερικανοί είχαν εστιάσει στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο σάχης άδραξε τη χρυσή ευκαιρία. Η συμφωνία που υπογράφηκε με την κυβέρνηση του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον καθιστούσε το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία υπεύθυνες χώρες για την ασφάλεια στον Αραβο-Περσικό Κόλπο, επιτρέποντας στις Ηνωμένες Πολιτείες να κρατηθούν στα μετόπισθεν. Η λεγόμενη πολιτική των "δύο πυλώνων" ήταν, στην πραγματικότητα, πολιτική ενός και μόνου πυλώνα, του Ιράν.

Έχοντας επιτύχει τον βασικό αυτό στόχο, ο Μοχάμαντ Ρεζά Παχλαβί είχε ως επόμενη επιδίωξη να διασφαλίσει ότι ούτε η Σοβιετική Ένωση ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βρουν κάποιο πρόσχημα για να εγκαταστήσουν ξανά στρατεύματα στον Κόλπο. Θεωρούσε πλέον, όχι μόνο τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αντίπαλο και δυνητικό ανταγωνιστή.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αρκετοί Αμερικανοί αξιωματούχοι εξέφραζαν, ιδιωτικά, τη δυσαρέσκειά τους, καθώς θεωρούσαν ότι οι φιλοδοξίες του Ιρανού μονάρχη γίνονταν πια ανεξέλεγκτες. Αλλά όσο το Ιράν παρέμενε σταθερός σύμμαχος κατά του κομμουνισμού, η μεγαλομανία του σάχη, αν και προβληματική, έμπαινε σε δεύτερο πλάνο μπροστά στη σοβιετική απειλή.

Το 1978, όταν ξέσπασε η επανάσταση στο Ιράν, τα αποθέματα καλής θέλησης απέναντι στην Ουάσιγκτον είχαν εξαντληθεί εντελώς. Για πολλούς Αμερικανούς, η επανάσταση στρεφόταν τόσο κατά του σάχη όσο και κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Όταν ο πρόεδρος Τζέιμς Κάρτερ έδωσε άδεια στον σάχη να καταφύγει στο αμερικανικό έδαφος για να νοσηλευτεί, αριστεροί Ιρανοί φοιτητές επιτέθηκαν στην πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών, στις 4 Νοεμβρίου 1979. Πήραν ως ομήρους 52 Αμερικανούς διπλωμάτες και πολίτες, απαιτώντας από τον Κάρτερ να εκδώσει τον σάχη στο Ιράν για να δικαστεί.

Αυτό που οι φοιτητές ξεκίνησαν μάλλον ως υπόθεση λίγου χρόνου, μετατράπηκε σε κρίση 444 ημερών. Περιπλέκοντας τα πράγματα ακόμη περισσότερο, αμερικανική στρατιωτική επιχείρηση, που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1980 για να απελευθερωθούν οι όμηροι, κατέληξε σε φιάσκο. Από τα οκτώ ελικόπτερα που είχαν αποσταλεί, τα τρία παρουσίασαν βλάβη και η αποστολή ακυρώθηκε. Καθώς, όμως, τα αμερικανικά μεταγωγικά εγκατέλειπαν την περιοχή, ένα από αυτά συγκρούστηκε με αμερικανικό ελικόπτερο, με αποτέλεσμα τον θάνατο οκτώ Αμερικανών στρατιωτών στην ιρανική έρημο.

Κάθε μέρα, οι Αμερικανοί ενημερώνονταν για την τύχη των διπλωματών τους από τα βραδινά δελτία ειδήσεων. Η κρίση των ομήρων έλαβε γρήγορα τις διαστάσεις εθνικού τραύματος, το οποίο διευκόλυνε τη νίκη του Ρόναλντ Ρέιγκαν επί του Κάρτερ στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1980. Το να σύρει μια αναπτυσσόμενη χώρα της Μέσης Ανατολής τις Ηνωμένες Πολιτείες σε τέτοιο εξευτελισμό αποτελούσε σπάνιο γεγονός. Αναδύθηκε, τότε, ένα αμοιβαίο αίσθημα αγανάκτησης. Η γεωπολιτική αντιπαράθεση, που είχε ήδη διαφανεί από τα τελευταία χρόνια της κυριαρχίας του σάχη, απέκτησε και έντονη συναισθηματική διάσταση.

Μετά την επανάσταση, το Ιράν ήρθε σε ανοικτή αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς, ωστόσο, να προσχωρήσει στο σοβιετικό στρατόπεδο. Το καθεστώς Χομεϊνί, όπως και ο σάχης, επεδίωκε να μετατρέψει το Ιράν σε κυρίαρχη δύναμη της περιοχής. Ήθελε, όμως, να επιτύχει τον στόχο αυτό χρησιμοποιώντας το πολιτικό Ισλάμ, έτσι ώστε να εξασφαλίσει τη λαϊκή στήριξη του μουσουλμανικού κόσμου. Απορρίπτοντας τη συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή με το Τελ-Αβίβ, η Τεχεράνη εισερχόταν σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον.

Η κυβέρνηση Ρέιγκαν προσπάθησε να οδηγήσει στην ήττα και να τιμωρήσει τους Ιρανούς επαναστάτες. Όταν, τον Σεπτέμβριο του 1980, ο Σαντάμ Χουσεΐν εισέβαλε στο Ιράν, κανένα δάκρυ δεν έτρεξε στην Ουάσιγκτον. Ακόμη και σήμερα, πολλοί Ιρανοί αξιωματούχοι έχουν την άποψη ότι ο Ιρακινός πρόεδρος επιτέθηκε στο Ιράν κατόπιν εντολής του Λευκού Οίκου. Χωρίς να φτάνει κανείς μέχρι εκεί, είναι γεγονός ότι η Ουάσιγκτον υποστήριξε τον Χουσεΐν, τον οποίο προμήθευαν με όπλα Σοβιετική Ένωση και Γαλλία. Η υποστήριξή τους ενισχύθηκε με την πάροδο του χρόνου. Το 1986, όχι μόνον οι Ηνωμένες Πολιτείες έδιναν στους Ιρακινούς πληροφορίες κρίσιμης σημασίας, αλλά έγγραφα της CIA που αποχαρακτηρίστηκαν πρόσφατα αποδεικνύουν ότι η Ουάσιγκτον γνώριζε πολύ καλά ότι το Ιράκ χρησιμοποιούσε χημικά όπλα. Για πολλούς Ιρανούς, το λάθος που διέπραξαν οι Αμερικανοί όταν υποστήριξαν τη στρατιωτική εκστρατεία του Ιράκ είναι ακόμη σοβαρότερο από το πραξικόπημα του 1953, έστω και μόνο για τον λόγο ότι ο πόλεμος αυτός στοίχισε τη ζωή σε περίπου ένα εκατομμύριο Ιρανούς (έναντι 300.000 Ιρακινών). Οι εντάσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης σύντομα έγιναν αποσταθεροποιητικός παράγοντας, παρ' όλο που το Ιρανγκέιτ έδειξε ότι οι διμερείς σχέσεις ήταν πιο πολύπλοκες από ό,τι φαινόταν. Το σύνολο της περιοχής, από τον Λίβανο μέχρι τον Κόλπο, μετατράπηκε σε σκακιέρα για να ξεδιπλωθεί η αντιπαλότητά τους.

Υπήρξαν, επίσης, στιγμές που οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσαν να είχαν εισέλθει σε άλλη τροχιά. Μετά τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, το 1988, και τον θάνατο του αγιατολάχ Χομεϊνί, την επόμενη χρονιά, η Τεχεράνη βρέθηκε αποδυναμωμένη, απομονωμένη και ακόμη πιο μακριά από τον στόχο της για περιφερειακή ηγεμονία από ό,τι στην αρχή της επανάστασης. Ερειπωμένη από οκτώ χρόνια πολέμου, δεν διέθετε πια ούτε συμμάχους ούτε χρήματα, ενώ οι ξένες επενδύσεις της είχαν μειωθεί απελπιστικά.

Ο τότε πρόεδρος, ο Χασεμί Ραφσαντζανί, ήθελε να βελτιώσει τις σχέσεις με την Ουάσιγκτον. Εκτιμούσε ότι η δημιουργία ζώνης κοινού οικονομικού ενδιαφέροντος θα διευκόλυνε την πολιτική συνεννόηση. Έτσι, το 1994, η πρώτη σύμβαση εκμετάλλευσης ιρανικού πετρελαίου που αφορούσε ξένη εταιρεία υπογράφηκε με την Conoco, τον αμερικανικό πετρελαϊκό γίγαντα. Ο συμβολισμός δεν θα μπορούσε να είναι πιο ισχυρός.

Τα πράγματα, όμως, δεν εξελίχθηκαν όπως είχε προβλεφθεί. Ενώ, κατά τη δεκαετία του 1980, το Ισραήλ ασκούσε πίεση στις Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να αποκαταστήσουν κάποιους δεσμούς με την Τεχεράνη, το Τελ-Αβίβ είχε τώρα πραγματοποιήσει στροφή 180 μοιρών: τις πίεζε να επιβάλουν κυρώσεις στο Ιράν και να το απομονώσουν. Το σχέδιο συμφωνίας με την Conoco υπήρξε το πρώτο θύμα αυτής της μεταστροφής. Έχοντας δεχτεί μεγάλη πίεση από την πλευρά του αμερικανικού Κογκρέσου, ο πρόεδρος Κλίντον εκδίδει δύο εκτελεστικές πράξεις (15 Μαρτίου και 6 Μαΐου 1995), απαγορεύοντας όχι μόνο την πετρελαϊκή σύμβαση με την Conoco, αλλά και όλες τις εμπορικές συναλλαγές με το Ιράν, το οποίο κατηγορείται ότι υποστηρίζει την τρομοκρατία.

Η κυβέρνηση Ραφσαντζανί έμεινε κεραυνοβολημένη. Η Ουάσιγκτον είχε απορρίψει τη χείρα φιλίας που της έτεινε το Ιράν. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο θα χειροτέρευαν ακόμη περισσότερο. Την επόμενη χρονιά, το αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε νέες κυρώσεις κατά της Τεχεράνης, στοχεύοντας τρίτες χώρες που επένδυαν στον κλάδο παραγωγής ενέργειας στο Ιράν. Παρά κάποια σύντομα διαλείμματα προς το τέλος της δεύτερης θητείας Κλίντον, η αμοιβαία καχυποψία δεν έπαψε να ενισχύεται.

Αργότερα, όταν η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους αποφάσισε να επιτεθεί στους Αφγανούς Ταλιμπάν -καθεστώς μισητό για το Ιράν-, η Τεχεράνη και η Ουάσιγκτον προχώρησαν σε τεράστιας κλίμακας συντονισμό σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο ανταλλαγής πληροφοριών. Σύμφωνα με τον Τζέιμς Ντόμπινς, τον απεσταλμένο του προέδρου Μπους στο Αφγανιστάν κατά τους μήνες που ακολούθησαν τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, το Ιράν έπαιξε αποφασιστικό ρόλο, διασφαλίζοντας ότι, μετά την πτώση των Ταλιμπάν, το νέο σύνταγμα θα υιοθετηθεί. Από πολλές απόψεις, η Τεχεράνη βοήθησε την Ουάσιγκτον να εδραιώσει την ειρήνη στη χώρα, ελπίζοντας ότι οι κινήσεις αυτές θα συνέβαλλαν στο άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στις ιρανο-αμερικανικές σχέσεις.

Όμως, ενώ η συνεργασία Ιράν - Ηνωμένων Πολιτειών είχε καταλήξει, στις 5 Δεκεμβρίου 2001, στην υπογραφή των συμφωνιών της Βόνης, με τις οποίες κατοχυρωνόταν η σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης στο Αφγανιστάν, ο πρόεδρος Μπους, έξι εβδομάδες μετά την υπογραφή των συμφωνιών, συμπεριέλαβε το Ιράν, μαζί με το Ιράκ και τη Βόρεια Κορέα, στον κατάλογο των χωρών που συγκροτούν "τον άξονα του Κακού" και κατηγορούνται για υποστήριξη της τρομοκρατίας και κατασκευή όπλων μαζικής καταστροφής. Στα μάτια της Τεχεράνης, η ενέργεια αυτή ισοδυναμούσε με προδοσία και είχε ως συνέπεια τη σημαντική αποδυνάμωση των υποστηρικτών της διαλλακτικής προσέγγισης απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όσοι είχαν επιλέξει να εμπιστευτούν τους Αμερικανούς, το πλήρωναν τώρα ακριβά.

Ωστόσο, πριν ο μεταρρυθμιστής Ιρανός πρόεδρος Μοχάμαντ Χαταμί (1997-2005) ολοκληρώσει τη θητεία του, το Ιράν προχώρησε σε μια χωρίς προηγούμενο χειρονομία συμφιλίωσης απέναντι στην κυβέρνηση Μπους. Το 2003, έναν χρόνο μετά την αποστροφή του Αμερικανού προέδρου περί "άξονα του Κακού", η Τεχεράνη υπέβαλε στην Ουάσιγκτον σχέδιο διαπραγμάτευσης εφ' όλης της ύλης μέσω του πρέσβη της Ελβετίας στο Ιράν. Το σχέδιο του Ιράν πρότεινε διαφάνεια στο πυρηνικό πρόγραμμά του, συνεργασία στο Ιράκ, αφοπλισμό της λιβανέζικης Χεζμπολάχ και έμμεση αναγνώριση του Ισραήλ - όλα αυτά με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων και την αναγνώριση των στρατιωτικών συμφερόντων της χώρας στην περιοχή.

Η κυβέρνηση Μπους δεν έβλεπε τον λόγο να αποκλιμακώσει την ένταση με το Ιράν. Η πρόταση παραμερίστηκε, γεγονός που, στην Τεχεράνη, ενίσχυσε την πεποίθηση ότι απώτερος σκοπός της Ουάσιγκτον ήταν η ανατροπή της ιρανικής κυβέρνησης και η μετατροπή της χώρας σε αμερικανικό δορυφόρο χωρίς πραγματικό λόγο στις εξελίξεις. Όπως και παλαιότερα, η απόρριψη αυτής της χειρονομίας καλής θέλησης προκάλεσε περαιτέρω έλλειψη εμπιστοσύνης και επανάκαμψη των προστριβών, οι οποίες κλιμακώθηκαν από τις τακτικές πολεμοχαρείς τοποθετήσεις του προέδρου Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ (2005-2013). Αυτή τη φορά, τα πράγματα ήταν ακόμη πιο σοβαρά.

Από φόβο ότι το Ιράν θα ήταν ο επόμενος στόχος, η Τεχεράνη αποφάσισε να κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες να πληρώσουν το μεγαλύτερο δυνατό τίμημα για την κατοχή του Ιράκ και την παρουσία τους στο Αφγανιστάν. Η συλλογιστική των Ιρανών αξιωματούχων ήταν ξεκάθαρη: όσο θα παρέμεναν βυθισμένοι στο τέλμα των δύο πολεμικών μετώπων, οι Αμερικανοί δεν θα ήταν σε θέση να επιτεθούν στο Ιράν.

Η Ουάσιγκτον καταλογίζει στην Τεχεράνη την ευθύνη για τους αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς που προκάλεσαν τον θάνατο εκατοντάδων Αμερικανών στρατιωτών στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Οι μηχανισμοί αυτοί χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία τόσο από την ιρακινή αντίσταση όσο και από τους ταλιμπάν. Η οργή και η αγανάκτηση είναι μεγάλες στο Πεντάγωνο, ιδιαίτερα μεταξύ των υψηλόβαθμων αξιωματούχων, καθώς θεωρούν ότι το Ιράν είναι υπεύθυνο για τον θάνατο των συναδέλφων τους. Τα συναισθήματα αυτά είναι πρόσφατα, σε αντίθεση με την οργή που προκάλεσε η κρίση των ομήρων το 1979-1980. Για τους Αμερικανούς στρατιωτικούς, οι πρόσφατες πληγές δεν έχουν επουλωθεί.

Πάνω σε αυτόν τον πολύπλοκο και σημαδεμένο από εκατέρωθεν ταπεινώσεις καμβά πρέπει τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν να προσπαθήσουν να χτίσουν ένα κοινό μέλλον. Μολονότι υπάρχει βαθιά καχυποψία και από τις δύο πλευρές, μάλλον το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο από την πλευρά του Ιράν για δύο απλούς λόγους. Πρώτον, το Ιράν είναι το πιο ευάλωτο από τα δύο μέρη. Δεύτερον, εάν υποτεθεί ότι όσοι λαμβάνουν τις αποφάσεις στις δύο χώρες αντλήσουν τα διδάγματα του παρελθόντος και κατορθώσουν να ξεπεράσουν τις αμοιβαίες επιφυλάξεις τους, παραμένει το γεγονός ότι υπάρχει μια προσωπικότητα που έχει ζήσει καθεμία από τις στιγμές που αναφέρθηκαν: ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ. Κανένας άλλος ηγέτης, από τη μία ή την άλλη πλευρά, δεν φέρει στους ώμους του τόσο μεγάλο βάρος όσο η κεφαλή του ιρανικού καθεστώτος. Και κανένας δεν αισθάνεται μεγαλύτερη καχυποψία απέναντι στους Αμερικανούς.

Εάν αυτό το τείχος δυσπιστίας έπεφτε και υπογραφόταν συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, το αντίκτυπο για την περιοχή θα μπορούσε να είναι τόσο θετικό όσο αρνητικές υπήρξαν οι επιπτώσεις της ιρανο-αμερικανικής εχθρότητας. Εξαιτίας της δύσκολης ιστορίας τους, οι δύο πλευρές πιθανότατα δεν θα μπορούσαν να γίνουν επίσημα εταίροι ή σύμμαχοι από τη μία ημέρα στην άλλη. Αλλά, όπως δήλωσε πρόσφατα ο Αλί Τσαμχανί, γραμματέας του ιρανικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, τα δύο κράτη "μπορούν να συμπεριφερθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αναλώνουν την ενέργειά τους το ένα εναντίον του άλλου"4. Το Ιράκ και το Αφγανιστάν δεν θα βρίσκονταν σήμερα σε τόσο απελπιστική κατάσταση εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ιράν είχαν καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα αρκετά νωρίτερα.

Εννοείται ότι μια τέτοια εκεχειρία δεν θα κατέληγε στην επίλυση όλων των προβλημάτων της περιοχής. Οι γεωπολιτικές αντιπαλότητες μεταξύ του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ θα συνεχίσουν να έχουν αποσταθεροποιητικές συνέπειες. Αλλά, ενώ οι εντάσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης οξύνουν τις περιφερειακές αντιπαλότητες, πιο ήρεμες και εποικοδομητικές σχέσεις μεταξύ τους θα συνέβαΛλαν σε μια γενικότερη αποκλιμάκωση. Εάν τα δύο κράτη σταματούσαν "να αναλώνουν την ενέργειά τους το ένα εναντίον του άλλου", θα μπορούσε, επίσης, να διαφανεί η προοπτική τερματισμού του εμφυλίου πολέμου στη Συρία. Αφού οι σουνίτες τζιχαντιστές, το Ισλαμικό Κράτος και άλλοι παράγοντες του ριζοσπαστικού ισλαμιστικού ρεύματος, αποτελούν τη σοβαρότερη απειλή όχι μόνο για την περιφερειακή σταθερότητα, αλλά και για τα ιρανικά και τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή, κοινοί στόχοι θα μπορούσαν να φέρουν Ουάσιγκτον και Τεχεράνη πιο κοντά. Κάτι τέτοιο θα τις βοηθούσε να ξεπεράσουν την αμοιβαία καχυποψία τους και θα τις παρότρυνε να προχωρήσουν πέρα από μια απλή εκεχειρία. Η συντονισμένη δράση των δύο πλευρών στο Ιράκ με στόχο την αποχώρηση του πρώην πρωθυπουργού Νούρι Αλ-Μαλίκι, αλλά και τη στρατιωτική αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους, δείχνει ότι τέτοιες κινήσεις είναι εφικτές.

Οι προοπτικές αυτές δεν θα μπορέσουν να διερευνηθούν παρά μόνο εάν οι δύο πλευρές κατορθώσουν πρώτα να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση στο αδιέξοδο γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Καλώς ή κακώς, μόνο τότε θα ανοίξει το επόμενο κεφάλαιο των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.

1 Συζήτηση από τη συχνότητα του National Public Radio, 29 Δεκεμβρίου 2014.

2 Η δυναστεία Κατζάρ βρισκόταν στην εξουσία από το 1796 έως το 1925.

3 Βλ. Mark Gasiorowski, "Quand la CIA complotait en Iran", "Le Monde diplomatique", Οκτώβριος 2000.

4 "Financial Times", Λονδίνο, 22 Δεκεμβρίου 2014.

* O Trita Parsi είναι πρόεδρος του Ιρανο-Αμερικανικού Εθνικού Συμβουλίου και συγγραφέας του βιβλίου "A Single Roll of the Dice: Obama's Diplomacy with Iran", Yale University Press, Νιου Χέβεν, 2012.

 

Κρίσιμες διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα

Του Alain Gresh*

Με την ενδιάμεση συμφωνία που υπογράφηκε στις 24 Νοεμβρίου 2013 στη Γενεύη μεταξύ του Ιράν και της ομάδας χωρών "G5+1" (τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών συν τη Γερμανία), τα εμπλεκόμενα μέρη συμφώνησαν να καταλήξουν σε οριστική συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα μέσα σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους. Η προθεσμία του Νοεμβρίου 2014 δεν τηρήθηκε. Οι διαπραγματευτές συμφώνησαν σε νέες ημερομηνίες: τέλη Μαρτίου 2015 για το περίγραμμα της συμφωνίας και 30 Ιουνίου 2015 για ένα οριστικό κείμενο που θα περιλαμβάνει όλες τις τεχνικές διαστάσεις του ζητήματος. Οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από μία, ας πούμε, ανταλλαγή "πυρηνικού προγράμματος έναντι κυρώσεων", με το Ιράν να παρέχει εγγυήσεις ότι το πυρηνικό πρόγραμμά του θα περιοριστεί αποκλειστικά σε ειρηνικούς σκοπούς και με αντάλλαγμα την πλήρη άρση των κυρώσεων που του έχουν επιβληθεί.

Η Τεχεράνη, που έχει υπογράψει από το 1968 τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων, έχει δεσμευτεί να μην κατασκευάσει πυρηνικά όπλα. Κατηγορείται, όμως, ότι, στο περιθώριο του ειρηνικού πυρηνικού προγράμματός της, έχει αναπτύξει δυνατότητα παραγωγής εμπλουτισμένου, σε μεγάλο ποσοστό, ουρανίου και πλουτωνίου, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς. Οι συζητήσεις αφορούν, κατ' αρχήν, τον αριθμό των μηχανών φυγοκέντρησης που πρέπει να διατηρήσει η Τεχεράνη για να περιοριστεί ο εμπλουτισμός σε επίπεδα συμβατά μόνο με χρήση για ειρηνικούς σκοπούς. Φαίνεται ότι διαγράφεται η προοπτική συμφωνίας ώστε το ήδη εμπλουτισμένο ουράνιο να μεταφερθεί στη Ρωσία. Αφού μετατραπεί σε ράβδους καυσίμου, θα χρησιμοποιηθεί στο πυρηνικό εργοστάσιο του Μπουσέρ, το οποίο κατασκεύασε η Μόσχα. Η Τεχεράνη δέχτηκε να μειώσει τα αποθέματα εμπλουτισμένου κατά 20% ουρανίου που διαθέτει. Οι Δυτικοί επιθυμούν να μην μπορεί πια να παραγάγει παρά εμπλουτισμένο κατά 5% ουράνιο.

Το Ιράν έχει κατασκευάσει δύο εργοστάσια εμπλουτισμού. Το σημαντικότερο βρίσκεται στο Νατάνζ, ενώ το εργοστάσιο του Φορντό βρίσκεται κοντά στο Κομ, σε υπόγεια τοποθεσία, για να είναι προστατευμένο από ενδεχόμενους βομβαρδισμούς. Οι Δυτικοί ζητούν το κλείσιμο του εργοστασίου στο Φορντό, ενώ οι Ιρανοί προτείνουν να μετατραπεί σε κέντρο ιατρικής έρευνας. Στο Αράκ, το Ιράν έχει κατασκευάσει ερευνητικό αντιδραστήρα βαρέος ύδατος, αλλά θα δεχόταν να περιορίσει την παραγωγή πλουτωνίου σε λιγότερο από ένα κιλό τον χρόνο.

Άλλο σημείο διαφωνίας είναι το ενισχυμένο καθεστώς επιθεωρήσεων των πυρηνικών εγκαταστάσεων. Οι Δυτικοί ζητούν κυρίως να επικυρώσει το Ιράν το συμπληρωματικό πρωτόκολλο της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ), το οποίο επιτρέπει πιο ενδελεχείς επιθεωρήσεις. Το πρωτόκολλο υπογράφηκε από το Ιράν το 2003, αλλά δεν έχει επικυρωθεί από το κοινοβούλιο της χώρας. Οι Δυτικοί απαιτούν το εξαιρετικό καθεστώς να διαρκέσει είκοσι χρόνια, ενώ το Ιράν δεν αποδέχεται παρά μια διάρκεια πέντε ετών.

Τέλος, το Ιράν ζητάει τη γρήγορη άρση όλων των οικονομικών κυρώσεων που του έχουν επιβληθεί μετά την υιοθέτηση της πρώτης απόφασης των Ηνωμένων Εθνών, το 2006. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν εφαρμόσει επιπρόσθετες κυρώσεις. Για την Ουάσιγκτον, η άρση ορισμένων κυρώσεων εξαρτάται από τον πρόεδρο, ενώ η άρση άλλων από το Κογκρέσο, στο οποίο κυριαρχούν οι Ρεπουμπλικανοί, που είναι εχθρικοί απέναντι σε κάθε προσπάθεια συνεννόησης με την Τεχεράνη. Στο πλαίσιο της προσωρινής συμφωνίας που επιτεύχθηκε πριν από έναν χρόνο, οι Δυτικοί προχώρησαν σε μια πρώτη άρση ορισμένων κυρώσεων, στις 20 Ιανουαρίου 2014.

* Ο Alain Gresh είναι δημοσιογράφος της "Le Monde diplomatique"

Το σκάνδαλο Ιρανγκέιτ

Των Alain Gresh και Dominique Vidal*

Τον Οκτώβριο του 1984, το αμερικανικό Κογκρέσο υιοθετεί την τροπολογία Μπόλαντ, με την οποία απαγορεύεται η "άμεση ή έμμεση υποστήριξη των στρατιωτικών ή παραστρατιωτικών επιχειρήσεων στη Νικαράγουα". Οι υπεύθυνοι του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας -ιδιαίτερα ο διευθυντής της Central Intelligence Agency (CIA) Ουίλιαμ Κέισι και ο σύμβουλος σε θέματα εθνικής ασφάλειας Ρόμπερτ Μακφάρλαν -προσπαθούν να παρακάμψουν την απόφαση και να βοηθήσουν τους "Κόντρας", τους αντάρτες που επιχειρούν να ανατρέψουν τους Σαντινίστας, οι οποίοι είχαν καταλάβει την εξουσία, το 1979. Εκείνη την εποχή, βρισκόμαστε στο μέσο του "δεύτερου Ψυχρού Πολέμου" μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης, με τις δύο υπερδυνάμεις να έρχονται υπόγεια αντιμέτωπες στο Αφγανιστάν, την Αγκόλα και τη Νικαράγουα.

Ένας από τους τρόπους που προκρίνονται είναι η μυστική πώληση όπλων στην Τεχεράνη, με τα κέρδη να κατευθύνονται στους αντεπαναστάτες της Νικαράγουα. Το σχέδιο συγκλίνει με τη στρατηγική όσων, στο εσωτερικό της αμερικανικής κυβέρνησης, συνεχίζουν να θεωρούν το Ιράν δυνητικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών, παρά την επανάσταση του Χομεϊνί. Έτσι, στρέφονται προς το Ισραήλ. Το Τελ-Αβίβ, που διατηρεί δεσμούς με τις δικτατορίες της κεντρικής Αμερικής, βοηθά ήδη τους "Κόντρας" και έχει κρατήσει επαφές με την Τεχεράνη. Μάλιστα, θεωρεί το Ιράκ ως βασικό εχθρό στον πόλεμο που ξεκίνησε όταν η Βαγδάτη εισέβαλε στο γειτονικό Ιράν, το 1980, και κράτησε μέχρι το 1988.

Μέσω ισραηλινών διαύλων, το 1985 παραδίδονται στο Ιράν δύο φορτία αμερικανικού οπλισμού. Την επόμενη χρονιά, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναλαμβάνουν απευθείας τις παραδόσεις όπλων. Ο αντισυνταγματάρχης Όλιβερ Νορθ, μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, θα συντονίσει μία από τις παραδόσεις αυτές, μεταβαίνοντας, τον Μάιο του 1986, στην πρωτεύουσα του Ιράν με μια Βίβλο που φέρει την ιδιόχειρη αφιέρωση του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν.

Ο Αμερικανός πρόεδρος, όμως, αμήχανος στις διαψεύσεις και τις "παραλείψεις" του, σύντομα προτιμά να σταματήσει να πληρώνει το τίμημα: το σκάνδαλο Ιρανγκέιτ ξεσπάει δημόσια. Παίρνει το όνομά του από τη σύγκριση με το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ, το οποίο στοίχισε στον Ρίτσαρντ Νίξον τον προεδρικό θώκο, το 1974. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1986, αμερικανικό αεροπλάνο γεμάτο πολεμικό υλικό με προορισμό τους "Κόντρας" πέφτει στη Νικαράγουα. Ένας από τους πιλότους επιζεί και, έχοντας συλληφθεί από τον στρατό των Σαντινίστας, προδίδει το μυστικό. Στις 3 Νοεμβρίου, η φιλοσυριακή εβδομαδιαία εφημερίδα "Al-Shiraa" αποκαλύπτει την όλη υπόθεση. Το θέμα παίρνει τέτοια έκταση που, στις 25 Νοεμβρίου 1986, ο Ρέιγκαν, σε συνέντευξη Τύπου με ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη -αφού είχε διαβεβαιώσει ότι "δεν ήταν πλήρως ενήμερος για τον χαρακτήρα των δραστηριοτήτων που σχετίζονταν με τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία"-, αναγκάζεται να ανακοινώσει την απαλλαγή των εμπλεκόμενων αξιωματούχων από τα καθήκοντά τους.

Η επιτροπή Τάουερ αναλαμβάνει να ρίξει άπλετο φως στο σκάνδαλο Ιρανγκέιτ. Από τους μήνες ανακρίσεων και από την έκθεσή της, δεν θα αποκαλυφθούν και πολλά πράγματα. Απόδειξη ότι οι καιροί αλλάζουν: ενώ αυτό που, στην αρχή, δεν ήταν παρά μια ταπεινή διάρρηξη στοίχισε τελικά στον Νίξον τον προεδρικό θώκο, ο Ρέιγκαν βγαίνει σχετικά αλώβητος από αυτή την απίστευτη αλυσίδα παρανομιών. Ο αντιπρόεδρος Τζορτζ Μπους, μολονότι είχε ανάμιξη στο σκάνδαλο, δεν θα έχει πρόβλημα να εκλεγεί πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, τον Νοέμβριο του 1988.

* Ο Alain Gresh και ο Dominique Vidal είναι δημοσιογράφοι της "Le Monde diplomatique"

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

Σειρά ξένων επεμβάσεων

1856. Η Μεγάλη Βρετανία επιβάλλει την αναγνώριση του Αφγανιστάν και την απόσχιση της επαρχίας Χεράτ από την Περσία.

1871. Κάτω από την επιρροή του πρωθυπουργού του, ο σάχης Νασραντίν προχωρά σε σειρά ριζικών μεταρρυθμίσεων.

1906. Συνταγματική επανάσταση: συγκρότηση του κοινοβουλίου (Μαϊλίς) και υιοθέτηση του πρώτου συντάγματος της χώρας, που βάζει τέλος στην απόλυτη μοναρχία.

1907. Η Ρωσία και η Μεγάλη Βρετανία διαμοιράζουν την Περσία σε τρεις ζώνες επιρροής.

1909. Ίδρυση της Anglo-Persian Oil Company. Κατάργηση του κοινοβουλίου.

1914-1918. Η Μεγάλη Βρετανία καταλαμβάνει τμήμα της Περσίας, η οποία θα πάρει το όνομα Ιράν, το 1934.

25 Αυγούστου 1941. Οι βρετανικές δυνάμεις εισβάλλουν στο νότιο και το δυτικό Ιράν, ενώ οι Σοβιετικοί κατέχουν το βόρειο τμήμα της χώρας. Ο σάχης Ρεζά υποχρεώνεται να παραχωρήσει τον θρόνο στον γιο του, Μοχάμαντ Ρεζά Παχλαβί.

19 Αυγούστου 1953. Στρατιωτικό πραξικόπημα που οργάνωσε η CIA και οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ανατρέπει την κυβέρνηση του δρ. Μοχάμαντ Μοσαντέγκ, λίγο αφότου εθνικοποίησε την Anglo-Iranian Oil Company.

Νοέμβριος 1964. Ο αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί εξορίζεται.

1ηΑπριλίου 1979. Ανακήρυξη της Ισλαμικής Δημοκρατίας.

1980-1988. Πόλεμος Ιράν-Ιράκ, τον οποίο προκάλεσε ο Σαντάμ Χουσεΐν.

1995. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ουίλιαμ Κλίντον απαγορεύει κάθε εμπορική συναλλαγή με το Ιράν.

Δεκέμβριος 2006. Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υιοθετεί το ψήφισμα 1737, το οποίο απαγορεύει την πώληση οποιουδήποτε πυρηνικού και βαλλιστικού υλικού ή τεχνολογίας στο Ιράν.

24 Νοεμβρίου 2013. Υπογράφεται στη Γενεύη ενδιάμεση συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα μεταξύ του Ιράν και των χωρών του G5+1.

24 Νοεμβρίου 2014. Παράταση της ενδιάμεσης συμφωνίας και των συνομιλιών μέχρι τις 31 Μαρτίου 2015 για συνεννόηση στο γενικό πολιτικό περίγραμμα και μέχρι την 1η Ιουλίου 2015 για κείμενο οριστικής συμφωνίας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL